1971
Σε κείνες τις γειτονιές που μεγάλωσα, η ελληνορωμαϊκή πάλη ήταν γράδο, ζυγαριά, ισορροπία. Ήταν ένας τρόπος για να γνωρίσεις αυτό που δεν γνώριζες, τα όριά σου. Δεν πάλευες γι’ αυτό, δεν το ήξερες καν, απλά πάλευες. Μέσα κι έξω σου το’ λεγες μαγκιά, δύναμη, αντριλίκι, αρχηγιλίκι. Όμως ήξερες καλά ότι στον κόσμο των μεγάλων, η πάλη αυτή, λίγη σημασία είχε.
Κι ετούτο, επειδή οι δικές τους μάχες ήταν άγριες, αλλόκοτες, αόριστες, σιωπηλές ή με λόγια φωναχτά. Ήταν δύσκολες, χωρίς ιδρώτα και σώματα κι ήξερες καλά ότι κάπου εκεί στο μέλλον, σε περιμένουν.
Οι παιδικές αυτές μάχες των ορίων μας και η φύση της πάλης δεν είχε αίμα και ακραία βία. Περιείχε μόνο άγαρμπη τεχνική, λαβές, κοκορίστικη παιδική αναμέτρηση, που πίσω της έκρυβε τις αγωνίες της γειτονιάς και τις ανασφάλειες της παιδικής ηλικίας που είχε πολλά ερωτηματικά. Η νίκη και η ήττα ξεχνιόταν στην πρώτη ντρίπλα της πλαστικής μπάλας στο χωμάτινο γηπεδάκι κάτω απ’ το Μαρτινέγκο ή στην πρώτη στριγκλιά του κυνηγητού μέσα στα στενά δρομάκια.
Όμως μεγαλώναμε, και μέσα σε όλους μας υπήρχε αυτή η αγωνία της απώλειας μιας προσωρινής και αφελούς κυριαρχίας.
Για μένα, παρ’ όλο που η νίκη και η ήττα στον μικρόκοσμο των αγοριών είχαν κάποια σημασία, μπορώ να πω ότι δεν με πολυένοιαζαν, απλά πάλευα γιατί δεν ανεχόμουν εύκολα την υποχώρηση και την ελάχιστη κοροϊδία υποτίμησης στα πρόσωπα των άλλων παιδιών, μα και του ίδιου του εαυτού μου.
1975
Οι γειτονιές εκείνες, για τα παιδιά είχαν σύνορα, διαχωριστικές γραμμές, όρια. Ένα πρωί, τα πέρασα. Μπήκα δειλά στην κάτω γειτονιά ξέροντας ότι μπορούσα να βρεθώ μπροστά σε αγόρια-αντίπαλους, όπως κι έγινε. Είχα περάσει τα όριά τους, και το ήξερα. Μα ο χρόνος, που κι αυτός περνούσε, είχε καβαλήσει τα όρια της εφηβείας μου και με ανάγκαζε, με προκαλούσε να κάνω πράξεις υπέρβασης.
Τα τρία αγόρια με κοίταξαν άγρια, το ίδιο κι εγώ. Μέσα σε ένα γκρίζο, συννεφιασμένο κυριακάτικο φόντο με ανάγλυφα γύρω-γύρω σπίτια, πασαλειμμένα με ασβέστη και βαμμένες αγριεμένες ματιές αγοριών, εξελισσόταν μια κατάσταση κι ένα μείγμα φόβου, θάρρους, λογικής, αναμέτρησης κι αδιέξοδου. Η δύναμη των σωμάτων μας και η ανασφάλεια των ψυχών μας, κυριαρχούσαν.
Δεν υπήρχαν περιθώρια. Με χτύπησαν με γροθιές. Τέτοιο είδος πάλης, πέραν της ελληνορωμαϊκής, εγώ δεν το ήξερα. Πάλεψα μ’ αυτά που είχα και γνώριζα. Μάτωσα. Με άφησαν κάτω κι έτρεξαν φοβισμένοι, απ’ τον φόβο του θάρρους τους και το ξαπλωμένο στη γη, αποτέλεσμά του. Γύρισα σπίτι μου. Θυμάμαι τη στιγμή που έσπρωξα την πόρτα για να μπω μέσα.
Στάθηκα κι ακούμπησα πάνω της. Στο νου μου είχε ήδη ζωγραφιστεί η εικόνα που θα κοιτούσα και θα μιλούσα στη μάνα μου. Είχα φροντίσει να σκουπίσω τα αίματα. Ήξερα όμως ότι θα το καταλάβαινε.
Το έδειξε με μια χαμηλόφωνη στριγκλιά, που είχε μέσα της αγωνία, απορία και φόβο. Με έβαλε να κάτσω σε μια καρέκλα και μ’ ένα βρεγμένο πανί με σκούπισε σιγά, για να μην πονέσω. Δεν μίλησα, κοίταξα κάτω.
-Έφταιγες ή έφταιγαν; με ρώτησε ήσυχα.
