Kάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, καθώς και την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου, γίνεται αλλαγή της ώρας, από την «χειμερινή στην θερινή» και από την «θερινή στην χειμερινή» αντίστοιχα, και πολλοί συμπολίτες μας αναρωτιούνται συχνά γιατί γίνεται αυτό. Μάλιστα, μια σχετική δημοσκόπηση που έγινε πριν από μερικά χρόνια στις ΗΠΑ, έδειξε ότι μόνο ένα άτομο στις… 10.000 (!) γνώριζε γιατί γίνεται αυτή η αλλαγή.
Η θερινή ώρα (αγγλιστί Daylight Saving Time, DST) είναι η αλλαγή της ώρας που ένα κράτος διαλέγει να υιοθετήσει για ένα χρονικό διάστημα κάθε έτους. Στην χώρα μας, όπως και στα κράτη της ευρωπαϊκής ένωσης, έχει καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια, ως θερινή ώρα, η μετακίνηση κατά μία ώρα μπροστά των δεικτών του ρολογιού στις 3 π.μ. (1π.μ., ώρα Γκρίνουιτς) της τελευταίας Κυριακής του Μαρτίου (για φέτος την προσεχή Κυριακή 25 Μαρτίου), δηλαδή η ώρα να γίνει 4 π.μ..
Μέχρι το 1997 επιστρέφαμε στην χειμερινή ώρα στο τέλος Σεπτεμβρίου, αλλά από το 1998, η επαναφορά της ώρας, γίνεται στις 4 π.μ. της τελευταίας Κυριακής του Οκτωβρίου (για φέτος στις 28 Οκτωβρίου), δηλαδή η ώρα γίνεται 3 π.μ. Παρατηρούμε ότι φέτος οι ημέρες αυτές αλλαγής της ώρας, συμπίπτουν με τις ημέρες των εθνικών μας εορτών!
Μάλιστα επειδή η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου του ίδιου έτους είναι πάντοτε την ίδια ημέρα της εβδομάδας, αυτό θα ξανασυμβεί το 2029, 2035, 2040….(επ’ ευκαιρία ας σημειώσουμε ότι, όταν η ημερομηνία της (τελευταίας) Κυριακής του Μαρτίου είναι από 25 μέχρι 28 Μαρτίου, τότε η ημερομηνία της (τελευταίας) Κυριακής του Οκτωβρίου είναι αυξημένη κατά 3 σε σχέση με την ημερομηνία της Κυριακής του Μαρτίου και μειωμένη κατά 4 αν η Κυριακή είναι από 29 μέχρι 31 Μαρτίου).
Ο κύριος λόγος που καθιερώθηκε η θερινή ώρα είναι για την εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας. Αν για παράδειγμα ο φωτισμός μιας πλατείας το καλοκαίρι θεωρείται αναγκαίο να διαρκεί μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα, τότε η διάρκεια φωτισμού της με την χειμερινή ώρα είναι 4 ώρες (από τις 8 μ.μ. περίπου που σκοτεινιάζει με την χειμερινή ώρα), ενώ με την θερινή θα είναι 3 ώρες (από τις 9 μ.μ. που σκοτεινιάζει με την θερινή ώρα). Έτσι συνολικά κατά τους επτά μήνες της θερινής ώρας εξοικονομούμε περίπου 210 ώρες ηλεκτρικής ενέργειας μόνο για μια πλατεία. Κάτι ανάλογο βέβαια γίνεται και στα σπίτια μας, γι’ αυτούς π.χ. που κοιμούνται σταθερά στις 10 μ.μ. ή στις 12 μ.μ., στα νυκτερινά σχολεία κ.ά.
