Σε δύσκολους καιρούς και σε δύσκολο τόπο  γεννηθήκαμε εγώ και οι συμμαθητές μου μα δεν το καταλαβαίναμε γιατί δεν ξέραμε πώς ήτανε  οι εύκολοι.   Στη 10ετία του 1950 -’60 δεν είχε πόλεμο μα οι μνήμες και οι συνέπειες  ήταν παρούσες σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όχι μόνο από τις καθημερινές διηγήσεις των γυναικών, αλλά απο τα καθημερινά  βιώματα μας   βλέποντας χήρες και ορφανά της κατοχής  να προσπαθούν να επιβιώσουν σε ακραίες συνθήκες φτώχειας. Μα κι αν είχανε φύγει οι Γερμανοί,  κι αν είχε τελειώσει ο εμφύλιος, την επαρχία  Βιάννου τη διαφέντευαν  οι εθνικόφρονες,  και οι χθεσινοί πατριώτες, μαζί τους  κι ο πατέρας μου (Ελασίτης ), βρεθήκανε κυνηγημένοι και απο το κράτος κι απο το παρακράτος που είχε αποκτήσει σημαντικά προνόμια.

Δουλειές δεν υπήρχανε και ο κόσμος προσπαθούσε να επιβιώσει  με το λιγοστό λάδι  που έβγαζε  που το πουλούσε οκά-οκά για να ψωνίσει τα απολύτως απαραίτητα.

Μαγεροψίδια είχαμε μπόλικα γιατί οι γονείς μας σπέρνανε, θερίζανε, φυτεύανε κηπούλια. Κι ο πατέρας μου  επιπλέον ήταν δεινός κυνηγός, μα το ρευστό ήτανε δυσεύρετο και το όνειρο μου ήτανε να είχα ένα τσιμενοτσούβαλο γεμάτο πενηνταράκια δίπλα στο κρεβάτι μου με το αχυρένιο στρώμα.

Αυτή την επιθυμία δεν κατάφερα να την ικανοποιήσω ούτε όταν έγινα  διευθυντής Τραπέζης γιατί εν τω μεταξύ… είχανε εξαφανιστεί  και τα τσιμεντοτσούβαλα.

Οι γιορτές των Χριστουγέννων ήτανε για μας η μοναδική ευκαιρία να νοιώσομε  τα κέρματα  να ντοντονίζουνε  στη τσέπη μας γιατί το υπόλοιπο διάστημα  αν έπεφτε κανένα  στα χέρια μας  το παραδίδαμε την ίδια στιγμή στο μπακάλικο για κανένα  ξελιξίδι.

Μόλις έκλεινε το σκολειό, μας πέρανε στο λιόφυτο, και υποχρέωση μας ήταν να γεμίσουμε το καλάθι με ελιές  από αυτές που είχε ρίξει ο αέρας και ο δάκος στο χώμα.

Το μυαλό μας όμως ήτανε στα κάλαντα και στις καλές χέρες.

Νωρίς τη παραμονή των Χριστουγέννων, η μάνα μας έφτιαχνε τα τσουρεκάκια  και τα ξεροτήγανα και αφού είχαμε παρακολουθήσει το σύθρηνο των χοίρων, και είχαμε πάρει τη φούσκα μας,  πηγαίναμε στα  Πευκαλίδια και κόβαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο που το στολίζαμε με αυτοσχέδια παιγνίδια και συνήθως με  κουκουνάρια που τα τυλίγαμε σε χρυσόχαρτο από τσιγάρα  και για χιόνια γνέθαμε μπαμπάκι. Στη φάτνη βάζαμε φιγούρες πλαστικές από το ΟΜΟ  που τις μαζεύαμε όλο το χρόνο και τα Χριστούγεννα  τις ανταλλάσαμε μεταξύ μας για να συμπληρώσουμε μια πλήρη φάτνη.

Συνήθως περισσεύσανε οι μάγοι και καμιά φορά  βάζαμε και περισσότερους από τρεις στη φάτνη.

Το βράδυ ξεκινούσαμε τα κάλαντα   συνήθως σε δυάδες, κρατώντας καθένας το δικό του λαδικό που συνήθως ήτανε ή ντενεκένια  οκά που απαραίτητα είχε κάθε σπίτι, ή κανένας  ντενενεκές ορυκτελαίου.

Στηνόμασταν στους  παραστάτες της πόρτας, κακοντυμένοι, μα χαρούμενοι, άλλοι ξυπόλητοι, άλλοι με γαλότσες που είχαν αφήσει μια πληγή σαν στεφάνι στα πόδια και οι ποιο τυχεροί με αρβυλάκια με  μπροκαδούρα, που άφηναν ένα μεταλικό ήχο στο καλντερίμι που θύμιζε  γερμανικό απόσπασμα.

Επρεπε να πούμε όλα τα κάλαντα για να έρθει η νοικοκυρά με το καρτικό  που μαγείρευε και  με το πενηντάρι που είχε μέσα να βάλει σε κάθενός το ντενεκιέ κιαπο μια μικρή ποσότητα με λάδι. Ελάχιστες ήτανε οι νοικοκυρές που μας αρνήθηκαν έστω 2 δράμια λάδι.

Σαν τελειώναμε τη γύρα, ο ντενεκές  είχε κοντογεμίσει και το ίδιο βράδυ το πηγαίναμε στου Γιάννη του Παπά το μπακάλικο που είχε και φούρνο και είχε ήδη ετοιμάσει 2 άδεια βαρέλια με ένα μεγάλο μεταλικό χωνί για να παραλάβει το λάδι των καλαντιστάδων. Εμείς γέρναμε την οκά στο πλάι για να φθάσει το λάδι σε πιο μεγάλη κουκίδα και να φανεί περισσότερο, αυτός όμως  το έβλεπε και τη γύριζε ανάποδα.

Το βράδυ εκείνο με κανένα  10άρικο στη τσέπη κάναμε τον γλυκύτερο ύπνο της χρονιάς, όμως  την άλλη μέρα αρχίζανε να αντιπαλεύουν μέσα μας οι ανάγκες και δεν ξέραμε τι να πρωτοκαλύψουμε.  Χρειαζόμασταν   κάποια σχολικά, κανένα κουκουμά  με μελάνι ή κανένα κοντυλοφόρο με γλωσσίδι, μα οι  φούσκες  και τα ζαχαρωτά κέρδιζαν την παρτίδα και τα σπουδαία τα αφήναμε για τις καλές χέρες. Η ίδια διαδικασία  και ίδια χαρά τη παραμονή της πρωτοχρονιάς.

Αξημέρωτα πήγαινα στο κρεβάτι των γονιών μου να τους φιλήσω τη χέρα και να τους κάνω τα χρόνια πολλά κι ο πατέρας μου είχε ήδη έτοιμο το τάλιρο, μα για μένα ή αξία του  ήταν ανεκτίμητη. Μέχρι το μεσημέρι είχα φιλήσει 10άδες χέρια μα όσο πήγαινε λιγόστευαν οι καλές χέρες όμως μπορούσα να αποκτήσω κάποια πράγματα, κανένα τσακί από του Φατσαλή, κανένα στυλό με ελατήριο, όμως η πιο μεγάλη μου απογοήτευση ήταν όταν  έδωσα όλα μου τα λεφτά και αγόρασα   ένα ρολόι Οlivια  που διαφήμιζε το ρομάντζο και μέχρι το Πάσχα είχε χαλάσει. Την άλλη χρονιά τα ‘χασα όλα στη τσούρλα και το βράδυ της πρωτοχρονιάς με είχε πιάσει κατάθλιψη. Από τη δύσκολη θέση μ’  έβγαλε η μάνα μου, που μου ‘δωσε ένα τάλιρο με την υπόσχεση να μην ξαναπαίξω τσούρλα. ΄Εκτοτε δεν ξανάπαιξα.

Την άλλη πρωτοχρονιά αξημέρωτα  με γύρευε η  Σαράτσαινα  να της κάνω το ποδαρικό γιατί είχε μάθει  πώς τα προηγούμενα χρόνια το ‘κανα στη Μαυρομάταινα και κατά σύμπτωση  είχε παντρέψει 2 κόρες. Όμως  αυτή  όχι μόνο δεν πάντρεψε καμμιά εκείνο το χρόνο αλλά και μια κλωσσού που είχε θέσει παράτησε  τα αυγά της  και θεώρησε εμένα  υπεύθυνο  κι όλο το χρόνο μου το κοπανούσε. ΄Εκτοτε ποδαρικό δεν  ξανάκανα.

Ξαναγυρνάω σ αυτές τις όμορφες και γαλήνιες μέρες που όσο μεγαλώνω τόσο μου λείπουν και ποιο πολύ.

Μακάρι έτσι όμορφα να νοιώθουν σήμερα τα παιδιά.

Kαλές γιορτές