Χειμώνιαζε. Απογευματάκι. Κρύο τσουχτερό στην Θεσσαλονίκη. Ο ασθενικός ήλιος έπαιρνε κλίση προς την δύση κοκκινίζοντας τα νερά του Θερμαϊκού. Κάποια παιδιά έπαιζαν ακόμη έξω στην πλατεία της γειτονιάς. Ακούγονταν οι μακρινές φωνές τους. Ο Μενέλαος, δεκαέξι χρονών,  μόνος στο δωμάτιο, πλαγιασμένος στον καναπέ δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, άρρωστος με πυρετό, άκουγε τις φωνές και ζήλευε. Η ξυλόσομπα σιγόκαιγε στο δωμάτιο . Απαγορευόταν να βγει έξω.

Κάποια στιγμή πέντε φίλοι του  βρέθηκαν τυχαία κάτω από το παράθυρό του. Και άρχισαν να παίζουν πετώντας μια μπάλα ο ένας στα χέρια του άλλου. Η κίνηση τούς βοηθούσε να ζεσταθούνε.  Ανασηκώθηκε από τον καναπέ ο Μενέλαος, για να τους βλέπει από το παράθυρο καλύτερα. Ξαφνικά ήρθε και η Λιλίκα, δεκαπέντε χρονών, στην παρέα των αγοριών. Και άρχισε να παίζει μαζί τους και εκείνη. Φορούσε άσπρη μάλλινη ζακέτα και το κόκκινο φόρεμά της  από κάτω σχημάτιζε μάλλον βαθύ ντεκολτέ.

Ο Μενέλαος  ήταν ερωτευμένος με την Λιλίκα. Σφοδρός  νεανικός έρωτας. Πλησίασε το κεφάλι του περισσότερο προς το παράθυρο, για να βλέπει ακόμη πιο καλά. Τώρα ο Μενέλαος ζήλευε περισσότερο. Κάποια στιγμή έπεσε η μπάλα κάτω. Έσκυψε η Λιλίκα να την πάρει. Και από το βαθύ ντεκολτέ της φάνηκαν τα στητά νεανικά της στήθη. Το πρόσεξε ακόμη και ο Μενέλαος από το παράθυρό του. Γούρλωσαν τα μάτια τους τα αγόρια. Οι δύο ξερόβηξαν. Οι  άλλοι ξεροκατάπιανε. Και όλοι τους βουβάθηκαν. Αμήχανοι, δεν ήξεραν τι να κάνουν, τι να πούνε. Για μια στιγμή σταμάτησε το παιχνίδι. Και η ζήλια του Μενέλαου που έβλεπε πίσω από το παράθυρο φούντωσε. Μαζί και ο πυρετός του.

Η πονηρή Λιλίκα, που καταλάβαινε την δύναμη και την επίδραση της ομορφιάς της στα αρσενικά, πέταξε την μπάλα επίτηδες στον Αχιλλέα, που ήταν αγόρι όμορφο και γεροδεμένο. Και εκείνη το ορεγότανε. Και το παιχνίδι ξανάρχισε. Και ο ερωτευμένος  Μενέλαος, πίσω από το παράθυρο, μέσα στο ζεστό δωμάτιο του σπιτιού του, έβλεπε από επάνω και ζήλευε.

Και οι φίλοι του από κάτω συνέχιζαν να παίζουνε και να γελούνε. Το κρύο δεν το λογάριαζαν. Είχαν ζεσταθεί με την παρέα και με το παιχνίδι. Και ο Μενέλαος έβλεπε την προτίμηση που η Λιλίκα έδειχνε προς τον Αχιλλέα και κόντευε να σκάσει από την ζήλια του. Εκείνη ήξερε τον  έρωτα του Μενέλαου. Εξάλλου και ο ίδιος της τον έδειχνε. Δειλά και αδέξια. Τόσο αδέξια, που της φαινότανε αστείος. Και αυτή τότε γελούσε. Και μάλιστα ήξερε  και ότι από επάνω την στιγμή εκείνη ο Μενέλαος τους παρακολουθούσε. Και όλο πετούσε την μπάλα προς τον Αχιλλέα και όλο έκανε σκέρτσα και τσαλίμια και όλο γελούσε επίτηδες. Και όλο φούντωνε η ζήλια του Μενέλαου, που από επάνω τους παρακολουθούσε. Μαζί και ο πυρετός του.

Ξαφνικά από απέναντι η μάνα της Λιλίκας άνοιξε τα παντζούρια και αυστηρά φώναξε.

– Λιλή, έλα μέσα!

Τα αγόρια έχασαν την ωραία παρέα. Ξεθύμανε και το παιχνίδι. Εξάλλου είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Είχαν ανάψει και τα φώτα του Δήμου.   Και διαλύθηκαν.    Ανακουφίστηκε ο Μενέλαος. Ξαναπλάγιασε στον καναπέ και σκεπάστηκε. Τότε ένιωσε τον πυρετό του. Έκαιγε. Και όλο σκεφτότανε την Λιλίκα.