Παρατηρώντας τον τελευταίο καιρό την γνωστή υπόθεση με τον άνθρωπο που αφαίρεσε τη ζωή ένδεκα συνανθρώπων του και το χειρότερο όλων χωρίς να μετανοήσει για τις απεχθείς πράξεις του, βρισκόμαστε μπροστά σε μια καθόλου αισιόδοξη νότα για τη συνέχιση της απρόσκοπτης  ζωή ετούτου του τόπου. Εκείνος ήθελε να επιλέγει κάθε φορά την φυλακή κράτησής του, σε αντίθεση με τους άλλους κρατούμενους.

Κινητοποίησε ακραίες πολιτικές δυνάμεις τις οποίες έφερε με τον δικό του τρόπο στο πεζοδρόμιο και στην αιχμή των εξελίξεων, με αφορμή την απεργία πείνας που χρησιμοποίησε ως μοχλό για δρομολόγηση περαιτέρω γεγονότων στα όσα τον αφορούσαν προσωπικά και όχι μόνο,  και έδωσε αφορμή για τόσα άλλα  με τα οποία ασχολήθηκε σε συνεχή βάση μια ολόκληρη κοινωνία, ενώ το όλο θέμα θα όφειλε να είναι αποκλειστικά έργο της δικαιοσύνης και μόνον και ουχί λαϊκών δικαστηρίων, κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων. Ζήτησε επιείκεια από τους άλλους για τον εαυτό του, ενώ εκείνος ούτε καν απλή, έστω προσχηματική, συγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων του, χρόνια τώρα.

Δυστυχώς η χώρα μας έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι η τελευταία γωνιά της ευρωπαϊκής ηπείρου με την πολυποίκιλη τρομοκρατία να μολύνει πολλές εκφάνσεις της καθημερινότητάς της. Το χειρότερο ακόμα είναι με την ευκαιρία της εν λόγω δραματικής εξέλιξης της εκφυλιστικής, από κάθε πλευρά,  υπόθεσης, ακούστηκαν φωνές και συνθήματα για την μετονομασία μιας πλατείας όταν θα μπει σε αυτή ένα λεφούσι ατάκτων ατόμων, από νεαρούς αντιεξουσιαστές που ευελπιστούσαν στην αρρωστημένη  φαντασία τους ότι θα λέγονταν κάποια στιγμή αντάρτες, γράφοντας ειδεχθή συνθήματα σε τοίχους της πρωτεύουσας και δημιουργώντας προβλήματα και εντυπώσεις κατά τη γνώμη τους επαναστατικές!

Κι’ ακόμα χειρότερα πολλοί απ’ αυτούς ανήκαν σε γνωστούς πολιτικούς σχηματισμούς του κοινοβουλίου μας χωρίς εκείνοι να τους αποτρέψουν ή καταδικάσουν εμφανώς.   Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, μια περίεργη δήλωση από σημαίνον στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης τάραξε πολύ περισσότερο τα ήδη ταραγμένα και θολωμένα νερά της πολιτικής ζωής του τόπου.  Ούτε λίγο ούτε πολύ δήλωσε πως η επαναστατική οργάνωση της οποίας περίοπτο στέλεχος υπήρξε  ο προαναφερθείς φυλακισμένος απεργός πείνας, ουδόλως ενόχλησε ούτε τρομοκράτησε κανέναν! Και το ακόμα χειρότερο όλων είναι ότι δεν υπήρξε καμία δήλωση εναντίον αυτής της απίθανης εκστόμισης απερίσκεπτης και επιπόλαιας τοποθέτησης,  γιατί άραγε, πέραν κάποιων πολιτικών στελεχών.

Πουθενά μαζικές συλλογικές αντιδράσεις, ωσάν να μην ενδιέφεραν το γενικότερο σύνολο, πουθενά αντίδραση και αγανάκτηση  από ‘επίλεκτα’ μέλη της κοινωνίας μας, όλα στη γραμμή που χάραξαν νωρίτερα άλλοι νεαροί φερέλπιδες επαναστάτες που χαρακώνουν και καταστρέφουν αγάλματα ηρώων σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας, κατά το δοκούν,  και μάλιστα αναγράφοντας πάνω τους  ανθελληνικά συνθήματα.

Είναι προφανές ότι η πολιτική κουλτούρα της χώρας νοσεί και μάλιστα βαρύτατα. Βρισκόμαστε δυστυχώς πίσω σε άλλες εποχές, σαν να έχουμε παλινδρομήσει σε εποχές δύσκολες για την κοινωνία μας, πολλές δεκαετίες πριν, για την ουσία στα μέσα του  προηγούμενου αιώνα, τότε που συνέβαιναν πράγματα με τα οποία η μεγαλύτερη πλειονότητα των πολιτών αυτού του τόπου έχει πλήρη άγνοια, ούτε γνωρίζει έστω ακροθιγώς τι ακριβώς διαμείφθηκε ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις που βρέθηκαν στη μέση του κυκλώνα, εκείνου του δύσκολου καιρού με άγνωστη τότε εξέλιξη.

Σήμερα, δυστυχώς για ακόμα μια φορά, η κοινωνία δείχνει αδύνατη να αντιδράσει με υγιή αποκλειστικά τρόπο σε δυνάμεις που δυναμιτίζουν τα θεμέλιά της. Επικρατεί παντού η υποκρισία, ο ωχαδερφισμός και η υποκουλτούρα της δήθεν αριστεράς. Ο δολοφόνος της γνωστής οργάνωσης έπαιξε καλά το παιχνίδι του, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός, και μάλιστα  εν μέσω της φονικής πανδημίας του κορονοϊού, με σκοπό να αναγορευτεί στη συλλογική μνήμη ως ‘αγωνιστής’. Όλες αυτές τις μέρες γράφτηκαν πολλά και ειπώθηκαν περισσότερα, όμως τα όσα συνέβησαν μας υπενθύμισαν για ακόμα μια φορά ένα βαθύ τραύμα της συλλογικής μνήμης των πολιτών αυτής της χώρας.

Και δυστυχώς όχι μόνο των ηλικιωμένων που βρέθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρονικά κοντά στα γεγονότα,  αλλά και των νεότερων ηλικιών. «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα/Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω/Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες…», έγραφε κάποτε ο, πραγματικά αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης κάποιους σπουδαίους στίχους που αργότερα μελοποιήθηκαν και έγιναν γνωστότεροι. Βλέποντας τις συμπεριφορές πολλών τώρα, πολιτών και πολιτικών, ένα χρόνο μετά τον  ερχομό και καλπασμό της πανδημίας, δεν πρέπει και να απομένουν πολλές ελπίδες για την  ευοίωνη πορεία αυτού του τόπου!