Κυριακή. Άνοιξη. Τρώγαμε μεσημεριανό σε εστιατόριο. Μέσα στον κήπο του. Διότι το εστιατόριο είναι μέσα σε κήπο. Το ένα τραπέζι αραιά από το άλλο. Σύμφωνα με τους περιορισμούς εξαιτίας της πανδημίας. Τέσσερα άτομα στο τραπέζι μας: εγώ, η γυναίκα μου και ο Νίκανδρος με την γυναίκα του. Κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, τζατζίκι, τηγανητές πατάτες για ορεκτικά. Αρνάκι αντικριστό, νόστιμη σαλατίτσα, κοκακολίτσες… Τώρα απολαμβάναμε το παγωτό μας (δώρο του εστιάτορα).

Ο Νίκανδρος ξέσφιξε την ζώνη του.

– Ουφ! Μετά από την απόλαυση του καταβροχθίσματος έρχεται το φούσκωμα. Και η δυσφορία της πέψεως. Η απόλαυση μικρής διάρκειας. Η δυσφορία μεγαλύτερης. Όλα τα καλά στην ζωή μας είναι έτσι δυσαναλόγως μικρά σε σύγκριση με τα κακά: λίγη χαρά- πολλή στενοχώρια, λίγη ξενοιασιά- συνεχής έγνοια, λίγη ξεκούραση- συνεχής ένταση και προσπάθεια…

– Νίκανδρε, μη γρουσουζεύεις την έξοδό μας… τον διέκοψε με αυστηρότητα η γυναίκα του. Και η δική μου συνηγόρησε.

–  Βρε Νίκανδρε, άνοιξη είναι. Ανάμεσα σε λουλούδια καθόμαστε και τρώμε το φαγάκι μας. Ωραία παρέα έχομε. Όλοι εδώ συζητούν χαμογελαστοί. Κοίταξε πόσο ωραίο, πόσο χαρούμενο είναι το περιβάλλον…

–  Σε λίγο θα φύγουμε. Στο σπίτι θα αρχίσει η άχαρη καθημερνή ρουτίνα. Και οι δυσκολίες της ηλικίας μας.

–  Τι δυσκολίες αντιμετωπίζεις, Νίκανδρε;  ρώτησα εγώ.

–  Τι δυσκολίες; Να αρχίσω από τα απλά: για να δω την ώρα ή να διαβάσω, πρέπει να φορέσω γυαλιά, δυσκολεύομαι να δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών μου και, προπαντός, να κόψω τα νύχια των ποδιών μου, δυσπεψίες, κεφαλόπονοι, αϋπνίες…

–  Ε, αυτά δεν είναι σπουδαία…

–  Δεν είναι σπουδαία; Να σε πάω σε σπουδαιότερα. Με κλάματα γεννιόμαστε, με κλάματα φεύγουμε από την ζωή. Περιμένουμε να κλάψει το παιδί, μόλις γεννηθεί, όχι να γελάσει. Πονάει; Οπωσδήποτε τα αισθήματα και τα συναισθήματα αυτή την στιγμή της ζωής μας είναι υποτυπώδη. Και δεν τα θυμόμαστε. Ζούμε μια ζωή μεγάλη, μεσαία ή μικρή σε διάρκεια (σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα), καθένας με την τύχη του. Αρρώστιες. Ατυχήματα. Μερικοί πεθαίνουν νέοι σκορπώντας δυστυχία στους δικούς τους. Πάντως όλοι θα πεθάνουμε. Προσωρινοί είμαστε σ’  αυτόν τον κόσμο. Δεν υπάρχει τίποτα βεβαιότερο από τον θάνατο. Ο άνθρωπος το ξέρει ότι είναι καταδικασμένος να πεθάνει. Και θλίβεται που το σκέφτεται. Τα ζώα δεν το ξέρουν, δεν το καταλαβαίνουν. Σ’ αυτό είναι πιο τυχερά από τον άνθρωπο.

–  Ε, μα εσύ δεν υποφέρεσαι! Άρχισες πάλι;  φώναξε αγανακτισμένη η γυναίκα του.

Χάλασε η καλή μας διάθεση. Την κατάστρεψε πραγματικά ο Νίκανδρος με την μαυρίλα που δημιούργησε στην ψυχή μας. Αισθανθήκαμε όλοι άβολα. Η γυναίκα του φαινόταν πολύ στενοχωρημένη με την συμπεριφορά του συζύγου της.

-Όλο έτσι χαλάει τις εξόδους μας, παραπονέθηκε.

Πληρώσαμε και σηκωθήκαμε να φύγομε. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητό μας, η γυναίκα μου γκρίνιασε.

–  Με την μουρμούρα του Νίκανδρου, το φαΐ δεν μου έκανε καλό. Άνω κάτω έγινα. Και από πάνω πληρώσαμε και το λογαριασμό τους…