Είναι λέξη διεθνούς εμβέλειας και απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και όλα τα φύλα. “Είσαι μαλάκας”. Ίντα λες μπρέ; Και με σοβαρό ύφος επιβεβαιώνει. “Ναι, είσαι μαλάκας”. Εκουζουλάθηκα. “Εγώ; Γιατί;” “Σκέφτεσαι”, “ γιατί σκέφτεσαι;” “Είσαι αρρωστάρης”. “Γιατί προσπαθείς να πας τα πράγματα όπου θέλεις. Άφησέ τα, να πηγαίνουν όπως θέλουν. Αν τους επιβάλλεις να πάνε προς την άλλη μεριά ή δεξιά ή αριστερά ή μπρος ή πίσω, άστα στο διάολο, άλλες σκοτούρες και πιο πολλές θα σου δημιουργήσουν”.
Δεν ξέρω, ήταν μια πληροφορία, σύσταση, υπόδειξη ή εντολή του πατέρα μου, όταν βρεθήκαμε μια φορά οι δυο μας σ’ ένα περβόλι στο χωριό; Το ντουχιούντισα και θυμήθηκα το επίγραμμα του Αλεξανδρινού ποιητή: Ει το φέρειν σε φέρει, φέρε και φέρου … 4ος αιώνας μ.χ. Δηλαδή: Αν η μοίρα σε σέρνει, άντεξε και άφησε να συρθείς μαζί της, αν αγανακτείς και τον εαυτό σου τον στενοχωρείς και η μοίρα σε σέρνει. Τί να πεις.
Είναι θέσφατο ελπίδας ή απελπισίας; Δηλαδή στη ζωή σου δεν παίζεις κανένα ρόλο και πρέπει να αφήνεσαι στη μοίρα σου;
Και όμως στην αρχαιότητα πίστευαν ότι οι Μοίρες ήταν δυνάμεις, θεότητες που ευθύνονταν για τα καλά και τα κακά της ζωής του ανθρώπου, από τη γέννησή του μέχρι το θάνατο. Ακούς, ανάλογα με την περίπτωση: Ήτανε γραφτό του, της μοίρας του, εμίλιε με τη μοίρα του, η μοίρα γεννά και η μοίρα μοιράζει, κακομοίρης, καλομοίρης κλπ.
Κατά την ελληνική παράδοση, την πρώτη μέρα της γέννησης του παιδιού τοποθετούσαν στο δωμάτιο που αυτό κοιμούνταν, τρία πιατάκια με γλυκό κουταλιού, έτσι ώστε να γλυκαθούν οι Μοίρες και να χαρίσουν στο παιδί περισσότερη και καλύτερη ζωή. Οι Μοίρες ήταν τρεις: Η Κλωθώ, αυτή που έκλωθε το νήμα της ζωής, η Λάχεσις που το ξετυλίγει και καθορίζει, τί θα λάχει στον καθένα (λαχείο) και η τρίτη η Άτροπος, που το κόβει, όταν έρθει η ώρα.
Δεν παραξενεύτηκα για τη φρασεολογία του πατέρα μου, γιατί ήταν όλο θεωρίες (απόφοιτος του σχολαρχείου), είχε πολύ χιούμορ, δημιουργούσε ψεύτικες ιστορίες και τις παρουσίαζε αληθινές ή και το ανάποδο, πείραζε, τον πειράζανε, χόρευε και τραγουδούσε μοναχός του, τα κρασόρακα ήταν κολλητάρια του, είχε πιστέψει ότι θα ζούσε 137 χρόνια (πέθανε 92) και ότι ήταν τυχερός γιατί γύρισε από τον αλβανικό πόλεμο, έστω τραυματίας και δε σκοτώθηκε, ήταν έντιμος, ευχάριστος και δεν βαριόσουν να τον κάνεις παρέα, γιατί είχε πάντα κάτι να σου πει, να σου αλλάξει τη διάθεση.
Τέλη της δεκαετίας του 1970 σταμάτησε τις λίγες αγροτικές δουλειές που έκανε, λόγω επιδείνωσης των ποδιών του (τραυματίας του αλβανικού πολέμου) και αποφάσισαν με τη μάνα μου να περνούν τις καλοκαιρινές ημέρες στο περιβόλι. Εν τω μεταξύ είχαν χτίσει εκεί ένα δωμάτιο για όλες τις χρήσεις, ένα φουρνάκι, μια παρασιά (εστία) και ένα γεφυράκι στο χαντάκι, που ήταν μπροστά στο κτήμα (τη γέφυρα του ποταμού Κβάι, όπως την έλεγα), το κινηματογραφικό αριστούργημα.
Καθημερινά λοιπόν με το γάιδαρο και την αίγα όλη η οικογένεια έκανε διακοπές στο περιβόλι. Πάνω στην απραξία του, άρχισε να κατασκευάζει ανεμόμυλους με ασφεντυλιές (μονοετές φυτό, με κορμό).
Στην πορεία τους κάρφωνε στον κεντρικό δρόμο, για ρεκλάμα. Δειλά-δειλά, να οι πρώτοι τουρίστες, να πιούν κρύο νερό από το μύλο, να φάνε κάτι της εποχής από το περιβόλι και τα δέντρα, να πιούν μια ρακή και να απολαύσουν το περιβάλλον. “Γκουτ-γκουτ”. Τότε άρχιζε ο τουρισμός στο Οροπέδιο Λασιθίου. Δεν πέρασε καιρός και το παίρνουν μυρωδιά οι οδηγοί των τουριστικών λεωφορείων και οι ξεναγοί και νά, δυο-δυο, τρία-τρία να σταματούν τα μεγαθήρια στο περιβόλι.
Ευρωπαίοι πολίτες, ο πατέρας, η μάνα, ο γάιδαρος, η αίγα, ο φούρνος, οι μύλοι με τις ασφεντυλιές και το φανταστικό περιβάλλον. Από κανένα δεν ζήτησε λεφτά ποτέ, αλλά ορισμένοι άφηναν από φιλότιμο.
Ένα πάκο κάρτες και φωτογραφίες έχω από εκείνα τα χρόνια. Μια φορά για να πειράξω τον πατέρα μου, είχα διαλέξει μια φωτογραφία, που είχε αγκαλιά μια δίμετρη Σκανδιναβή: Λέω, άμα πεθάνεις θα σου τη βάλω πάνω στον τάφο με ένα μπουκάλι ρακή και ένα πακέτο τσιγάρα. Γέλασε κάτω από το μουστάκι και μου φάνηκε ότι του ψιλοάρεσε η ιδέα.
Πριν το τέλος, τον είχαν συκοφαντήσει, ότι είχε βάλει χέρι σε μια τουρίστρια και πήγε ο Γερμανός να τονε ρίξει στο πηγάδι και εκείνος εξαγριωνότανε ψέματα!!! Μετά από τόσα χρόνια, ακόμα τονε συζητούνε. Θα σπάσω κούπες, για τα λόγια πού’πες …
Ουφ… Πάντως εμένα μου λείπει.
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής