Ως μουσικός των παραδοσιακών κρουστών, ένιωσα την ανάγκη, να γράψω λίγα λόγια παρουσιάζοντας πληροφορίες και προσωπικές απόψεις για το κρητικό νταούλι1 του ιδιαίτερου μουσικού ιδιώματος της ανατολικής Κρήτης, του ονομαζόμενου «λυροντάουλου»2.

Η σκέψη των περισσότερων Κρητικών όταν ακούν τη λέξη «νταούλι», ταξιδεύει στο μεγάλο βροντερό τύμπανο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κάποιοι όμως στα μέρη της ανατολικής Κρήτης, που δυστυχώς έμειναν λίγοι, με το άκουσμα της λέξης αυτής ταξιδεύουν νοσταλγικά πίσω στο χρόνο, αναπολώντας το μονάκριβο νταούλι μας με την ξομπλιαστή διακόσμηση και τα νταουλόξυλα.

Ανακαλούν μνήμες με την εικόνα του στον τοίχο του καφενείου ή πάνω στο τζάκι, ετοιμοπόλεμο για ζέσταμα και παρέα, για καντάδα και γλέντι. Ορισμένοι γηραιότεροι επίσης, ανεστορούνται την κόρδα του να πάλλεται φτερουγίζοντας στο αυτί του νταουλατζή, που ψυχή τε και σώματι εκστασιασμένος δίνει ρυθμό στη διονυσιακή ατμόσφαιρα του Κρητικού χορού, αγκαλιάζοντας το νταούλι στο μέρος της καρδιάς και «κανακίζοντάς το» στο γόνατο σαν μωρό παιδί.

Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ο αρχέγονος ήχος του, γινόταν ένα με τον παλμό του κόσμου στις πλατείες, τα καμαρόσπιτα και τις αυλές, με αχώριστη συντροφιά τη λύρα  ή το βιολί (παλαιότερα και τα πνευστά). Από την περίοδο του μεσοπολέμου, η εκρηκτική διάδοση του βιολιού με την κιθάρα, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες όπως η αλληλεπίδραση αργότερα με τη μουσική της κεντροδυτικής Κρήτης, συνέτειναν στη σταδιακή εξασθένιση και περιστασιακή χρήση του.

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται η χρήση ποικίλων κρουστών οργάνων στην κρητική μουσική (δεν κρίνουμε αν είναι σωστό ή λάθος), περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική μουσικοχορευτική παράδοση. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις προσωπικές επιλογές, την αισθητική ή στη διαφαινόμενη «μόδα» της εποχής, οφείλεται πιστεύω ως ένα βαθμό και στο γεγονός ότι υπήρξε ελεύθερο πεδίο, καθώς η απουσία κρουστών ήταν αισθητή στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε, και δυστυχώς, το νταούλι μας δεν είχε την τύχη να διαδοθεί παλαιότερα στην κεντροδυτική Κρήτη όπως π.χ. το λαούτο στην ανατολική. Πιο συγκεκριμένα, δεν εδραιώθηκε και δεν απέκτησε ποτέ τη διάσταση και αναγνώριση ενός παγκρήτιου αντιπροσωπευτικού κρουστού οργάνου3, που ωστόσο, φαίνεται να προσπαθεί να πετύχει στους δικούς μας καιρούς ψάχνοντας τα βήματά του.

Η αυξανόμενη εμφάνιση του νταουλιού τα τελευταία χρόνια αποτελεί θετικότατη εξέλιξη στη μουσική μας, η οποία το έχει ανάγκη όπως το σώμα την καρδιά. Εδώ όμως ας μου επιτραπεί μια προσωπική τοποθέτηση. Αν δούμε το κρητικό νταούλι των ημερών μας, υπό το πρίσμα της παλιάς αυθεντικής  υπόστασης της «ζυγιάς» του λυροντάουλου, που αυτή κινδυνεύει στην ουσία (αν δεν έχει σβήσει από χρόνια η αυθεντική της φυσιογνωμία) και όχι το νταούλι ως όργανο, τότε, δεν είναι δόκιμο να χαρακτηρίζεται η σημερινή χρήση του, ακριβώς και ως αναβίωση ή ως αναγέννηση που παρουσιάζεται συχνά. Πιο πολύ αναπροσαρμογή στο μουσικό γίγνεσθαι της εποχής θα το έλεγα, αν συλλογιστούμε ότι οι καλλιτεχνικές – κοινωνικές – πολιτισμικές συνθήκες που διαμόρφωσαν την ιδιάζουσα τέχνη του λυροντάουλου σε βάθος χρόνου, έχουν ουσιαστικές διαφορές με τη σύγχρονη μορφή διασκέδασης.

