Τον αποχαιρέτησα τον Οκτώβρη χθες βράδυ με μια βόλτα στη θάλασσα!
Μαγιό φορούσε φεύγοντας κι έσκαγε στα γέλια αφού τόσο πολύ μας ξεγέλασε φέτος με τις ζέστες και τις σκανταλιές του. Είχε στη βαλίτσα του μόνο μια μικρή νεροποντή, για τον δικό μας τόπο.
Δεν ήθελε να φύγει, το κατάλαβα. Καλοπερνούσε στις ακρογιαλιές και στα περβόλια που ΄χαν γεμίσει χρυσάνθεμα και κολοκύθες πελώριες έτοιμες να σκαλιστούν να γίνουν άμαξες για τις πριγκίπισσες των παραμυθιών.
Ένα μακό μπλουζάκι μακρυμάνικο φόρεσε βιαστικά κι ετοιμάστηκε να βρει ένα ροζ συννεφάκι να κινήσει για άλλες πολιτείες… Στο μέρος της καρδιάς καρφίτσωσε ένα κατακίτρινο χρυσάνθεμο.
Έπιασε κουβέντα με την Αφροδίτη στον Ουρανό και λέγανε ιστορίες ατέλειωτες για το άλλαγμα των καιρών που πια δεν θυμίζουν φθινόπωρο. Τον είδα που χαμήλωσε το κεφάλι και στις άκρες των ματιών του κυλήσανε χοντρά τα δάκρυα σαν του ΄πε ο κυρ Φέγγαρος για όλα εκείνα τα παιδιά που έβλεπε στο διάβα του. Ήταν μπαρουτιασμένα, φοβισμένα και μόνα τους, κι αλλά χωρίς πνοή πάνω στα ξεραμένα χώματα. Δεν ήθελε να φύγει με τόση πίκρα, δεν έφταιγε αυτός που στις μέρες του γίνανε όλα ετούτα τα παράξενα, τα κατάμαυρα και τα ανείπωτα… Πήρε τη φλογέρα που του χάρισε ο Πρίγκιπας Χαρταετός με εκείνη την μαγική μουσική που σε ταξίδευε σε όνειρα χαρούμενα κι άρχισε να «κτυπάει» τις νότες, να ξεχαστεί.
Κι όπως απομακρυνόταν έστελνε δροσοσταλίδες στα λιόδεντρα, στις πορτοκαλιές και τις ροδιές που ΄ταν έτοιμες να χαρίσουν τους καρπούς τους στους ανθρώπους. Τούτο το πότισμα μόνο μπορούσε να τους προσφέρει. Και χάθηκε στον ορίζοντα αφήνοντας μία βαθυκόκκινη γραμμή σαν αποχαιρετισμό σε όλους μας…
Και σήμερα το ξημέρωμα τον είδα τον νιόφερτο μήνα. Κι εκείνος με βάρκα έφτασε και μια παλέτα γεμάτη χρώματα στον Ουρανό.
Χαμόγελα και σταγόνες μυριάδες είχε στο καπέλο του. Μα πιο πολύ απ’ όλα με τράβηξε το δερμάτινο πουγκί που΄χε στη μέση του… Γεμάτο ήτανε. Στη χούφτα του κρατούσε λογής λογής σπόρους κι αν κι είχε μια μελαγχολία στο βλέμμα ένοιωσα και μια γλύκα περισσή σε όλο το είναι του.
Μπορεί κάποιοι να επιμένουν πως ο Οκτώβρης είναι ο μήνας των χρωμάτων, αλλά ο Νοέμβρης είναι εκείνος που τα γλυκαίνει κι έχει εκείνες τις αποχρώσεις του κόκκινου που ‘ναι τόσο βαθιές κι αλησμόνητες. Έχουν πάρει τα ηλιοβασιλέματα τις αποχρώσεις από τα ρόδια που είναι γεμάτα τα δέντρα κι οι αυλές κι οι ταράτσες των νοικοκυράδων που τα βάζουν να τα «κάψει» ο ήλιος μέσα σε βάζα με ρακή ή κονιάκ, να γίνει εκείνο το γλυκόπιοτο ποτό για τα πρώτα τραταρίσματα του χειμώνα….Μύρισε το χώμα κι ο αγέρας πεύκο κι ελιά. Προχθές άλλαξε κι εκείνη η ώρα για να μικραίνουν ακόμα πιο πολύ οι μέρες του Νοέμβρη, να γεμίζουν ιστορίες οι μεγάλες νύχτες. Να μαζευτούμε όλοι νωρίς στα σπίτια, να χουχουλιάσουμε, να βεγγερίσουμε, να αρχίσουμε να γευόμαστε την σοδειά του καλοκαιριού.
