Η αμφιβολία «Το να ζει κανείς ή να μη ζει» έχει γίνει πλέον μια έκφραση κοινής χρήσης τόσο πολύ που έφτασε να δηλώνει την κατ’ εξοχήν κατάσταση αβεβαιότητας. Ποιο είναι όμως το αληθινό νόημα του μακροχρόνιου μονολόγου του Άμλετ στο έργο του Σαίξπηρ;
Η έκφραση «Η αμφιβολία του Άμλετ» έχει γίνει πλέον μέρος της κοινής γλώσσας τόσο πολύ που έχει φτάσει να δηλώνει την κατ’ εξοχήν κατάσταση αβεβαιότητας, την υπέρτατη αμφιβολία που είναι δύσκολο να επιλυθεί.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ από πού προέρχεται η έκφραση «Η αμφιβολία του Άμλετ»; Και, κυρίως, αν ο διάσημος Άμλετ κατάφερε ποτέ να λύσει την αποτρόπαια αμφιβολία του;
Τι σημαίνει να ζει ή να μη ζει;
Η περίφημη αμφιβολία ταυτίζεται με μια ακριβή ερώτηση που θέτει ο πρωταγωνιστής Άμλετ στην αρχή ενός μακροσκελούς μονόλογου, στην πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης:
Να ζει κανείς ή να μη ζει, αυτό είναι το ζητούμενο.
Η αμφιβολία του Άμλετ βασίζεται σε ένα υπαρξιακό ερώτημα. Το αρχικό ερώτημα είναι αν είναι καλύτερο να ζεις με πόνο δηλαδή “να ζεις” ή να επαναστατείς και να ρισκάρεις να πεθάνεις δηλαδή “να μη ζεις”.
Το ερώτημα λοιπόν βασίζεται σε μια αποφασιστική αντίθεση μεταξύ των δύο όρων που λαμβάνονται υπόψη: «ζεις/μη ζεις», και βρίσκεται στην πηγή της αναποφασιστικότητας που εμποδίζει τον πρωταγωνιστή να δράσει.
Με το ερώτημα αυτό του Άμλετ ξεκινά μια έντονη συζήτηση που θέτει ο Σαίξπηρ με τη μορφή μονολόγου για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ύπαρξης. Το ερώτημα σύντομα παίρνει μια οικουμενική διάσταση, εκδηλώνοντας έτσι όχι μόνο την αμφιβολία του πρωταγωνιστή, αλλά και κάθε ζωντανού όντος σε αυτή τη γη.
Ο διάσημος μονόλογος, που θεωρείται το στολίδι στο στέμμα της σαιξπηρικής τραγωδίας, είναι γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα. Ο Άμλετ αξιολογεί όλες τις πιθανές εναλλακτικές χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιορίσει ορθολογικά την πιο δίκαιη ή την πιο κατάλληλη.
Ας δούμε το πλήρες κείμενο του μονολόγου του Άμλετ που μας επιτρέπει να συνθέσουμε τη βασική έκφραση της αμφιβολίας «Να ζεις ή να μη ζεις» :
Να ζεις ή να μη ζεις;: πλήρες κείμενο
————————————————-
Να ζεις ή να μη ζεις, αυτό είναι το ερώτημα:
αν είναι πιο ευγενές στο μυαλό να υποφέρεις
τις βολές με σφεντόνες και βελάκια απαίσιας τύχης
ή να πάρτε τα όπλα ενάντια σε μια θάλασσα από προβλήματα
και, αρνούμενος, να τους βάλει τέλος; να πεθαίνω, και να κοιμηθώ…
τίποτε άλλο, και με ύπνο να πω ότι βάζουμε τέλος
στον πόνο της καρδιάς και στις χίλιες φυσικές αναταραχές
του οποίου η σάρκα είναι κληρονόμος: είναι συμπέρασμα
να είναι επιθυμητός ευσεβώς. Πεθαίνει, κοιμάται.
Κοιμάται, ίσως ονειρεύεται. Ναι, εδώ είναι το εμπόδιο,
γιατί σε αυτόν τον ύπνο του θανάτου τι όνειρα μπορούν να έρθουν
αφού βγήκαμε από αυτό το θανατηφόρο κουβάρι
θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε. Αυτός είναι ο συλλογισμός
που δίνει στην ατυχία τόσο μεγάλη ζωή.
Γιατί ποιος θα άντεχε το μαστίγωμα και τους εμπαιγμούς του χρόνου,
το λάθος του καταπιεστή, την προσβολή του περήφανου ανθρώπου,
τους πόνους της περιφρονημένης αγάπης, τη καθυστέρηση του νόμου,
την αυθάδεια των επίσημων θέσεων και την περιφρόνηση
ότι η υπομονετική αξία λαμβάνεται από τους ανάξιους,
όταν ο ίδιος μπορούσε να δώσει στον εαυτό του μια απόδειξη
με ένα απλό στιλέτο; Ποιος θα κουβαλούσε τα βάρη,
γρυλίζει και ιδρώνει κάτω από το βάρος μιας επίπονης ζωής,
αν δεν ήταν παρά ο τρόμος για κάτι μετά θάνατον,
η ανεξερεύνητη χώρα από τα σύνορα της οποίας
κανένας ταξιδιώτης δεν επιστρέφει, μπερδεύει τη θέληση
και μας κάνει να αντέχουμε τα κακά που έχουμε
αντί να συρρέουν σε άλλους που μας είναι άγνωστοι;
Έτσι η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς,
και το φυσικό χρώμα της αποφασιστικότητας
γίνεται ανθυγιεινό από το χλωμό κερί της σκέψης,
και τα κατορθώματα μεγάλης εμβέλειας και στιγμής
για το λόγο αυτό παρεκκλίνουν από την πορεία τους
και χάνουν το όνομα της δράσης.
—————————————————————————-
Να ζει κανείς ή να μη ζει, λοιπόν:
Για να συνθέσουμε τη διάσημη αυτή φράση είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε το υπόβαθρο που γεννά τον παραπάνω μονόλογο του Άμλετ.
Πρωταγωνιστής της τραγωδίας του Σαίξπηρ είναι ο πρίγκιπας Άμλετ, γιος του βασιλιά της Δανίας. Ένα βράδυ, ο Άμλετ βλέπει το φάντασμα του πατέρα του και του λέει ότι τον σκότωσε με δηλητήριο αδελφός του Kλαούντιο που ήθελε να πάρει στην κατοχή του το στέμμα. Πριν εξαφανιστεί το φάντασμα ζητά από τον γιο του να πάρει εκδίκηση στο όνομά του.
Αυτό το αίτημα είναι που πυροδοτεί τη σύγχυση και το μαρτύριο στο μυαλό του Άμλετ. Στην πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης ο πρίγκιπας αναρωτιέται για το τι είναι καλύτερο να κάνει, αναρωτιέται αν είναι σωστό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του.
Ο νεαρός Άμλετ έχει παραλύσει από την αβεβαιότητα και είναι εντελώς ανίκανος να υποκριθεί, γι’ αυτό σκηνοθετεί έναν μακρύ μονόλογο ο οποίος δεν υπαγορεύεται από στιγμιαίο ή συναρπαστικό συναίσθημα, αλλά διέπετε από τη λογική.
Σε όλο τον μονόλογο ο πρωταγωνιστής βασανίζεται επειδή δεν ξέρει να διαλέξει ανάμεσα στο “πράττω” και το “μη υποκριτικό” και παρουσιάζει δύο αντίθετες φιλοσοφικές θέσεις: αφενός τη στωική στάση που απαιτεί από αυτόν να υπομείνει όλο το κακό και την ατυχία και από την άλλη το θάνατο που θα έδινε τέλος σε όλα τα βάσανά του.
Ο Σαιξπηρικός ήρωας αναλογίζεται το γεγονός ότι ακριβώς η ανθρώπινη ικανότητα σκέψης είναι αυτή που μπλοκάρει το άτομο ακριβώς πριν από τη δράση, οδηγώντας το να υπομένει τις μαστιγώσεις, τις γελοιοποιήσεις του αιώνα, και τα λάθη του καταπιεστή φοβούμενος το άγνωστο που υπάρχει μετά τον θάνατο.
Αν ο θάνατος ήταν ένας μακρύς ύπνος, μια ήσυχη ανάπαυση ή ίσως ένα αιώνιο όνειρο, σκέφτεται ο Άμλετ, σίγουρα θα ήταν προτιμότερο από τη ζωή γιατί ποιος θα ήθελε να αντέξει τα βάρη και τις ανησυχίες της ύπαρξης για πολύ καιρό; Ωστόσο, ο άνθρωπος αδυνατεί να γνωρίζει τι τον περιμένει πέρα από τον τάφο. Είναι λοιπόν η συνείδηση που εμποδίζει τον άνθρωπο να κάνει αποφασιστικές χειρονομίες, απερίσκεπτες και τολμηρές ενέργειες. Είναι η σκέψη, ή μάλλον το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που θέλει να κρατήσει τον άνθρωπο ασφαλή από το θάνατο και να τον εμποδίσει να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.
Είναι η ζωή που κερδίζει λοιπόν, ο άνθρωπος καλείται να “ζει” στο όνομα της αόρατης και επίμονης δύναμης που διέπει την ύπαρξη.
Ο Άμλετ δεν θα δώσει πραγματική απάντηση στον μονόλογό του, δεν θα λύσει ποτέ την αμφιβολία του που θα μείνει αιώνια και άλυτη. Αυτό που συγκρατεί τον Άμλετ είναι η δειλία, το γεγονός ότι δεν γνωρίζει τις άγνωστες συνέπειες της χειρονομίας του: η επίγνωση ότι η πράξη αφαίρεσης ζωής θεωρείται αμαρτία και ως εκ τούτου τιμωρείται από τον Θεό.
Ολόκληρος ο μονόλογος λοιπόν βασίζεται στην αντίθεση μεταξύ των δύο αντιθετικών όρων «ζεις/μη ζεις» και απαριθμεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους.
Να ζεις ή να μην ζεις; Κάθε αναγνώστης θα μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του και να κάνει τη δική του επιλογή. Ανάμεσα στις γραμμές μπορείτε να αισθανθείτε ότι υπάρχει κάτι περισσότερο: σίγουρα ο Άμλετ δηλώνει ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία, αλλά υπάρχει σε αυτό το «Να ζεις» μια έμφυτος, ανώτερη δύναμη, που περιέχει την ίδια την πρόσκληση να ζεις, κατανοητή ως «είναι παρούσα» στον κόσμο.
Ο Άμλετ στον μακροσκελές μονόλογό του δεν δίνει καμία συγκεκριμένη απάντηση, αλλά στην πραγματικότητα επιλέγει στο τέλος να «ζει» και άρα να δρα, παρά να βάλει τέλος στη ζωή του.
*Ο Βασίλης Μιχ. Χατζηγιάννης είναι Dr. μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος μηχανικός ομότιμος καθηγητής Μηχανικής Ρευστών και Ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
www.fourni.jimdo.com