Στους «Εκκλησιαστές», ένα από τα 24 βιβλία της Τανάκ (Ιουδαϊκή Βίβλος) και το εικοστό έβδομο από τα 49 της χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένο την περίοδο μεταξύ 450-180 π.Χ. διαβάζουμε:
«Για κάθε πράγμα στη γη, υπάρχει μία εποχή και για κάθε σκοπό ένας χρόνος. Χρόνος για γέννηση και χρόνος για θάνατο. Χρόνος για σπορά και χρόνος για θερισμό. Χρόνος για χορό και χρόνος για πένθος. Χρόνος να αγαπήσεις και χρόνος να μισήσεις. Χρόνος ειρήνης και χρόνος πολέμου».
Η σύγχρονη αίσθηση και ερμηνεία του χρόνου, όπως διαμορφώνονται από την επιστημονική ενόραση του κόσμου, είναι τελείως διαφορετικές του ανθρώπου της κλασικής εποχής.
Κατ’ αρχάς η λέξη χρόνος δεν φαίνεται να έχει Ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Όπως και πολλές άλλες Ελληνικές λέξεις (Θεός, άνθρωπος, αγάπη κ.α.), έχει αβέβαιη ετυμολογία και μη κοινό αποδεκτό ορισμό. Ένας στερεότυπος ορισμός για το χρόνο αναφέρει ότι είναι: «ένα μη χωρικό συνεχές γραμμικό στο οποίο τα γεγονότα συμβαίνουν με εμφανώς μη αναστρέψιμη τάξη».
Με το χρόνο ασχολήθηκε η Φιλοσοφία και η Επιστήμη, διαμορφώνοντας ενίοτε παράδοξες και αντιφατικές απόψεις για το νόημά του. Στην ουσία οι διαφοροποιήσεις δεν αφορούν στις μονάδες μέτρησης του χρόνου αλλά στο αν ο χρόνος, ως οντότητα, είναι δυνατόν να μετρηθεί ή αποτελεί τμήμα του μετρητικού συστήματος.
Στην Ελληνική μυθολογία, ο χρόνος ήταν μία ασώματη αρχέγονη θεότητα, η οποία παρότι ασώματος εικονιζόταν ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια, ενός άνδρα, ενός ταύρου και ενός λιονταριού.
Στη φιλοσοφία, η φύση και η έννοια του χρόνου υπήρξαν από την αρχαιότητα τα μείζονα προβλήματα των φιλοσόφων.
Ο Αριστοτέλης στα Φυσικά του υποστηρίζει, ότι ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του και ότι η τωρινή στιγμή δεν έχει διάρκεια και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τμήμα του χρόνου.
Ο Αυγουστίνος στο ερώτημα, τι είναι ο χρόνος, απαντάει λογοπαίζοντας ότι γνωρίζει όταν κανείς δεν τον ρωτά αλλά δεν γνωρίζει όταν θέλει να το εξηγήσει σε κάποιον, που τον ερωτά. Σε κάθε περίπτωση όμως, γνωρίζει ότι αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν, αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον και αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε παρόν.
Ο Λουκρήτιος υποστηρίζει ότι ο χρόνος δεν υπάρχει από μόνος του. Μόνο από τα ίδια πράγματα βγαίνει η αίσθηση για το τι έγινε στο παρελθόν, τι γίνεται στο παρόν και τι θα ακολουθήσει στο μέλλον. Κανείς δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το χρόνο ξεκομμένο από την κίνηση των πραγμάτων, την εξέλιξη των γεγονότων, τις πράξεις και τη φυσική ή ανθρώπινη δραστηριότητα.
Ο Επίκουρος μας λέει ότι δεν χρειάζεται απόδειξη, για να πειστούμε, ότι ο χρόνος συνδέεται με τις ημέρες, τις νύκτες και τις υποδιαιρέσεις τους, καθώς και με τις ψυχικές καταστάσεις και τα συναισθήματα μας. Σε όλα αυτά παρατηρούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο ονομάζουμε χρόνο.
Ο αρχαίος Αθηναίος πολιτικός Αντιφών ο Ραμνούσιος 470-410 π.Χ. υποστηρίζει ότι ο χρόνος ως επινόηση ή μέτρηση, δεν έχει υπόσταση.
Στη Φυσική επιστήμη, ο χρόνος νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα. Και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες, (χώρος, μάζα, ενέργεια), ο χρόνος καθορίζεται μέσω της μέτρησης κατά συνέπεια είναι μέγεθος. Δύο γεγονότα που συμβαίνουν στον ίδιο χώρο και διακρίνονται μεταξύ τους, είναι ο χρόνος για την Φυσική επιστήμη.
Το διάστημα ανάμεσα σε δύο γεγονότα, αποτελεί τη βάση της μέτρησης του χρόνου.