-Νικήθηκα μαμά, της είπα.
-Νικήθηκες ή νίκησες; Πάλεψες μαζί τους; Πόσοι ήταν;
-Τρεις, ήταν τρεις. Πάλεψα…
-Και εσύ ήσουν μόνος;
-Μόνος.
-Μάλλον τους νίκησες.
-Πώς τους νίκησα μάνα; Με χτύπησαν και μ’ έριξαν κάτω.
-Μετά;
-Τι μετά; Έτρεξαν κι έφυγαν.
-Πάλεψες μαζί τους;
-Όσο μπόρεσα, σου είπα.
-Η νίκη και η ήττα κάποιες φορές γέρνουν.
Ήταν τρεις και ήσουν ένας. Έχουν ήδη νικηθεί. Όταν πολλοί παλεύουν εναντίον ενός, φοβούνται αρκετά τον έναν.
-Τι θες να πεις μάνα, δεν βλέπεις τα σημάδια μου;
-Όπως σου είπα, η νίκη και η ήττα γέρνουν. Καμιά φορά, όσο και αν φαίνεται παράξενο, μοιάζουν. Το αποτέλεσμα τους πολλές φορές, είναι αμφιλεγόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις είναι μπερδεμένο, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο. Άσε που συνήθως, όταν είσαι ο πιο δυνατός, είναι δύσκολο να διδαχτείς.
-Δεν ήθελα να διδαχτώ, να νικήσω ήθελα μάνα, αυτοί μου επιτέθηκαν, της φώναξα ενοχλημένος.
-Σκέψου, απ’ τη νίκη μαθαίνεις ένα πράγμα, ότι είσαι απλά για μια φορά ο πιο δυνατός, μα όχι απαραίτητα και για τις επόμενες. Απ’ την ήττα μαθαίνεις δέκα πράγματα, κυρίως για τον εαυτό σου. Διδάσκεσαι, ξεκινάς την άμυνά σου βασισμένος στα λάθη σου, για να ορίσεις, αν υπάρξει, την επομένη μάχη.
Κι αυτό θα μείνει για πάντα μέσα σου, δικό σου. Η νίκη αρχικά, είναι πολύ ευχάριστη, είναι όμως καμιά φορά κι επικίνδυνη γιατί μπορεί να σε παρασύρει σε εγωισμούς και ψευδή συμπεράσματα, κι αυτό είναι αληθινή ήττα. Κάθισε και σκέψου, μέτρα την αληθινή νίκη, χωρίς φιοριτούρες και βουρκισμένα νερά. Ήταν τρεις κι ήσουν ένας. Εσύ θα το έκανες; Θα κτυπούσες μαζί με άλλους κάποιον μόνο του, κάποιον πιο αδύναμο;
-Όχι, πότε.
-Βγάλε τα συμπεράσματά σου. Στον κίνδυνο δεν έτρεξες να φύγεις, πάλεψες. Αυτοί νικήθηκαν. Μια νίκη μπορεί να κρύβει μέσα της ήττα, και μια ήττα μπορεί να κρύβει νίκη στη ζωή όλων μας. Το ένα σχεδόν πάντα κρύβει μέσα του το άλλο, κι αντίστροφα.
Την άκουγα προσεκτικά, εγώ όμως μέσα μου, ήθελα τη νίκη.
-Ποια νίκη είναι ξεκάθαρη; της φώναξα απηυδισμένος.
-Η δίκαιη, μου απάντησε ήρεμα και κατάλαβα ότι εκείνη η απάντηση δεν σήκωνε άλλη ερώτηση.
2020, Μάρτιος
Ήταν από εκείνες τις Άνοιξες της ζωής μας που ο Covid-19 έκλεινε στις ψυχές των ανθρώπων έναν άγνωστο φόβο για τον θάνατο κι έναν μεγάλο σεβασμό για τη ζωή.
Όσο μακριά μάς πήγαινε, άλλο τόσο πιο κοντά μάς έφερνε. Όσο απομάκρυνε τα σώματά μας, τόσο πιο κοντά έφερνε τις ψυχές μας.
Ένιωθα ότι είχε καταφέρει κάτι που εμείς ως λαός, μόνο στις δύσκολες στιγμές μπορέσαμε. Μας είχε απομακρύνει από το «Εγώ» και μας είχε φέρει πιο κοντά στο «Εμείς». Ήξερα ότι ο χρόνος του ήταν μετρημένος επειδή η ιατρική ερευνητική επιστήμη του πλανήτη είχε πέσει πάνω του.
Την ίδια εποχή, εγώ και η σκλήρυνση κατά πλάκας, ξέραμε μεταξύ μας πλέον ποιοι είμαστε, όπως ξέρουμε ακόμα και τώρα τα σημεία μας. Εγώ γνώριζα τη δύναμη και την ευαλωτότητά της και αυτή γνώριζε τις αντοχές και το ανθρώπινο πείσμα μου.
Τότε, τα πόδια μου ακολουθούσαν ακόμα τις εντολές μου. Καβάλησα την αναπηρική μηχανή μου, έβαλα στο κινητό μου το μήνυμα «2», όπως υπαγόρευαν οι ελληνικές Αρχές, τοποθέτησα την τσάντα μου στο καλαθάκι μπροστά στο τιμόνι και πέρασα από την Πύλη του Ιησού στην Καινούργια Πόρτα.
Μπήκα απέναντι στο στενό και κατέβηκα στην οδό Καλονάδων. Στο τέλος της οδού ένιωσα δίπλα μου δυνατό αέρα, κάτι σαν σίφουνα να με προσπερνά τρέχοντας, να αγγίζει τη μηχανή μου και το καλαθάκι της. Για μια στιγμή σοκαρίστηκα. Κάποιος που έτρεχε μπροστά μου, είχε αρπάξει την τσάντα από το καλάθι του τιμονιού και μπήκε στην οδό Αρχανών. Συντόνισα τον νου μου, ήξερα ότι δεν είχα σωματικές δυνάμεις.
Σαν φράση χωρίς λέξεις, πέρασε γρήγορα μια σκέψη μέσα μου, «Ποιος θα μπορούσε να κλέψει την τσάντα ενός ανθρώπου με κινητικά προβλήματα;».
Ξαφνικά αναδυθήκαν, ξύπνησαν σε δευτερόλεπτα εκείνη τη στιγμή μέσα μου, αρχέγονα συναισθήματα θυμού, οργής και μιας ανάλογης απάντησης. Πες ο εκνευρισμός από την αδυναμία της πάθησης, πες η ερημιά της κενής πόλης γύρω μου, πες το άδικο και η ένταση που μου προκάλεσε η θρασύτατη αρπαγή της τσάντας μου, ένιωσα ότι αυτό το άτομο που έτρεχε εκεί μπροστά μου, έπρεπε να σταματήσει πάση θυσία. Φώναξα κάτι εκνευρισμένος και πάτησα το γκάζι ακολουθώντας τη μορφή που έτρεχε μπροστά μου.
Μπήκε στην οδό Βιάννου, μόνο που δεν υπολόγισε ότι ήταν κατηφόρα κι η μηχανή μου μπορούσε να φτάσει σε ταχύτητα τα 10 χιλιόμετρα.
Πάτησα το γκάζι και άρχισα να τον πλησιάζω. Παρατήρησα ότι ήταν ένα αγόρι ίσαμε δεκαέξι ετών. Με άκουγε πίσω του και καταλάβαινε ότι τον πλησίαζα. Πάτησα ακόμα περισσότερο το γκάζι κι ακούμπησα σχεδόν τα πόδια του.
Σε μία τελευταία του προσπάθεια να ξεφύγει, έβαλε περισσότερη δύναμη για να τρέξει πιο πολύ. Το ίδιο κι εγώ με το γκάζι. Σχεδόν τον ακούμπησα. Άπλωσε το χέρι με την τσάντα και την άφησε να πέσει στο δρόμο. Μείωσα ταχύτητα, σταμάτησα και τη σήκωσα.
Ο νεαρός συνέχισε να τρέχει, απομακρύνθηκε και στο τέλος της οδού, σταμάτησε λίγο και με κοίταξε. Επιτάχυνε κι έφυγε.
Σε αυτόν τον αγώνα, εγώ ήμουν νικητής. Παρατηρώντας αυτό το νέο παιδί να περνά τρέχοντας μπροστά από το άγαλμα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, θυμήθηκα τα λόγια της μάνας μου, «μια νίκη μπορεί να κρύβει μέσα της ήττα και μια ήττα μπορεί να κρύβει νίκη στη ζωή όλων μας.
Το ένα σχεδόν πάντα κρύβει μέσα του το άλλο και αντίστροφα».
Αναρωτιέμαι, εγώ είμαι ο νικητής ή ο νικημένος; Για να έρθει αυτό το παιδί στη θέση να ξεπεράσει ηθικούς φραγμούς, φόβους, να πράξει κατακριτέα, να κλέψει και να πάρει τέτοια ρίσκα, για μένα σημαίνει πρωτίστως, ότι ίσως εγώ και η κοινωνία όπου ανήκω, στηρίζω και με περιτριγυρίζει, έχουμε κάνει κάτι λάθος. Είναι πολύ εύκολο και βολικό να βαφτίζεις κάποιον «κλέφτη» και να μην ψάχνεις το «γιατί» έγινε κλέφτης.
Μπορεί σε αυτόν τον αγώνα να νίκησα, όμως δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν είμαι νικητής, όταν κλέβει ένα παιδί. Νομίζω ότι είμαι εξαρχής ο νικημένος κι εγώ και όλοι μας.
Η μόνη νίκη που δέχομαι, είναι η σκέψη και η ξεκάθαρη παραδοχή των τελευταίων σειρών αυτού του κειμένου.