Η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής που διανύουμε είναι, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία και την παράδοση του λαού μας, περίοδος άσκησης πνευματικής, που κύριο εξωτερικό της χαρακτηριστικό είναι η νηστεία, δηλαδή η αποχή από συγκεκριμένες τροφές, όπως το κρέας, το ψάρι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η νηστεία, δηλαδή, είναι μέρος της όλης πνευματικής προσπάθειας και του πνευματικού αγώνα που καταβάλλει ο πιστός στο «στάδιο των αρετών» και δεν αυτονομείται από την άσκηση, ως κάτι ξεχωριστό, αλλά εντάσσεται στο κατόρθωμα της εγκράτειας, που η υμνογραφία την αποκαλεί «βασιλίδα των αρετών».

Ωστόσο, σήμερα πολλοί διατροφολόγοι και γιατροί συστήνουν την ορθόδοξη νηστεία ως μια μορφή επιτυχούς δίαιτας για ανθρώπους που θέλουν να έχουν καλύτερη υγεία ή που θέλουν να χάσουν βάρος (στο διαδίκτυο υπάρχουν πολλές ανάλογες ιστοσελίδες). Αυτό,  από μόνο του, δείχνει σίγουρα  τη σοφία με την οποία η Εκκλησία και οι Πατέρες καθόρισαν τη νηστεία των χριστιανών.

Αν μάλιστα αναλογιστούμε τα είδη των τροφών που επιτρέπονται σε κάθε περίοδο νηστείας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι οι τροφές αυτές έχουν άμεση σχέση με τα παραγόμενα ανά εποχή προϊόντα, ότι, με άλλα λόγια, ο άνθρωπος συμπορεύεται με τη φύση και καταναλώνει τις τροφές που αυτή του δίδει με τρόπο φυσικό, χωρίς να εκβιάζεται, όπως συμβαίνει σήμερα με τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Καλή, λοιπόν, για την υγεία η νηστεία, ένας τρόπος αποτοξίνωσης, φτάνει οι ποσότητες νηστήσιμων τροφών που καταναλώνουμε να μην ξεπερνούν το μέτρο.

Ήδη, όμως, σημειώσαμε ότι η νηστεία ως μια εκκλησιαστική πρακτική δεν έχει θεσπιστεί για την υγεία, δεν είναι δηλαδή ένας θεσμός κι ένας κανόνας που επιβάλλει η Εκκλησία, για να κρατήσουμε τη χοληστερίνη ή τα τριγλυκερίδιά μας χαμηλά. Η νηστεία, όπως είπαμε, εντάσσεται στην όλη ασκητική της Εκκλησίας στην πορεία προς το Πάσχα. Αν η νηστεία ως δίαιτα σκοπό έχει την υγεία του σώματος, η νηστεία ως άσκηση έχει διαφορετικό, πολύ πιο υψηλό, σκοπό. Ο σκοπός της νηστείας είναι πνευματικός. Και τι σημαίνει αυτό;  Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να σκεφτούμε πώς βλέπει τον άνθρωπο η Εκκλησία και ποιον θεωρεί ως σκοπό της ζωής του.

Για την Εκκλησία, ο άνθρωπος είναι «θεός κεκελαυσμένος» (άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος), δηλαδή ένα ον που έχει την εντολή να γίνει θεός. Η πορεία προς τη θέωση είναι πορεία δύσκολη. Όπως λέγει η ασκητική πείρα του αγίου Ισαάκ του Σύρου, «ουδείς ανήλθεν εις τον ουρανόν μετ’  ανέσεως», δηλαδή κανείς δεν μπορεί να φτάσει στο Θεό με άνεση, με ευκολία. Και τούτο, επειδή ο άνθρωπος είναι ευεπίφορος προς το κακό:  όσο είναι φωτεινός, άλλο τόσο είναι και σκοτεινός.

Κρύβει μέσα του (όχι εκ φύσεως αλλά εκ προαιρέσεως) τη δυνατότητα επιλογής της ζωής και του φωτός αλλά και τη δυνατότητα επιλογής του θανάτου και του σκότους. Η Εκκλησία θέλει να τον προσανατολίσει προς το φως, προς τη ζωή, εφοδιάζοντάς τον με τα όπλα του φωτός, θωρακίζοντας την προαίρεσή του, ώστε οι επιλογές του να είναι επιλογές ζωής, επιλογές που θα τον προσανατολίζουν προς την αλήθεια, την ομορφιά και την αρετή. Η Εκκλησία στοχεύει να συνδέσει τον άνθρωπο με την πηγή της αδιάστατης ζωής, της ζωής που πήγασε από την Ανάσταση του Χριστού.

Πρόκειται για έναν αγώνα πνευματικό προς δυνάμεις εξωτερικές και εσωτερικές που αντιμάχονται την πορεία προς τη θέωση. Αυτές τις δυνάμεις πρέπει να υπερβεί ο άνθρωπος. Αυτό απαιτεί μια «θεραπεία» της ανθρώπινης φύσης, μια προετοιμασία κατάλληλη, ώστε ο άνθρωπος όχι μόνο να προσανατολιστεί προς το φως αλλά και  να γίνει δεκτικός στο φως. Ο άνθρωπος δεν αρνείται τον κόσμο και τη ζωή, αλλά αλλάζει τρόπο θέασης του κόσμου και της ζωής.

Έτσι, αν η φύση και το ένστικτο παρωθούν προς την κατοχή, την ευμάρεια και την πλεονεξία, αν το ανθρώπινο “εγώ” φυλακίζει τον άνθρωπο στον εαυτό του και στο ακόρεστο των επιθυμιών, έτσι ώστε από το οπτικό του πεδίο να βγάλει τον άλλο, τον συνάνθρωπο, ο νέος τρόπος ζωής τον οποίο ευαγγελίζεται η Εκκλησία θέλει τον άνθρωπο ελεύθερη ύπαρξη, ον που ελέγχει τον εαυτό του και δεν ελέγχεται από τα πάθη του, που έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τον άλλο, τον πλησίον και συνάνθρωπο. Η Εκκλησία επιδιώκει να ελευθερώσει τον άνθρωπο από το “εγώ” και να τον προσανατολίσει προς την αγάπη, εκεί όπου, στη συνάντηση με τον άλλο, ο άνθρωπος βρίσκει τον αληθινό εαυτό του.

Έτσι, η νηστεία συνιστά ένα όπλο, ώστε ο άνθρωπος να ασκηθεί στην εγκράτεια, να ελέγξει τη φιληδονία, τον εγωισμό και την πλεονεξία. Είναι ένας τρόπος αυτοελέγχου, αυτοταπείνωσης και αυτογνωσίας, ώστε να κατανοήσουμε ότι ως άνθρωποι έχουμε όρια, ότι δεν μπορούμε να δρούμε ανεξέλεγκτα, ότι πέραν του υλικού βίου, πέραν των απολαύσεων της σάρκας, υπάρχει ο κόσμος της ελευθερίας και του πνεύματος και, το σπουδαιότερο, ότι και το ίδιο το σώμα μας μπορεί να γίνει πνευματικό, να συμμετάσχει στην πνευματική ζωή.

Έτσι ολόκληρος ο άνθρωπος, ως σώμα και ψυχή, μπορεί να να συμμετάσχει στη ζωή του πνεύματος, εισερχόμενος με τον τρόπο αυτό στο χώρο του αιωνίου και προγευόμενος την αναστάσιμη χαρά. Η νηστεία, τελικά, είναι μέρος της προετοιμασίας, ώστε ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική ολότητα τα μετάσχει στο αναστάσιμο δείπνο, στο δείπνο της Βασιλείας του Θεού.

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι η νηστεία πρέπει πρωτίστως να ιδωθεί στην προοπτική της προσμονής της Ανάστασης του Χριστού. Τότε λαμβάνει το αληθινό της νόημα, τότε έχει σημασία υπαρξιακή και σωτηριολογική. Χωρίς αυτή την αναστάσιμη προοπτική και την ένταξή της στην ασκητική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η νηστεία μπορεί να είναι (και είναι) μια ευκαιρία αποτοξίνωσης, αλλά πέραν τούτου ουδέν:  ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι δέσμιος όλων εκείνων των παραγόντων που θανατώνουν την ύπαρξη, που κλείνουν το δρόμο προς τη χαρά του αναστάσιμου δείπνου.

Βέβαια, σε έναν κόσμο σαν τον σημερινό, όπου ο άνθρωπος έχει αποθεώσει το σώμα και όπου όλα υποτάσσονται στη μόδα και στην εξωτερική εμφάνιση, στο φαίνεσθαι, το νόημα της νηστείας εύκολα αλλοτριώνεται.

Όποιος θέλει, όμως, να πάει πιο βαθιά και να δει το πνευματικό βάθος της νηστείας και της όλης ασκητικής της Ορθοδοξίας, αυτός θα πρέπει να αντιληφθεί ότι  η νηστεία ως δίαιτα, όσο ωφέλιμη κι αν είναι, δεν ανοίγει καμιά πόρτα προς την πνευματικότητα, δηλαδή προς την υπέρβαση του εγωισμού, της πλεονεξίας και του ακόρεστου καταναλωτικού πνεύματος, ούτε και προσανατολίζει προς την αγάπη για άλλο άνθρωπο, αλλά, αντίθετα, ίσως και να τα εξάπτει περισσότερο.