Ο Νεύτωνας υποστηρίζει την ύπαρξη απόλυτου χρόνου, ο οποίος κυλάει ανεξάρτητα από οποιοδήποτε φαινόμενο ή μεταβολή, που συμβαίνει στην φύση αλλά και από οποιοδήποτε σύστημα αναφοράς.
Ο Αϊνστάιν, με τη θεωρία της σχετικότητας, ομιλεί για σχετικό χρόνο, που κυλά πιο αργά στα αντικείμενα που κινούνται με ασύλληπτες ταχύτητες. Νεύτων και Αϊνστάιν υποστηρίζουν ότι στο χαώδες σύμπαν, υπάρχει χρόνος ανεξάρτητα αν ορίζεται ή όχι.
Η έννοια του χρόνου ως απόλυτο μέγεθος του οποίου η ροή δεν επηρεάζεται από τίποτα, αποκαθηλώθηκε το 1905 με τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας του Αϊνστάιν.
Με τη θεωρία αυτή αποδείχτηκε ότι ο χρόνος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός και εξαρτάται από την κινητική κατάσταση του παρατηρητή. Το 1922, με τη θεωρία της γενικής σχετικότητας αποδείχτηκε ότι ο χρόνος είναι σχετικότητα μιας άλλης έννοιας, του χώρου, που στην πραγματικότητα είναι μια σειρά τόπων, όπως ο χρόνος είναι μια σειρά φευγαλέων στιγμών και αποτελεί την τέταρτη διάσταση του χωροχρόνου.
Ο χρόνος, πρόκειται για μείζονα έννοια, που λειτουργεί ως θεμελιώδης οντότητα, αλλά και ως σύστημα μέτρησης. Ο λόγος για τον οποίο ο χρόνος προκαλεί την περιέργεια και τη φαντασία μας είναι ότι δεν μπορούμε να τον μετρήσουμε, ως μέγεθος και να τον κατανοήσουμε ως οντότητα. Μπορούμε μόνο να τον βιώσουμε από τα αποτελέσματά του, την κίνηση, τα γεγονότα, τη φθορά και τους εορτασμούς.
Οι αρχαίοι γιόρταζαν τα πράγματα που τους φαίνονταν μυστήρια ακατανόητα ή ακόμη και επικίνδυνα. Με τους εορτασμούς θέλανε να ξορκίσουν το κακό και να διασκεδάσουν τις άγνοιες και τις απορίες τους. Οι αρχέγονοι εορτασμοί συνδέονταν με αστρονομικές παρατηρήσεις που όριζαν τον χρόνο και το είδος των εορτασμών.
Στους αρχέγονους εορτασμούς τουλάχιστον ένας θα αφορούσε αναμφισβήτητα το μυστηριώδη χρόνο, τον οποίο οι άνθρωποι τεχνουργήσαμε για να καταγράφουμε να μελετούμε και να ερμηνεύουμε τις μεταβολές στη ζωή και το περιβάλλον μας. Μεταβολές, που νοηματοδοτούν την ύπαρξη της οντότητας, που ονομάζουμε χρόνο και μετράμε με συμβατικές μονάδες, που συσχετίσαμε με την περιφορά της γης περί τον ήλιο και την περιστροφή στον άξονα της.Οι Σουμέριοι είναι εκείνοι που επινόησαν τις χρονικές υποδιαιρέσεις τις οποίες ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούμε για τη μέτρηση του χρόνου, κάνοντας χρήση του εξηκονταδικού συστήματος, με υποδιαιρέσεις τις ώρας σε 60 λεπτά και του λεπτού σε 60 δευτερόλεπτα. Η Αυτοκρατορία των Σουμερίων ξέρουμε έπαψε να υπάρχει μετά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.
Όμως, όλη η ανθρωπότητα χρησιμοποιεί υποδιαιρέσεις του χρόνου, που καθόρισαν εκείνοι πριν 5.000 χρόνια. Η στερεότυπη χρονική μονάδα, το συμβατικό δευτερόλεπτο σήμερα ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων της ακτινοβολίας που αντιστοιχεί στη μετάβαση μεταξύ των δύο ανωτέρων επιπέδων της κατάστασης ελαχίστης ενέργειας του ατόμου 133Cs* του καισίου.
Ο Αϊνστάιν με τις θεωρίες της σχετικότητας αποκαθήλωσε το χρόνο, χωρίς να εξαλείψει τα ερωτήματα, που πάντα θα τίθενται, θα επισύρουν προβληματισμούς θα εκφράζουν στοχασμούς αλλά θα μένουν αναπάντητα για να δείχνουν ότι πάντα θα υπάρχει το άγνωστο, που ορίζει τα όρια της ανθρώπινης σκέψης. Όρια, που θα διευρύνονται αλλά ποτέ δεν θα πάψουν να είναι όρια.
* Πηγή: Διαδίκτυο