4-6-2022, Βοστώνη
«Κύριε Στέλιο, σας ευχαριστώ που ρωτάτε για μένα. Να ξέρετε ότι πάντα έχω μαζί μου τις δυο γυναίκες που μου έχετε πει. Χάρηκα που έμαθα ότι είστε καλά. Θα σας δω τα Χριστούγεννα, Σίμος».
Προχθές στα μέιλ μου έλαβα το παραπάνω λιτό μήνυμα. Ο Σίμος ήταν συμμαθητής των παιδιών μου και πολλών άλλων παιδιών. Τον ήξερα, ήσυχο παιδί. Οι παρέες των συμμαθητών, πολλές φορές, συναντιόντουσαν στο σπίτι μου όπως και σε άλλα σπίτια.
Ηράκλειο, 2008
Ένα απόγευμα, η πόρτα του σπιτιού μου άνοιξε από τρανταγμένα κλειδιά. Μπήκε ο ένας μου γιος και πίσω του ακολουθούσε ο Σίμος, βουρκωμένος. Ο γιος μου του έδειξε την πόρτα του δωματίου του, όπου μπήκε εκείνος. Το παιδί μου σταμάτησε, με κοίταξε και μου είπε αγριεμένο: «Τι είσαστε εσείς, ρε; Τι είσαστε;». Γύρισε, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Και ξαφνιάστηκα και νεύριασα. Ξαφνιάστηκα με τον Σίμο που ήταν δακρυσμένος και νευρίασα με τον γιο μου γιατί δεν είχα συνηθίσει να μου μιλά έτσι. Έβγαλα σιγά τις παντόφλες μου και πλησίασα την πόρτα του δωματίου του, ακουμπώντας το αυτί μου πάνω της για να καταλάβω. Άκουσα τον γιο μου να λέει: «Κάτσε ρε Σίμο, μάνα σου είναι, εδώ εμείς που δεν το ξέραμε, ξαφνιαστήκαμε».
Πέρασε η ώρα κι ο Σίμος έφυγε. Όταν βγήκε από το δωμάτιο ο γιος μου, τον ρώτησα ελαφρώς αρπαγμένος: «Θα μου πεις τι είμαστε εμείς; Και ποιοι εμείς;». Εκείνος, με βλέμμα σχεδόν άγριο, σαν να μην ήθελε να δώσει αναφορά, μου απάντησε: «Οι γονείς, οι γονείς…».
«Έγινε κάτι με τον Σίμο;».
«Είπε στη μάνα του ότι είναι gay. Μετά από μεγάλη φασαρία, εκείνη του απάντησε: «Καλύτερα να σε δω νεκρό παρά gay, και μην πεις τίποτα γι’ αυτό που είσαι στον πατέρα σου, ακούς!».
Με μία κίνηση του κεφαλιού μου, που μαρτυρούσε το ξάφνιασμά μου σε ό,τι άκουγα, γύρισα προς την καρέκλα του σαλονιού.
Ήταν μέρες μετά που τα παιδιά είχαν ραντεβού στο σπίτι μου για να πάνε σινεμά. Θα ερχόταν πέντε-έξι άτομα. Εκείνο το απόγευμα πρώτος ήρθε ο Σίμος. Οι γιοι μου έλειπαν. Ένιωσα μια περίεργη αμηχανία, κοιτάζοντάς τον. Το ίδιο κι αυτός. Χωρίς να πω τίποτα περισσότερο και χωρίς να τον ρωτήσω, του είπα: «Σίμο, να θυμάσαι ένα πράγμα, να έχεις πάντα μαζί σου δυο γυναίκες, δυο φίλες, την Ελευθερία και τη Δημοκρατία και να μην τις αφήσεις ποτέ. Αυτές, είναι για όλους μας. Αυτό έχω να σου πω και τίποτ’ άλλο».
Εκείνη τη στιγμή άκουσα να χτυπά το κουδούνι απ’ τ’ άλλα παιδιά.
Ηράκλειο, 1975, Ιούνιος
Ήμουν δώδεκα χρονών. Είναι περίεργο πώς μερικοί άνθρωποι μένουν καρφωμένοι στη μνήμη και τη ζωή ενός παιδιού. Η Ρενάτα ήταν στην ίδια ηλικία με μένα και το πιο όμορφο πλάσμα που είχα δει. Είχε έρθει μαζί με τους γονείς και τ’ αδέλφια της στη γειτονιά, τον περασμένο Ιούλιο. Πήγαινε σε άλλο σχολείο. Η εφηβεία μου είχε αρχίσει να βράζει στο καζάνι. Αποφάσισα αυτά τα υπέροχα πράσινα μάτια να τα ερωτευτώ.
Ήταν μια λέξη που καλά-καλά δεν την ήξερα, μα την άκουγα στο σινεμά. Εγώ απλά ένιωθα ότι έπρεπε να ήμουν κοντά της και να σκοτώνω τους δράκους. Είχε δυο αδέλφια δεκαέξι και δεκαεπτά ετών. Ο έρωτάς μου, με τους μήνες είχε γίνει πολύ διακριτός στη γειτονιά κι οι εποχές είχαν φαντασία μόνο για μεγάλους. Τ’ αδέλφια της, μέσω άλλων, με είχαν ειδοποιήσει να μένω μακριά της.
Μια άλλη μορφή στη γειτονιά, ήταν ο Μιλτιάδης. Ήταν καμιά εικοσαριά χρονών αλλά είχε κάτι περίεργο, τόσο για μένα όσο και όλους τους γείτονες. Απ’ ότι είχαμε ακούσει, είχε φύγει απ’ το χωριό του γιατί ο πατέρας του τον κλείδωνε στο σπίτι για να μην τον εξευτελίζει και μετά τον είχε στείλει στην πόλη να νοικιάσει σπίτι. Είχε έρθει πριν μήνες στη γειτονιά. Η μάνα μου, μου είχε πει, αν με φωνάξει ποτέ στο σπίτι του, να μην πάω. Όλοι βλέπαμε ότι ο Μιλτιάδης φερόταν σαν γυναίκα, κι όλοι πίσω του λέγαν ότι είναι «τοιούτος», «αδελφή», «πού…ης», «κουνιστός».
Ένα βράδυ, αργά, που ο ήλιος είχε πέσει κι εγώ γυρνούσα σπίτι μου απ’ τη δίπλα γειτονιά, έπεσα πάνω στα δυο αδέλφια της Ρενάτας. Μυρίστηκα μια άγρια διάθεση κι έκανα πλάγια να φύγω και να συνεχίσω τον δρόμο μου. Όπως περνούσα, ο μικρός αδελφός της με έπιασε απ’ το μακό μπλουζάκι, μου κατάφερε ένα χτύπημα στο πρόσωπο και μ’ έριξε κάτω. Ο μεγάλος, όπως ήμουν πεσμένος, με πάτησε δυνατά με το πόδι του στον ώμο μου.
Μετά το έσυρε στα όρια του λαιμού. Ακινητοποιήθηκα. Ένιωσα αίμα να τρέχει απ’ τη μύτη μου. Όπως ήμουν σε απελπιστική κατάσταση, άκουσα μια λεπτή φωνή: «Τι κάνετε ρε στο παιδί; Τι κάνετε;», κι αμέσως μετά άκουσα να πέφτουν χαστούκια. Ο λαιμός ελευθερώθηκε και όπως γύρισα το κεφάλι μου είδα μάχη από πάνω μου.
Ήταν ο Μιλτιάδης, που με είχε σώσει δίνοντας δυνατά χαστούκια στα δυο αδέλφια της Ρενάτας. Σηκώθηκα στο χέρι μου. Για μια στιγμή δευτερολέπτων, εκείνη που καταλαβαίνεις πολλά, είδα τα δυο αδέλφια να ζυγιάζουν τις δυνάμεις τους απέναντι στον εικοσάχρονο Μιλτιάδη και να μετρούν αν φύγουν ή μείνουν για να παλέψουν. Ο Μιλτιάδης στάθηκε ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς, άφοβος, περιμένοντας την επόμενη κίνησή τους. Δείλιασαν, έφυγαν.
Ο άνθρωπος αυτός έσκυψε, κι όπως έκλαιγα και τα αίματα έτρεχαν απ’ τη μύτη μου, με πήρε αγκαλιά για να με συνεφέρει. Μου είπε έπειτα να περιμένω. Έφερε δίπλα απ’ το σπίτι του δυο πανιά βρεγμένα και δυο στεγνά. Μου σκούπισε τα αίματα και τα δάκρια και μου είπε: «Τώρα που θα πας στο σπίτι πες στη μάνα σου ότι έπεσες ενώ έπαιζες μπάλα.
Μην την στενοχωρήσεις. Θέλω να σου πω κάτι ακόμα πριν φύγεις. Να έχεις πάντα μαζί σου και να τις κάνεις παρέα δυο γυναίκες, δυο φίλες, την Ελευθερία και τη Δημοκρατία. Αυτές, είναι για όλους μας. Τώρα δεν καταλαβαίνεις, κάποτε όμως θα καταλάβεις».
Ηράκλειο, 2022
Το λιτό μέιλ του Σίμου, έφερε μνήμες στον νου μου και ίσως στάσεις ζωής. Με τον Μιλτιάδη δεν είχαμε μιλήσει από εκείνο το βράδυ, μόνο κάποιες καλημέρες και γρήγορα «τι κάνεις;» από εκείνον, τα πρωινά του 1976 που πήγαινα στο γυμνάσιο κι εκείνος στη δουλειά του. Μετά το γυμνάσιο, ήρθε το λύκειο κι έμενα πολύ στο σπίτι.
Ο Μιλτιάδης μετακόμισε και τα ίχνη του χάθηκαν. Ο Σίμος, στη Βοστώνη τη δεκαετία του 2010 έγινε διακεκριμένος γιατρός, κι η μάνα του τώρα είναι ευτυχισμένη με τον γιο της. Όσο για μένα, τ’ αδέλφια της Ρενάτας, δεν με ξαναενόχλησαν. Ο έρωτάς μου για τα μάτια της, μετά το βίαιο επεισόδιο, ξαφνικά είχε σπάσει.
Μόνο μια φορά, καλοκαίρι στη γειτονιά, που χόρευε με άλλα παιδιά έναν κυκλικό χορό, ένιωσα την επιθυμία να της κρατήσω το χέρι και να χορέψω μαζί της. Μετά, ήρθε ο χρόνος και δεν την ξανάδα. Δεν είχα το θάρρος, ούτε του Σίμου για να πω, ούτε του Μιλτιάδη για να αντιμετωπίσω ευθέως μια κατάσταση, ώστε να γίνει ακόμα πιο γνωστός ο έρωτάς μου γι’ αυτήν σε όλους και να σκοτώσω αληθινά τους δράκους. Σίγουρα όμως από τότε, είναι πάντα μαζί μου δυο γυναίκες, δυο φίλες, η Ελευθερία και η Δημοκρατία. Και γνωρίζω καλά ότι ετούτες είναι για μένα, για σένα και για ολόκληρο τον κόσμο.