«Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες, εγώ, μονάχος, θα σώσω τον κόσμο. Εάν χαθεί, εγώ θα φταίω». Ίσως οι περισσότεροι έχετε ακούσει τα παραπάνω λόγια του Νίκου Καζαντζάκη. Πρόκειται για μια από τις αγαπημένες μου ρήσεις, επειδή εστιάζει στο κομμάτι της ευθύνης που έχει ο καθένας μας για την εξέλιξη των (εκάστοτε) πραγμάτων, η οποία απορρέει από την κατανόηση και την αποδοχή της δύναμής μας να τα επηρεάσουμε.

Θεωρώ αρκετά επίκαιρο το συγκεκριμένο θέμα, λόγω των πρόσφατων εκλογών αλλά και των πανελληνίων εξετάσεων, ενός παράγοντα που όλοι προσπαθούν να περάσουν στο μυαλό μας ως καθοριστικό για την εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου (κακώς).

Πρόκειται για δύο διαδικασίες που θέτουν όλους μας, μεγάλους και μικρούς, προ των αντίστοιχων ευθυνών μας, προκειμένου να πετύχουμε ένα καλύτερο μέλλον. Και, κυριότερα, βέβαια, η συζήτηση περί ατομικής ευθύνης έφτασε στο απόγειό της την περίοδο της πανδημίας.

Όσο όμως και αν μπορεί σε κάποιους (εμού συμπεριλαμβανομένου) να φαίνεται ότι η εστίαση στην ατομική ευθύνη σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω είναι ένας τρόπος παράβλεψης κρατικών ευθυνών κι ανεπαρκειών, δεν παύει να πρόκειται για κάτι σωστό και, κυρίως, λειτουργικό.

Ο λόγος είναι ότι, στο τέλος της ημέρας, το μόνο που μπορούμε να ελέγξουμε, να επηρεάσουμε και να καθορίσουμε, είναι αυτό που κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Πάντα μπορεί να υπάρχουν κάποιοι αποτρεπτικοί εξωτερικοί παράγοντες, αλλά, όσο κι αν είναι όχι απλώς δικαίωμα, αλλά υποχρέωσή μας, να τους θίξουμε και να προσπαθήσουμε να τους αλλάξουμε (επίσης στο πλαίσιο δημιουργίας ενός καλύτερου μέλλοντος), το να εστιάζουμε σε κείνους, περισσότερο από ό,τι εστιάζουμε στο δικό μας κομμάτι, είναι αρκετά επίφοβο.

Γιατί, ακριβώς επειδή είναι εξωτερικοί παράγοντες, κανείς δεν μας εγγυάται ότι θα μπορέσουμε να τους αλλάξουμε. Αντίθετα, ό,τι αφορά τον εαυτό μας είναι στο χέρι μας να το επηρεάσουμε. Για παράδειγμα, αν ένας αθλητής χάσει έναν αγώνα και κατηγορήσει το διαιτητή ή την τύχη για αυτό, ακόμα κι αν όντως ισχύει, αυτό δεν θα τον κάνει να βελτιωθεί, επειδή δεν θα αναγνωρίσει τις αδυναμίες του, προκειμένου να τις βελτιώσει.

Ίσα ίσα, λογικά θα γίνει ακόμα χειρότερος στη συνέχεια, αφού, εκτός από τις όποιες αδυναμίες του, θα έχει πλέον να διαχειριστεί και το θυμό που απορρέει από την αίσθηση αδικίας («ήμουν καλύτερος αλλά δεν κέρδισα γιατί ο διαιτητής με αδίκησε/ήμουν άτυχος») που θα νιώθει. Αν, αντιθέτως, ακόμα κι αν πράγματι αδικήθηκε/ήταν άτυχος, εστιάσει στις αδυναμίες του και τις βελτιώσει, πιστεύοντας ότι το να πετύχει είναι περισσότερο στο δικό του χέρι παρά οποιουδήποτε άλλου, είναι νομοτελειακά σίγουρο ότι θα βελτιωθεί.

Και, επειδή δε γίνεται να αδικείται/είναι άτυχος συνέχεια, σε βάθος χρόνου θα ανταμειφθεί για αυτό με καλύτερα αποτελέσματα. Γιατί όμως οι άνθρωποι έχουμε αυτήν την αυτοκαταστροφική τάση, να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας και να τις μεταθέτουμε αλλού, όταν αποτυγχάνουμε, αλλά και πριν καν προσπαθήσουμε-κριθεί η προσπάθειά μας, κάποιες φορές; Ο βασικός λόγος είναι ότι στη σημερινή κοινωνία από μικροί μαθαίνουμε ότι η αξία μας εξαρτάται από την επιτυχία μας σε διάφορους τομείς: επαγγελματικό, οικονομικό, οικογενειακό-διαπροσωπικό κλπ.