Ώρα να βάλουμε τα ρούχα τα ζεστά (ελπίζουμε), να στρώσουμε εκείνα τα χαλιά να ΄χει αναπαμό η κυρά Φαντασία σαν τρυπώνει τις νύχτες κοντά στο τζάκι. Να μυρίσει ρακί και λουκάνικο η παρασιά. Να ‘ρθουν εκείνες οι νύχτες οι γιομάτες κουβέντες, γλυκό ποτό, καρπούς κι όμορφες ιστορίες από τα γενόμενα κι εκείνα που στοχαζόμαστε για τα μελλούμενά μας.
Νοέμβριος, ο ενδέκατος εγγονός του παππού χρόνου. Ο προάγγελος του χειμώνα και των Μεγάλων Γιορτών που χρειάζονται προμήθειες και ετοιμασίες για τις αργίες τους.Είναι ο μήνας που η Πούλια, αυτό το σμήνος των Πλειάδων δύει, προμηνύοντας πως ο χειμώνας είναι σχεδόν έξω από την πόρτα μας… Αν ξυπνήσει κάποιος πριν την ανατολή του ήλιου, εκεί γύρω στα μισά του μήνα θα δει το πιο φωτεινό της παιδί που εμείς αποκαλούμε αστέρι της αυγής, να λάμπει και να χάνεται λίγο πριν βγει ο ήλιος.
Είναι σημάδι για τους γεωργούς πως πρέπει γρήγορα να τελειώσουν με τα σπαρτά τους και για τους κτηνοτρόφους να σπεύσουν να κατεβούν στα χειμαδιά.
«Η Πούλια βασιλεύοντας και πίσω παραγγέλνει, μήτε τσομπάνος στα βουνά, μήτε γεωργός στους κάμπους». Έτσι γράφει ένα δημοτικό μας ποίημα…
Πόσα ονόματα ή προσωνύμια δεν πρόσθεσε ο λαός και σε τούτον δω τον μήνα. Εμείς οι Κρητικοί τον αποκαλούμε Μεθυστή και Αγιομηνά Ηρακλειώτη. Κι άλλοι τον είπαν Σποριάρη, Φιλιππιάτη, Ανακατεμένο επειδή δεν γνωρίζει τι καιρό θα κάνει.
Τον αποκαλούν σε άλλα μέρη της χώρας Σκιγιάτη ή Χαμένο επειδή οι μέρες του «χάνουν το φως τους», αλλά και Παχνιστή ή και Μεσοσποριά ή Ταξιάρχη και Βροχάρη. Αλλού πάλι τον λένε Νιαστή, γιατί λέει στα διάβα του γίνονται τα τελευταία οργώματα (νεάσματα) της γης. Τον λένε ακόμα Καφεδή, Άμυαλο, Μοναχησιάρη και Αντριά. Κρασομηνά, μιας και σιμώνει η ώρα να ανοίξουν τα καινούργια κρασιά. Κρυουλιάρη, Φτωχό και Ευλογημένο γιατί ο καρπός της ελιάς τούτο τον μήνα είναι έτοιμος και οι γεωργοί βιάζονται να τον μαζέψουν, να τον αλέσουν και να΄χουν όσο γίνεται πιο γρήγορα τούτο το πολύτιμο υγρό, το λάδι τους, πριν τα Χριστούγεννα!
Αλλά αυτά είναι ιστορίες για τις επόμενες μέρες που τις λέμε κι εμείς… βεγγερίζοντας!
Καλό μας μήνα!
*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός και συγγραφέας