Η καθιέρωση της θερινής ώρας έχει ως αποτέλεσμα να ξυπνούμε μια ώρα νωρίτερα και οι εργασίες να αρχίζουν μια ώρα νωρίτερα, με συνέπεια αποδοτικότερη εργασία τις πρωινές ώρες, ιδίως στην ύπαιθρο, αλλά εκμεταλλευόμαστε και περισσότερες ώρες το ηλιακό φως. Αν για παράδειγμα ένας μαθητής με την χειμερινή ώρα ξυπνά στις 7.30 π.μ. για να πάει στο σχολείο, με την θερινή ώρα θα ξυπνά πάλι στις 7.30 π.μ. αλλά ένα υποθετικό ρολόι με την χειμερινή ώρα θα δείχνει 6.30 π.μ., άρα ξυπνά τώρα πιο πρωί σε σχέση με πριν και βέβαια θα τελειώνει το σχολείο μια ώρα ενωρίτερα, αποφεύγοντας σε ένα βαθμό την μεσημεριανή ζέστη..
Αντί της θερινής ώρας θα μπορούσαμε, διατηρώντας την χειμερινή ώρα, να ξυπνούσαμε μία ώρα νωρίτερα την ανοιξιάτικη και θερινή περίοδο για να εκμεταλλευόμαστε περισσότερο το ηλιακό φως ή ακόμη και για γίνονται κάποιες εργασίες πιο πρωί, μακριά από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Αυτό όμως θα προκαλούσε αντιδράσεις: όπως για παράδειγμα αν οι δημόσιες υπηρεσίες άρχιζαν στις 7 π.μ. αντί τις 8 π.μ. (με την χειμερινή ώρα) από τον Απρίλιο και μετά. Ουσιαστικά όμως πάλι στις 7 π.μ. (με την χειμερινή ώρα) αρχίζουν, αλλά τα ρολόγια δείχνουν… 8 π.μ. και έτσι περνά «απαρατήρητο» το πιο πρωινό ξύπνημα. Έτσι επιλέχθηκε τελικά το σύστημα αυτό της φαινομενικής μετακίνησης της ώρας, δηλαδή η λεγόμενη «θερινή ώρα».
Η πρώτη αναφορά που υπάρχει για χρησιμοποίηση της θερινής ώρας ήταν από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο (Benjamin Franklin, 1706-1790) σε ένα γράμμα του που δημοσιεύθηκε σε μία γαλλική εφημερίδα. Σε αυτό το γράμμα δεν υπάρχει αναφορά για αλλαγή της ώρας, αλλά πρόταση να ξυπνούν οι άνθρωποι μία ώρα νωρίτερα!
Η πρώτη φορά που προτάθηκε το ζήτημα σοβαρά ήταν από τον Γουίλιαμ Γουίλετ (William Willett) στο άρθρο του «Waste of Daylight» που δημοσιοποιήθηκε το 1907 αλλά τελικά δεν κατάφερε να πείσει την Βρετανική κυβέρνηση. Η πρώτη φορά που εφαρμόστηκε η ιδέα της θερινής ώρας ήταν από την Γερμανική κυβέρνηση κατά την διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, από τις 30 Απριλίου ως 1η Οκτωβρίου του 1916. Λίγο μετά το Ηνωμένο Βασίλειο εφάρμοσε την θερινή ώρα, από 21 Μαΐου ως 1η Οκτωβρίου 1916. Αργότερα, στις 19 Μαρτίου του 1918, το Αμερικανικό Κογκρέσο καθιέρωσε την τυπική χρήση των χρονικών ζωνών και επισημοποίησε την αλλαγή της θερινής ώρας σε όλο τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Το μέτρο αυτό όμως καταργήθηκε αμέσως, λόγω της δυσαρέσκειας του κόσμου.
Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένες χώρες κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες «προχώρησαν» τα ρολόγια τους κατά μία ώρα μπροστά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (από τις 9 Φεβρουαρίου του 1942 ως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1945), ενώ στη Βρετανία δύο ώρες μπροστά κατά τους θερινούς μήνες και μία ώρα τους χειμερινούς μήνες. Οι αλλαγές αυτές στους λεπτοδείκτες δεν ήταν ποτέ σταθερές ή συγκεκριμένες για κάθε χώρα, αλλά αναπροσαρμόζονταν ανάλογα για όσο καιρό υπήρχε πρόβλημα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλά προβλήματα.
Η εφαρμογή της θερινής ώρας με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα – μια ώρα μπροστά από τη χειμερινή ώρα -καθιερώθηκε το 1966 στις ΗΠΑ. Ξεκίνησε να ισχύει σε λίγες πολιτείες αρχικά και από το 1986 κατοχυρώθηκε με νόμο σε ολόκληρη τη χώρα. Ακολούθησαν ανάλογες ρυθμίσεις και σε χώρες της Ευρώπης. Πάντως η θερινή ώρα δεν εφαρμόζεται σήμερα σε όλες τις χώρες, όπως π.χ. στις χώρες κοντά στον ισημερινό, στις αφρικανικές και πολλές ασιατικές.
Στην Ελλάδα η θερινή ώρα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, το 1932 και συγκεκριμένα από τις 6 Ιουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου που τα ρολόγια είχαν τεθεί μία ώρα μπροστά, μια ιδέα που όμως εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Στα επόμενα χρόνια είχε υιοθετηθεί η μετατόπιση της ώρας έναρξης λειτουργίας πολλών δημόσιων υπηρεσιών και καταστημάτων κατά μισή ώρα αργότερα, στη χειμερινή περίοδο.
Δύο χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1973 αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Έτσι στην Ελλάδα εφαρμόστηκε από το 1975 για τη χρονική περίοδο Μαρτίου-Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1997 με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η θερινή ώρα ισχύει ως και το τέλος Οκτωβρίου.
Η θερινή ώρα επειδή θεωρείται εμπορική δεν λαμβάνεται υπόψη στις αστρονομικές παρατηρήσεις, αφού αυτές αναφέρονται στην παγκόσμια ώρα UTC (ή GMT, διεθνής αστρονομικός χρόνος), όμως η θερινή ώρα, για τα κράτη που την ακολουθούν, περιλαμβάνεται στα ναυτικά φυλλάδια (αλμανάκ).
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η πλήρης εναρμόνιση του χρονοδιαγράμματος της περιόδου της θερινής ώρας επιτεύχθηκε τελικά με την έκδοση της έβδομης οδηγίας 94/21/ΕΚ της 30ής Μαΐου 1994, η οποία προέβλεπε από το 1996 κοινή ημερομηνία έναρξης και λήξης της περιόδου θερινής ώρας σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς εξαιρέσεις. Τέλος, η όγδοη οδηγία 97/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 1997 ανανέωσε για μια τετραετία (από το 1998 έως και το 2001) τις διατάξεις της έβδομης οδηγίας, σύμφωνα με τις οποίες η περίοδος της θερινής ώρας αρχίζει την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου και λήγει την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς εξαιρέσεις.
Πάντως τον προηγούμενο μήνα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα υπέρ της κατάργησης της θερινής ώρας, με το επιχείρημα ότι πλήττει, εκτός της ανθρώπινης υγείας, τη γεωργία, αλλά και την οδική ασφάλεια. Για την οδική ασφάλεια υποστηρίζεται ότι η έλλειψη πρωινού ύπνου δημιουργεί συνθήκες για ατυχήματα. Γενικά υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σε πολλά θέματα σε σχέση με την εφαρμογή της θερινής ώρας. Το ψήφισμα, το οποίο υιοθετήθηκε με 384 ψήφους υπέρ, 153 κατά και 12 αποχές, επιτρέπει στην Κομισιόν να αξιολογήσει και, αν κρίνει απαραίτητο, να τροποποιήσει την οδηγία 84/2000 περί θερινής ώρας.
Επιπτώσεις της θερινής ώρας
Όπως αναφέραμε η θερινή ώρα καθιερώθηκε με κύριο σκοπό την μείωση της ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως οι περισσότερες σχετικές έρευνες καταλήγουν ότι η μείωση αυτή είναι πολύ χαμηλή της τάξεως από 0 έως 0,5%, σε ορισμένες τουλάχιστον χώρες.