Η χρήση του νταουλιού λειτουργούσε πάντα μέσα στα διαμορφωμένα πλαίσια αλληλοεξαρτώμενης συνύπαρξης και διάδρασης με τη λύρα ή το βιολί4, ενώ προϋπέθετε συγκεκριμένους μουσικούς και αισθητικούς κώδικες, τόσο σε θέματα κατασκευής, ήχου (όπως τη χορδή που δεν υφίστανται πια) και τεχνικής, όσο και σε όρους συνεύρεσης με τον κόσμο του γλεντιού.

Η άποψη αυτή, τονίζω, δεν πρέπει να παρερμηνευτεί ως αφοριστική προς τη σημερινή χρήση του νταουλιού, που κι εγώ προσωπικά «υπηρετώ» με την δική μου προσέγγιση, ούτε βεβαίως ότι κινείται πάνω σε μια συντηρητική στείρα ή προγονολατρική κατεύθυνση που συναντάμε συχνά στις παραδόσεις. Κάθε άλλο. Αλλιώτικα θα αντιληφθεί ένας ηλικιωμένος Σητειακός, λόγω βιωματικής γνώσης το σχόλιο αυτό, και αλλιώς ο νεαρός Ηρακλειώτης ή Χανιώτης, που ακούγοντας σήμερα το νταούλι στις μεγάλες εκδηλώσεις, θεωρεί πως έτσι ακριβώς ήταν και η παράδοση του λυροντάουλου.

Σύμφωνα με τους παλιούς, ο ρόλος του νταουλιού είχε μεγάλη βαρύτητα, και του προσέδιδαν (ως όργανο συμμετοχικό)5 ισότιμη αξία με της λύρας. Αυτό άλλωστε φανερώνει με ενάργεια η καλοζυγιασμένη λέξη «λυρο-ντάουλα» όπως και οι φράσεις, «παίξτε τα λυροντάουλα» ή «φέρτε τα λυροντάουλα».

Τόσο βαθιά ριζωμένο ήταν τότε στη συλλογική μνήμη του λαού σε σχέση με τη διασκέδαση, που ακόμα και όταν έπαιζαν βιολί με κιθάρα, λυροντάουλα τα ονομάτιζαν οι Στειακοί ή βιολοντάουλα οι Ιεραπετρίτες. Φράση συνώνυμη της παλαιάς μουσικής του τόπου. Παρόλα αυτά, δυστυχώς, δεν έτυχε στην πορεία της πρέπουσας προσοχής. Ένα παραπάνω μετά την τεχνολογική «κάθοδο του ηλεκτρικού ήχου», που άρχισε σταδιακά να αντικαθίσταται και να εκτοπίζεται από τα γλέντια με κίνδυνο να χαθεί.

Αυτό ήταν ένα από τα κυριότερα χτυπήματα που δέχθηκε το νταούλι και η ζυγιά, για να ακολουθήσουν, η αφαίρεση της εφαπτόμενης στο δέρμα χορδής, η έκλειψη ιδιότυπων δεξιοτεχνικών χαρακτηριστικών και μικρών ρυθμικών σολιστικών στιγμών (που εσφαλμένα ισχύει η άποψη από όσους δεν ξέρουν, ότι δεν υπήρχαν ή ότι δεν χωράνε στην κρητική μουσική) κ.ά.. Στο ίδιο διάστημα ξεριζώθηκε και η αιώνια συμβολική αντικριστή θέση των μουσικών μας, που πρόσωπο με πρόσωπο αποτελούσε για αιώνες τον πυρήνα του κύκλου των χορευτών – τραγουδιστών, ακτινοβολώντας σαν ζωογόνος ήλιος στα εκάστοτε λαϊκά δρώμενα των μικρών κοινωνιών μας.

Όσο αφορά την ονομασία του «κρητικού νταουλιού», συχνά το ακούμε δικαιολογημένα και ως «σ(η)τειακό νταούλι ή λασιθιώτικο». Όμως, ο καινούριος χαρακτηρισμός «νταουλάκι» που επικρατεί τελευταία, μπορεί να είναι συμπαθητικός ή να μην ενοχλεί ιδιαίτερα, στην πραγματικότητα πάντως, ήταν ανύπαρκτος στην καθομιλουμένη της ανατολικής Κρήτης. Παρά το ότι ονόμαζαν «λυράκι» και τη μικρή αχλαδόσχημη λύρα της ζυγιάς, η λέξη «νταουλάκι» δενπροφερόταν ποτέ από τους παλιούς, μονάχα σκωπτικά και σπανιότατα, όπως στην περίπτωση για τις στιχουργικές ανάγκες της μαντινάδας:

Δεν πάς, μωρέ, να ξεις προβιές, να κάνεις νταουλάκια,

μα εσένα δε σου πρέπουνε στ’ αχείλια τα μουστάκια.

Επίσης διαφωνώ κάθετα με τις ανύπαρκτες στο νησί μας ονομασίες «τουμπί, τουμπάκι, τουμπόξυλα, τουμπακάρης κ.ά.», που προέρχονται από τις Κυκλάδες και εντελώς λανθασμένα κι αποπροσανατολιστικά διαβάζουμε σε βιβλία, ιστοσελίδες και ακούμε σε ομιλίες, ως ονομασίες του κρητικού νταουλιού. Η εμβληματική φράση «λυροντάουλα», μάλλον διασώθηκε επειδή δεν τη γνώριζαν, άλλωστε πρόσφατα καταγράφηκε για πρώτη φορά και σε λεξικό διαλέκτου της Ανατολικής Κρήτης. Η συγγένεια του περίφημου και εξίσου αγαπημένου αιγαιοπελαγίτικου τουμπακιού με το νταούλι μας, σαφώς πρέπει να θεωρείται δεδομένη, όπως και η σχέση τους με τύμπανα (ταμπούρλα) των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων. Ωστόσο, δεν σημαίνει πως πρέπει να παραποιούμε το λαϊκό μας γλωσσάρι από όπου κι αν προέρχεται μια λέξη και ούτε να υιοθετούμε θεωρίες ατεκμηρίωτων στοιχείων για την προέλευση του νταουλιού μας.

Εκτός από τις βάσιμες ενδείξεις για την χρήση μεμβρανόφωνων κρουστών κατά την αρχαιότητα και τα βυζαντινά χρόνια στο νησί μας, τύμπανα (παρόμοιου τύπου) με τα οποία συνόδευαν πνευστά όργανα, χρησιμοποιούσαν αποδεδειγμένα πλέον κατά το Μεσαίωνα στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, εκτός από τους Ενετούς και οι Κρητικοί.

Περνώντας από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στην οποία προφανώς το κρητικό τύμπανο μετονομάστηκε νταούλι (δεν γνωρίζουμε πως ακριβώς λεγόταν πριν), φτάνουμε στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου παιζόταν μέχρι και σε κάποια από τα ανατολικότερα χωριά της Βιάννου (νομός Ηρακλείου). Σταδιακά άρχισε να χάνεται και από την Ιεράπετρα και το Μεραμπέλλο, για να διατηρηθεί πιο ζωντανά στην παράδοση της Σητείας.

Το κείμενο αφιερώνεται με σεβασμό στη μνήμη του παλιού νταουλατζή Νικόλαου Γ. Χαρκιολάκη που είχα την τιμή να γνωρίσω.

* Ο Γιάννης Γ. Χαρκούτσης είναι μουσικός παραδοσιακών κρουστών

 

1Το μοναδικό γνήσιο μεμβρανόφωνο όργανο της Κρήτης. Μικρότερο από αυτά της Ηπειρωτικής Ελλάδας και λίγο μεγαλύτερο από τα τύμπανα των Κυκλάδων (τουμπί) και της Δυτικής Ρούμελης (τσοκάνι).

2 Λυροντάουλο ή λυροντάουλα” ονομάζεται η μουσική ζυγιά, λύρα – νταούλι της ανατολικής Κρήτης. Αντίστοιχα στην επαρχία Ιεράπετρας η ζυγιά, βιολί – νταούλι, ονομαζόταν ” Βιολοντάουλα”.

3Το νταούλι χρησιμοποιείτε στους χορευτικούς κυρίως σκοπούς, έχοντας όμως και μεγαλύτερες δυνατότητες.

4Ακόμα και με την προσθήκη αργότερα 3ου ή 4ου οργάνου (κιθάρα, μαντολίνο ή λαούτο) εξακολουθούσαν να τα ονομάζουν συχνά «λυροντάουλα», χάνοντας όμως σταδιακά η ζυγιά τη γνήσια φυσιογνωμία της.

5Η πικρή αλήθεια είναι ότι μπορεί να το θεωρούσαν σημαντικό όργανο, στους νταουλατζήδες όμως, όπως και σε άλλους οργανοπαίχτες εκείνα τα χρόνια, συχνά ο κόσμος δεν έδειχνε και τον μεγαλύτερο σεβασμό. Αυτό διακρίνεται και από το περιπαιχτικό νόημα της μαντιν(ι)άδας που παραθέτω.