Ναι,   Θα τον καλέσω για καφέ.

Ήταν Οκτώβρης του 2019 όταν αργά το βράδυ, μετά από μια ηλιόλουστη μέρα από το « μικρό καλοκαιράκι του Άη Δημήτρη »  ή « Indian summer », κάθισα και έγραψα τις αράδες που ακολουθούν με προφανή μελαγχολική διάθεση και φανερά αναπολώντας περασμένες μέρες των νεανικών χρόνων.

Ποιος θα μου έλεγε, το βράδυ εκείνο, να πάψω να κλαψουρίζω, γιατί είμαι αχάριστος, γιατί  βγήκαμε από την  οικονομική κρίση, είμαστε υγιείς, ζούμε σ’ ένα πανέμορφο τόπο, έχουμε τους φίλους να πιούμε τον καφέ μας, την ταβερνούλα μας, όσο μας επιτρέπουν τα οικονομικά μας, η πίεση  ή η χοληστερίνη ή το ζάχαρό μας και γενικώς ότι  πάμε καλά και εγώ δεν θα είχα σωρό επιχειρήματα να τον αντικρούσω;

Να όμως, που δυστυχώς σήμερα, πέντε μόλις μήνες μετά και  την ίδια περίπου ώρα, μετά από μια ηλιόλουστη  ανοιξιάτικη μέρα, που την χάρηκα, πίνοντας το καφεδάκι παρέα με την σύζυγο μου, στην βεράντα του διαμερίσματος που μένουμε (κάποιοι δεν έχουν ούτε σύζυγο, ούτε βεράντα, ούτε πρόλαβαν να αποθηκεύσουν καφέ)  αναπολώ, με μεγάλη τώρα λαχτάρα, τις μέρες που έφυγαν μέσα από τα χέρια μου χωρίς να τις χαρώ, χωρίς να εκτιμήσω την αξία, που τώρα βλέπω ότι είχαν.

Δείτε πώς έβλεπα εκείνο το βράδυ τα πράγματα και πόσο μακρινά φαντάζουν σήμερα, με την ευχή να έρθουν καλύτερες μέρες και, στο μέτρο του δυνατού, ας βοηθήσουμε όλοι να περάσει το κακό που βρήκε την ανθρωπότητα, γιατί “η  ζωή τραβάει την ανηφόρα” και  σε αυτή την χρονική στιγμή, η ανηφόρα έχει μεγάλη κλίση, είναι απότομη. Ας κάνουμε λοιπόν υπομονή και ας “μένουμε σπίτι” με την βεβαιότητα ότι πράττουμε το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε  και με το καλό θα ξανασμίξουμε γύρο από τραπέζια γιορτινά γέροι, νέοι, παιδιά.

Δείτε λοιπόν…

Στο  πατρικό σπίτι της μητέρας μου, στην καρδιά της πόλης του Ηρακλείου  (οδός Αρχανών, πρώτη κάθετος από δεξιά όπως ανηφορίζομε την μεγάλη Έβανς και παράλληλος νότια της πλατείας Κορνάρου , τότε Βαλιδέ τζαμί, λόγω του υπέροχου Ναού του Σωτήρος του τάγματος των Αυγουστινιανών, που επί τουρκοκρατίας μετετράπη  σε τζαμί αφιερωμένο στη “βαλιδέ Σουλτάνα και που κατεδαφίστηκε από την χούντα το 1967),  ζήσαμε μέχρι το 1964 και το 1972 πουλήθηκε.

Τις ελάχιστες φορές που περνώ, πονώ.

Αυτό έγινε και σήμερα το ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη, που περνώντας  μπροστά από τα εγκαταλειμμένα  στην πλειοψηφία τους σπίτια, έφερα στη μνήμη μου ’’ζώντας και νεκρούς’’ ένα προς ένα με τα μικρά τους ονόματα και ένα σχεδόν πλήρες βιογραφικό για τον κάθε ένα.

Κατηφόρισα  τη Βιάνου  πέρασα την πλατεία Κορνάρου, την κεντρική αγορά (τα πάλαι ποτέ κασαπιά)  και στην Πλατεία Καλλεργών παρέα με φίλους ήπια τον καφέ μου.

Τώρα και μερικά  χρόνια μένω σε πολυκατοικία με 22 διαμερίσματα.

Επιστρέφοντας,  στην είσοδο της πολυκατοικίας αντάλλαξα  χαιρετισμό με ένα από τους ενοίκους, μην με ρωτήσετε με ποιο γιατί το μόνο που ξέρω είναι ότι μένει στον 4ο, και αυτό γιατί συνεχίζει, όταν βγω από το ασανσέρ. Πιστεύω ότι  και αυτός το μόνο που ξέρει για μένα  είναι ότι μένω στον 3ο.

Βλέπεις τώρα είμαστε διακριτικοί, η μήπως καταντήσαμε αδιάφοροι και φοβικοί;

Και να λοιπόν, που Άνοιξη καιρού σήμερα διερωτώμαι τι να κάνει ο μοναχικός κύριος του 4ου και σκέπτομαι όταν με το καλό τελειώσουν όλα και ξαναβρεθούμε στο ασανσέρ να τον καλέσω για καφέ.

*Ο Γιώργος Αγγελάκης είναι μαθηματικός