Εκτός από την όποια αυτή μείωση της ενέργειας, η θερινή ώρα συμβάλλει ώστε οι κάθε είδους εργασίες, προπάντων οι χειρονακτικές (π.χ. αγροτικές, οικοδομικές), να αρχίζουν πιο πρωί, και έτσι να μειώνεται σε κάποιο βαθμό η έκθεση στον βασανιστικό καλοκαιριάτικο ήλιο και καύσωνα. Μπορούμε ίσως εδώ να θυμηθούμε τους γονείς ή παππούδες μας που ξυπνούσαν πολύ πρωί, σχεδόν νύχτα, κατά την περίοδο του θερισμού τον Ιούνιο –Ιούλιο, αλλά και του τρύγου τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Επιπλέον η θερινή ώρα αφήνει περισσότερο χρόνο για βραδινές εργασίας υπό το φως της ημέρας, δηλαδή με καλύτερες συνθήκες.
Παρ’ όλα αυτά, διάφορες έρευνες έγιναν κατά καιρούς σε πολλές χώρες για να διαπιστωθούν τυχόν παρενέργειες σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής και του περιβάλλοντος. Οι περισσότερες διαπιστώνουν θετικές επιδράσεις στην κοινωνική ζωή, ενώ ελάχιστοι παραπονούνται, γιατί ξυπνούν νωρίς, ιδίως σε ορισμένες χώρες που δεν έχει ξημερώσει ακόμη (π.χ. στην Σκωτία).
Όσο αφορά το περιβάλλον, σε ορισμένες μελέτες έγινε απόπειρα να συσχετισθεί η θερινή ώρα με τη δημιουργία του όζοντος, μία δε από αυτές, η πιο εξειδικευμένη, που εκπονήθηκε για τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την SGS/ECOCARE το 1991, έχει ως αντικείμενο την επίδραση της θερινής ώρας στον σχηματισμό φωτοοξειδωτικών όπως είναι το όζον και το υπερ-οξυ-νιτρικο-ακετύλιο (PAN), μεταξύ άλλων. Η ECOCARE κατέληξε τελικά ότι η ώρα δεν έχει κανένα σημαντικό αντίκτυπο στον σχηματισμού του όζοντος τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Από τις χώρες του Νότου της Ε.Ε., στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει μελέτη για το θέμα αυτό με συγκεκριμένα στοιχεία, έχουμε ορισμένα ενδιαφέροντα σχόλια για τις επιπτώσεις της θερινής ώρας ως προς την αναψυχή και τον τουρισμό (π.χ. αύξηση της ζήτησης για προϊόντα που χρησιμοποιούνται κατά τον ελεύθερο χρόνο, όπως μετακινήσεις αναψυχής, πλοία κ.ά.).
Σε επιστολή του στο Υπουργείο Ανάπτυξης ο 1997, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο του Πειραιά ανέφερε τις αιτίες για τις οποίες δεν πρέπει να καταργηθεί η θερινή ώρα: Η μείωση των φωτεινών ωρών της ημέρας θα είχε ως επίπτωση να μειωθούν οι δυνατότητες επισκέψεων και επομένως να περιοριστούν οι μετακινήσεις των τουριστών, να δημιουργηθούν προβλήματα συντονισμού στην άφιξη των μισθωμένων πτήσεων (charters) από την Ευρώπη, ιδίως στα μικρά αεροδρόμια των ελληνικών νήσων και να αυξηθεί έτσι το πρόσθετο κόστος, ενώ θετικό είναι ότι με την εφαρμογή της περιορίζονται οι (πολύ ζεστές) ώρες εργασίας των καταστημάτων, των μουσείων και των αρχαιολογικών τόπων κ.ά.
Τα ίδια επιχειρήματα επαναλαμβάνονται σε επιστολή υπέρ της διατήρησης της θερινής ώρας που απηύθυνε η ένωση πλοιοκτητών επιβατικών πλοίων προς το ελληνικό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το 1997. Εκτός όμως από τις απόψεις αυτές των φορέων, γενικώς κοινή είναι η εκτίμηση των περισσοτέρων πολιτών ότι η εισαγωγή της θερινής ώρας έχει πολλά θετικά αποτελέσματα στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας μας.
* Ο Δημήτρης Ι. Μπουνάκης είναι καθηγητής Μαθηματικών, επ. Σ.Σ.Μ.