Κλίμα έντασης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας από τη θεαματική κλιμάκωση επιθετικότητας που στήνει το καθεστώς Ερντογάν, με κορύφωση των προκλήσεων του εμβολισμού του σκάφους του Λιμενικού Σώματος από τουρκική ακταιωρό στην περιοχή των βραχονησίδων Ίμια.
Με μικρή καθυστέρηση έγινε η αποστολή διαβήματος διαμαρτυρίας του Υπουργείου Εξωτερικών προς την Τουρκία, ενώ κλήθηκε στο ΥΠΕΞ ο Τούρκος πρέσβης, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις για το περιστατικό.
Οι προκλήσεις της Άγκυρας το τελευταίο διάστημα έχουν ξεπεράσει κάθε όριο, αφού λίγες ώρες μετά το αδικαιολόγητο επεισόδιο μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι τα Ίμια είναι τουρκικά. Ενώ μέχρι σήμερα οι τουρκικοί ισχυρισμοί μιλούσαν για γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, τώρα ευθέως δια στόματος Ερντογάν η Ελλάδα ταυτίζεται με το κουρδικό στοιχείο, όπως αναφέρει στη νέα δήλωσή του ο Τούρκος πρόεδρος, που προειδοποιεί όσους προβλέπουν εξελίξεις στα νότια σύνορα της Τουρκίας να μην κάνουν λανθασμένους υπολογισμούς, ενώ προσπάθησε να υποβαθμίσει το περιστατικό, χαρακτηρίζοντας τη σύγκρουση κάποιου είδους προσέγγιση των σκαφών.
Η ελληνική κοινή γνώμη παρακολουθεί τις αναφερόμενες εξελίξεις με ανησυχία, ενώ οι απλοί πολίτες που δεν είναι ειδικοί στις εθνικές γαιοπολιτικές εκτιμήσεις αναζητούν απαντήσεις για τα παρακάτω:
-Υπάρχουν θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
-Υπάρχουν διεθνείς συμβάσεις και διεθνείς κανόνες που τα καθορίζουν και ποιες είναι οι προβλέψεις για τις επιπτώσεις, σε περίπτωση που ένα από τα δυο κράτη – μέλη τις παραβιάζει;
-Ποια είναι η διαφαινόμενη θέση των συμμάχων της Ελλάδας ενάντια στην εκδηλούμενη τουρκική επιθετική πολιτική;
-Ποια πρέπει να είναι η στάση της Ελλάδας στην κρίσιμη για τα εθνικά θέματα περίοδο;
Οι απαντήσεις είναι απλές και ξεκάθαρες, γνωστές, επαναλαμβανόμενες στη συνείδηση όλων που ζουν, σκέπτονται και λειτουργούν δημοκρατικά, σεβόμενοι την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους.
Τα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας, χερσαία και θαλάσσια, είναι καθορισμένα από την περίφημη συνθήκη της Λωζάνης. Η τήρηση των κανόνων διεθνούς δικαίου είναι υποχρέωση όλων των κρατών της Γης για τη διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των χωρών. Η παραβίασή τους εγείρει επιπτώσεις – κυρώσεις που καθορίζονται με αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Ίσες αποστάσεις κράτησαν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ λέγοντας «βρείτε τα μεταξύ σας» υποσχόμενοι ότι θα βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση της έντασης, ακολουθώντας την πάγια τακτική τους σε ζητήματα τριβής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Εντυπωσιακή θεωρείται η ξεκάθαρη θέση που πήρε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν έκρυψε τη δυσφορία της για τις προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας εναντίον της Ελλάδας.
Βαρύ το κλίμα και στο Βερολίνο στην υποδοχή του τούρκου υπουργού εξωτερικών, τόσο για τις τελευταίες προκλήσεις έναντι της Ελλάδας, αλλά και στο θέμα της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία.
Με αφορμή την αποφασιστική θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις καθαρές προειδοποιήσεις προς την Τουρκία, σε σύγκριση με τη στάση του «Πόντιου Πιλάτου» που τήρησαν οι Η.Π.Α. και την «ηχηρή σιωπή» της Ρωσίας, δικαιώνεται για μια ακόμη φορά η σταθερή, ορθή, εθνική επιλογή για την ένταξη και την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ποτέ δεν υπήρξαν εύκολες, σπάνια ήταν ομαλές και πολλές φορές έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου τα τελευταία χρόνια, όπως με την κρίση με το Χόρα το 1976, το Σισμίκ το 1987, την κρίση των Ιμίων το 1996 και το πρόσφατο περιστατικό εμβολισμού του ταχύπλοου σκάφους του Λιμενικού.
Σε όλες τις περιπτώσεις η ομοψυχία και η εθνική συναίνεση προβαλλόταν ως αναγκαία. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες και οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου το έπρατταν την ύστατη ώρα. Παραμέριζαν τις διαφορές τους, τις αντιπαλότητές τους και απευθύνονταν στον ελληνικό λαό με κοινή γραμμή.
Ιστορική θα παραμείνει η δήλωση του Κων/νου Μητσοτάκη στον τελευταίο προσωπικό πολιτικό απολογισμό του, με όλη τη γνωστή ξεχωριστή του ειλικρίνεια: «Εγώ με τον Ανδρέα δεν είχα πολλές επαφές, αλλά σε κρίσιμες στιγμές του πολιτικού μας βίου δεν δίστασα να έρθω σε επαφή μαζί του».
Σήμερα πολλοί Έλληνες περιμένουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας να κάνουν το ίδιο, ενώ διερωτώνται γιατί πρέπει πρώτα να νιώσουμε την εθνική απειλή και μετά να πάρουμε την απόφαση της συμπαράταξης και της εθνικής συνεννόησης.