Κάπως έτσι, είναι απόλυτα λογικό να μας δημιουργείται μια αντίληψη ότι αν αποτύχουμε σε κάτι είμαστε άχρηστοι-δεν έχουμε αξία. Αυτή η αντίληψη είναι και λανθασμένη (γιατί και οι αποτυχίες είναι κομμάτι της ζωής, και συμβαίνουν σε όλους κάποιες φορές) αλλά και μας δημιουργεί ένα φόβο, ότι θα χάσουμε την εκτίμηση των άλλων, αλλά και του εαυτού μας.

Αυτός ο φόβος μας οδηγεί να προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες όταν αποτυγχάνουμε/φοβόμαστε ότι ΘΑ αποτύχουμε (και να εστιάζουμε σε αυτές, όταν πραγματικά υπάρχουν).

Πρόκειται όμως για μια τεχνική που δεν είναι επιτυχής, καθώς και δεν θα μας βοηθήσει να βελτιωθούμε, ώστε να έχουμε (περισσότερες) επιτυχίες μελλοντικά, και ούτε θα μας κάνει να νιώσουμε πραγματικά καλύτερα, γιατί, ακόμα κι αν κοροϊδέψουμε όλους τους άλλους, τον εαυτό μας δε γίνεται να τον κοροϊδέψουμε. Φτάνοντας στο τέλος, είναι βέβαια σημαντικό να κάνω και δύο διευκρινίσεις. Την πρώτη, την ανέφερα και παραπάνω.

Όταν προτρέπω να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, δεν εννοώ, επ’ουδενί, να μην ασχολούμαστε ΚΑΙ με εξωτερικούς αποτρεπτικούς παράγοντες, αν όντως (το τονίζω, ΟΝΤΩΣ) υπάρχουν. Εννοείται ότι πρέπει να μην επιτρέπουμε σε κανέναν να αλλοιώνει την όποια προσπάθειά μας. Στο παράδειγμα που χρησιμοποίησα, ας πούμε, αν ο διαιτητής πράγματι αδίκησε τον αθλητή, εννοείται ότι θα πρέπει εκείνος να προσπαθήσει να βρει το δίκιο του ή, έστω, να διασφαλίσει πως δεν θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο.

Αυτό που λέω είναι απλώς ότι αυτό δεν πρέπει να τον σταματήσει από το να αναγνωρίσει και τις όποιες ευθύνες αναλογούν σε κείνον για την ήττα του, και να διορθώσει τις αντίστοιχες αδυναμίες του. Η δεύτερη διευκρίνιση που θέλω να κάνω είναι ότι δεν πρέπει και να φτάνουμε στο άλλο άκρο, αναλαμβάνοντας περισσότερες ευθύνες από αυτές που μας αναλογούν. Ο Καζαντζάκης λέει «να λες εγώ μονάχος θα σώσω τον κόσμο», αλλά το κάνει, προφανώς, λόγω συγγραφικής υπερβολής.

Στο πλαίσιο ενός συνόλου, οικογενειακού, επαγγελματικού ή όποιου άλλου, έχουν όλοι ευθύνη για την πρόοδό του. Και πρέπει το κάθε μέλος να αναλαμβάνει να φέρνει εις πέρας την ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΟΥ ευθύνη, όχι τη ΣΥΝΟΛΙΚΗ, όλης της ομάδας, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά. Η ανάληψη ευθύνης είναι κάτι που απαιτεί αρκετό θάρρος, καθώς αρκετά συχνά οδηγεί σε κούραση-ταλαιπωρία (όταν προσπαθούμε να πετύχουμε κάτι) και απογοήτευση (όταν αποτυγχάνουμε).

Είναι, όμως, αδιαμφισβήτητα, ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να βελτιωθούμε-εξελιχθούμε, κάτι που θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στα καλύτερα αποτελέσματα, μακροπρόθεσμα. Και η ευτυχία, όταν θα γίνεται αυτό, αξίζει κάθε κούραση και απογοήτευση, με τις οποίες θα την έχουμε πληρώσει.

Ο Γιώργος Σφακιανάκης είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής