Με τη σύγκρουση της Ρωσίας με την Ουκρανία, στο ορίζοντα άρχισαν να κυοφορούνται νέες προκλήσεις. Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έχει διατελέσει πρόεδρος ή πρωθυπουργός από το 1999, έχει συγκεντρώσει στα χέρια του την εκτελεστική εξουσία, υπονόμευσε τον ελεύθερο Τύπο και ανέτρεψε πολλές από τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990. Έχει επίσης θέσει τη Ρωσία σε μια πορεία σύγκρουσης με τις δυτικές χώρες, επιδιώκοντας να αναβιώσει τη σφαίρα επιρροής της Μόσχας στην Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή.

Οι Ρώσοι πολιτικοί, γενικώς, έχουν εκφράσει ανησυχία για τις προσπάθειες διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και ο Πούτιν ανέφερε αυτά τα παράπονα δημόσια για να δικαιολογήσει τις όποιες παρεμβάσεις του στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης της εισβολής του 2008 στη γειτονική Γεωργία, η οποία επιδίωκε την ένταξή της  στους κόλπους του  ΝΑΤΟ. Το 2014, η Ρωσία παρενέβη στην Ουκρανία ως απάντηση σε μια νέα φιλοδυτική κυβέρνηση, προσαρτώντας την Κριμαία και υποστηρίζοντας αυτονομιστικές πολιτοφυλακές στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς.

Έκτοτε, ο Πούτιν έχει εντείνει τις προσπάθειες να επεκτείνει περαιτέρω τη ρωσική επιρροή στο εξωτερικό, αποστέλλοντας στρατεύματα για να στηρίξουν την  κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, αναζητώντας νέες ενεργειακές σχέσεις στην Ευρώπη και πιθανότατα παρεμβαίνοντας στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2016, όπως  και στο δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την συμμετοχή ή την αποχώρησή του από την Ε.Ε. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν με κυρώσεις και άλλες στρατηγικές κινήσεις για να απομονώσουν τη Ρωσία και να ενισχύσουν την άμυνα της Ουκρανίας, αλλά το πόσο θα πιέσουν τη Ρωσία παραμένει ένα διχαστικό ζήτημα.

Ο Μπάιντεν, για παράδειγμα, έχει ασκήσει πίεση στη Γερμανία για τον σχεδόν ολοκληρωμένο αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 με τη Ρωσία, ενώ άλλες χώρες της Ε.Ε. διχάζονται για το αν θα επιδιώξουν στενότερους διπλωματικούς δεσμούς με τη Ρωσία.

Οι ιδρυτές της Ε.Ε. προσπάθησαν να προωθήσουν την ειρήνη και την ευημερία μέσω μιας ολοένα και στενότερης ένωσης.  Το αποκορύφωμα αυτού του μεγαλεπήβολου οράματος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ήταν το ευρώ, ένα κοινό νόμισμα στην καρδιά μιας νομισματικής ένωσης που θα συνέδεε τα κράτη-μέλη μέσω της κοινής οικονομικής πολιτικής. Το ευρώ, που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τέθηκε σε πλήρη κυκλοφορία το 2002.

Είκοσι από τα είκοσι επτά κράτη μέλη της ΕΕ το χρησιμοποιούν, ενώ και τα υπόλοιπα υποχρεούνται νομικά να το υιοθετήσουν κάποια στιγμή, με εξαίρεση τη Δανία, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο πριν αποχωρήσει από την Ε.Ε. Την νομισματική πολιτική της ευρωζώνης διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με έδρα τη Φρανκφούρτη, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις παραμένουν υπεύθυνες για τις δικές τους δημοσιονομικές πολιτικές, εντός των συμφωνημένων δημοσιονομικών ορίων της Ε.Ε.

Οι αδυναμίες αυτής της συμφωνίας έγιναν σαφείς στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Πολλές περιφερειακές χώρες της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, είχαν μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και σύντομα βρέθηκαν ανίκανες να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα να στραφούν στην ΕΚΤ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για έκτακτη υποστήριξη.

Παρά τα προγράμματα διάσωσης και τις επώδυνες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, πολλές χώρες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν χαμηλή ανάπτυξη, υψηλή ανεργία και πανύψηλο χρέος, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε από την κρίση του COVID-19.

Οι μεταναστευτικές πιέσεις, όμως, συνεχίζουν να ταλανίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Ευρώπη αγωνίζεται εδώ και καιρό με τον πιο κατάλληλο και εφικτό τρόπο που θα  ενσωματώσει τους μουσουλμάνους κατοίκους της, πολλοί από τους οποίους έφτασαν από πρώην αποικίες, στην περίπτωση των Βορειοαφρικανών, ή ως φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των Τούρκων μεταναστών στη Γερμανία.

Ορισμένοι ειδικοί, πολιτικοί αναλυτές και κοινωνιολόγοι,  έχουν προειδοποιήσει για την εμφάνιση ‘παράλληλων κοινωνιών’, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι χρειάζονται περισσότεροι μετανάστες για να υποστηριχθεί ο ταχέως γηράσκων πληθυσμός της Ευρώπης. Από το 2015, το συγκεκριμένο ζήτημα γίνεται όλο και πιο επείγον καθώς η Ευρώπη έχει δει  έκρηξη μετανάστευσης από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, με εκατομμύρια παράνομους μετανάστες να διακινδυνεύουν επικίνδυνα ταξίδια στην ξηρά ή στη Μεσόγειο Θάλασσα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο και τη φτώχεια.

Η έλλειψη ενιαίας απάντησης στην κρίση έχει επιδεινώσει τις εντάσεις στην Ευρώπη, μεταξύ χωρών όπως η Ελλάδα και η Ιταλία οι οποίες λόγω γεωγραφικών συνθηκών  δέχονται το μεγαλύτερο ποσοστό των αφίξεων, και εκείνων, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που αρνούνται να δεχτούν περισσότερους μετανάστες στα εδάφη τους.

Νικ. Σχορετσανίτη*
Οι χώρες της Ε.Ε. έχουν ακολουθήσει αμφιλεγόμενα μέτρα για τον περιορισμό των εισροών, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας του 2017 για την επιστροφή μεταναστών στη Λιβύη και της συμφωνίας του 2016 με την Τουρκία για τη διατήρηση των Σύρων προσφύγων εκεί, αλλά και με  πολλές συμφωνίες και διαπραγματεύσεις, έκτοτε.

Το ιδρυτικό όραμα της Ε.Ε. για ενότητα, περιφερειακή ολοκλήρωση και διασυνοριακή συνεργασία, υφίσταται ακόμα και σήμερα αυξανόμενη πίεση από ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές δυνάμεις. Μια δεκαετία χαμηλής ανάπτυξης, που πολλοί υποστηρίζουν ότι είχε τις ρίζες της στη λιτότητα που επιβλήθηκε από την Ε.Ε., οδήγησε σε απογοήτευση, όπως και η έλλειψη συντονισμένης απάντησης στη μεταναστευτική κρίση της γηραιάς ηπείρου.

Τα λαϊκιστικά κόμματα έχουν ενισχυθεί σημαντικά σε πολλά κράτη μέλη της Ε.Ε., ιδιαίτερα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Εθνικιστές και συντηρητικοί πολιτικοί, όπως ο Όρμπαν της Ουγγαρίας, βρίσκονται στις επάλξεις του αγώνα για  εθνική κυριαρχία και ταυτότητα. Στη Γερμανία, το αντιμεταναστευτικό πολιτικό κόμμα ‘Εναλλακτική για τη Γερμανία’ (AfD) έγινε το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που κέρδισε έδρες στο κοινοβούλιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως λόγω της υποστήριξής του στην πρώην Ανατολική Γερμανία.

Αυτές οι τάσεις έχουν πάρει, ίσως, την πιο δραματική μορφή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μια μακροχρόνια αμφιθυμία απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανησυχία για τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, οδήγησαν στην ψηφοφορία της χώρας το 2016 να εγκαταλείψει την Ε.Ε. Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το 2020, απέφυγε τις χειρότερες από τις διαταραχές που φοβόντουσαν πολλοί ειδικοί.

Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές επιπλοκές, κυρίως στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου μια συμφωνία για νέους συνοριακούς ελέγχους πυροδότησε βία στους δρόμους και φόβους για νέες θρησκευτικές συγκρούσεις, υπενθυμίζοντας σε όλους κάποιες παλιότερες καταστάσεις και βίαια γεγονότα.  Σε λίγο, δύο καινούργια μέλη θα υποδεχτεί στους κόλπους του το ΝΑΤΟ. Μετά την Φινλανδία, και την Σουηδία, η οποία θα εισέλθει σε αυτόν τον οργανισμό, αφού προηγήθηκαν πολλαπλές συναντήσεις, ατέρμονες συζητήσεις, εξαντλητικές διαβουλεύσεις και πολύμηνα ανατολίτικα παζάρια  μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας.