Η ιστορία του πανεπιστημιακού ασύλου χρήζει ιδιαίτερης και ενδελεχούς μελέτης. Εδώ περιοριζόμαστε αναγκαστικά σε σύντομη αναφορά στα κυριότερα σημεία της εξέλιξής του.

  1. Ως προς την Ελλάδα το άσυλο ίσχυε πάντοτε εντός των αρχαιοελληνικών ναών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παυσανία, ο οποίος για να αποφύγει τον κίνδυνο της ζωής του από τους συμπατριώτες του προσέφυγε στο ναό της θεάς Αθηνάς ως ικέτης, αφού σύμφωνα με τα ήθη των αρχαίων Ελλήνων απαγορευόταν ο φόνος ικέτη. Οι Έφοροι έδωσαν τότε διαταγή να κτισθεί η είσοδος και τα παράθυρα του ναού· έτσι ο Παυσανίας υπέκυψε στον εξ ασιτίας θάνατο. Αυτό μόνο ως μικρό παράδειγμα, ενδεικτικό του σεβασμού και της προσήλωσης των Ελλήνων στο άσυλο. Η πρώτη προσπάθεια κατοχύρωσης ασύλου στα Πανεπιστήμια φαίνεται να αρχίζει στην Ευρώπη με τον αυτοκράτορα Frederick Barbarossa (1122-1190), ο οποίος για να απαλλάξει τα πανεπιστήμια από τις επίμονες παρεμβάσεις της καθολικής εκκλησίας εξέδωσε το διάταγμα Authentica Habita. Με αυτό ο Αυτοκράτορας απάλλασσε τους καθηγητές και τους φοιτητές από την υποχρέωση να δίνουν λόγο στον Επίσκοπο της πόλης ή σε άλλη εξουσία για διανοητικά θέματα ή θέματα γενικότερης συμπεριφοράς. Επ’ αυτού όφειλαν να λογοδοτούν στην πανεπιστημιακή κοινότητα.
  2. Στα ελληνικά Πανεπιστήμια το άσυλο ίσχυε πάντοτε υπό μορφή εθιμοτυπικού δικαίου, χωρίς καμιά νομοθετική ρύθμιση. Η πρώτη νομική κατοχύρωση του ασύλου επιχειρείται το 1974, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Ο τότε Υφυπουργός Δημ. Τσάτσος, αρμόδιος για τα πανεπιστήμια με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συγκρότησε ειδική επιτροπή (Δημ. Μαρωνίτης, Νικ. Πουλαντζάς, Μαν. Ανδρόνικος, Νικ. Μουζέλης κλπ.), προκειμένου να προβούν στην αποχουντοποίηση του πανεπιστημίου και να συντάξουν νέο νόμο-πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια. Τον Δημ. Τσάτσο διαδέχτηκε αργότερα ο Δημ. Ευρυγένης, ο οποίος σεβάστηκε και συνέχισε το έργο του προκατόχου του. Στον νόμο αυτόν προβλέπονταν αυστηρές κυρώσεις για τους παραβάτες του ασύλου. Ωστόσο αυτό το σχέδιο νόμου δεν έγινε νόμος του κράτους και οι νομοθετικές ρυθμίσεις περί ασύλου δεν ίσχυσαν ποτέ. Ακολούθησε ο νόμος-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ (1268/1982), με τον οποίο θεσπίζονται για πρώτη φορά νομικές ρυθμίσεις για τους παραβάτες του ασύλου.
  3. Εδώ ακριβώς έγκειται το μέγα σφάλμα του νομοθέτη. Όποιος μελετήσει το σχέδιο νόμου της Επιτροπής Τσάτσου-Ευρυγένη και τον νόμο-πλαίσιο του 1982 δεν δυσκολεύεται να διαπιστώσει ότι οι νομοθέτες του 1982 επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το σχέδιο της επιτροπής Τσάτσου-Ευρυγένη. Ως προς τις διατάξεις μάλιστα περί ασύλου υπερθεμάτισαν· έγιναν πολύ πιο συγκεκριμένοι και πολύ πιο αυστηροί, ενώ θα όφειλαν να πράξουν ακριβώς το αντίθετο. Και εξηγώ: Όταν το 1974 η επιτροπή Τσάτσου-Ευρυγένη προσπάθησε να θεσμοθετήσει μέτρα εναντίον της παρέμβασης αστυνομικών στον ενδοπανεπιστημιακό χώρο, η Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει υπό την σκιά της δικτατορίας και η εγκατάσταση της δημοκρατίας δεν είχε εδραιωθεί ακόμη. Η Ασφάλεια Αθηνών είναι γνωστό ότι είχε συγκροτήσει το επονομαζόμενο «σπουδαστικόν τμήμα», οι άνδρες του οποίου είχαν εγκατασταθεί μέσα στα πανεπιστήμια, ασκούσαν αυστηρό έλεγχο στους φοιτητές και με το παραμικρό τούς κούρευαν «γουλί», τους «μπουζούριαζαν» και τους έστελναν άρον άρον στον στρατό. Με μια αστυνομία λοιπόν εθισμένη να θεωρεί το πανεπιστήμιο δικό της φέουδο και σε μια χώρα όπου η δημοκρατία αγωνιζόταν για να εδραιωθεί, οι νομικές ρυθμίσεις περί προστασίας του ασύλου μοιάζουν αναγκαίες. Αντίθετα το 1982 έχουν παρέλθει οκτώ ολόκληρα χρόνια από την μεταπολίτευση και ποτέ δεν είχε ακουσθεί ότι εισήλθε κάποιος αστυνομικός στον πανεπιστημιακό χώρο. Είναι προφανές ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις οφείλουν να εναρμονίζονται με την περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση και να αντλούν από αυτήν. Και αυτή η αρχή δεν τηρήθηκε. Έτσι το 1982 θεσμοθετούνται μέτρα με βάση τις συνθήκες του 1974, μολονότι έχουν αρχίσει να κάνουν ήδη την εμφάνισή τους κάποιες ομάδες βίας. Τώρα δηλαδή, στην κατεξοχήν κρίσιμη στιγμή, αποκλείομε με νόμο την παρέμβαση της Πολιτείας και καθιστούμε το έργο των διαφόρων ομάδων βίας πολύ πιο εύκολο. Άσυλο λοιπόν, χωρίς να διερωτάται κανείς γιατί και για ποιους.
  4. Είναι προφανές ότι μέσα από την κατάσταση αυτή ωφελήθηκαν οι διάφορες παρακρατικές και άλλες ομάδες βίας και ανομίας, οι οποίες μπορούσαν να σπάζουν και να λεηλατούν τα πάντα, βρίσκοντας κατόπιν καταφύγιο και προστασία στον πανεπιστημιακό χώρο. Ειδικά τα κεντρικά κτήρια του Πολυτεχνείου παραμένουν πάντα ένας προσφιλής χώρος για τους κουκουλοφόρους, τους πασίγνωστους πλέον γνωστούς-άγνωστους, που επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ, δηλαδή το κρυφτούλι με την αστυνομία και τα ΜΑΤ. Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα είδαμε συχνά τα Πανεπιστήμιά μας να οδηγούνται σε παράλυση. Είδαμε πειράματα που διεξάγονταν επί σειρά ετών να καταστρέφονται στην επόμενη κατάληψη. Έτσι το άσυλο από μέσο ελευθερίας της έκφρασης και ελεύθερης διακίνησης των ιδεών εξελίχθηκε σε μέσον προστασίας της ανομίας, της λεηλασίας και της κλοπής της δημόσιας περιουσίας. Κανείς ίσως δεν είναι σε θέση να μας πληροφορήσει πόσα έργα Τέχνης και άλλα μνημεία του έθνους έχουν εξαφανισθεί, -μερικά μάλιστα μυστηριωδώς- από την Σχολή Καλών Τεχνών και κανείς δεν ξέρει πού  πήγαν και πού βρίσκονται σήμερα. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει επίσης πόσοι Η/Υ και άλλος ηλεκτρονικός κυρίως εξοπλισμός έχει κλαπεί και ποιοι επωφελούνται κάθε φορά από παρόμοιες καταστάσεις. Και το άσυλο πνίγεται μέσα σε αυτή την ζοφερή εικόνα, καίγεται και ζητά άσυλο. Περί αυτού νομίζω συμφωνούν και οι πλέον κακόπιστοι σήμερα.
  5. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δηλώνει αποφασισμένη να δώσει λύση. Ωστόσο μέσα σε αυτόν, τον δικαιολογημένο οίστρο, φοβάμαι ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος αντί για λύση να οδηγηθούμε ξανά σε παράλυση. Επειδή είναι σύνηθες στην χώρα μας τα κοινωνικά φαινόμενα να ακολουθούν την πορεία του εκκρεμούς, να εκτινάσσονται δηλαδή ξαφνικά από το ένα άκρο στο άλλο, το λάθος του 1982 δεν είναι δύσκολο να επαναληφθεί με μια άλλη μορφή, τόσο κατά τη διατύπωση όσο και κατά την εφαρμογή των διατάξεων. Και αυτήν την φορά θα είναι επίσης ολέθριο. Και το λέω αυτό με την διαπίστωση ότι η σχετική συζήτηση έχει ξεκινήσει απολύτως εσφαλμένα. Η φράση δηλαδή με την οποία αναφέρεται το θέμα, «καταργείται το άσυλο», είναι απολύτως λανθασμένη. Όχι απλώς δεν κυριολεκτεί, αλλά και ενέχει κινδύνους. Αν άσυλο σημαίνει ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, ελευθερία στην διδασκαλία και στην έρευνα, αυτό το άσυλο το θέλομε. Η κατάργηση αυτού του πανεπιστημιακού ασύλου θα ήταν εγκληματική πράξη και είναι προφανές ότι η κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός δεν εννοούν αυτό. Δεν εννοούν κατάργηση αυτού τούτου του ασύλου, αλλά κατάργηση των νομικών διατάξεων για την προστασία του ασύλου, αφού αυτές αντιστρέφουν την πραγματικότητα και θέτουν το άσυλο εκτός ασύλου. Αυτές παρεμποδίζουν την συντεταγμένη Πολιτεία να εισέλθει στον χώρο του πανεπιστημίου και με τον τρόπο αυτό ευνοούν την ανενόχλητη επανάληψη των δραματικών φαινομένων που προαναφέραμε. Το ίδιο το άσυλο παραμένει ως ιδέα αναλλοίωτη και πρέπει να διαφυλάσσεται στην συνείδηση διδασκόντων και διδασκομένων και παντός ελεύθερου πολίτη, όπως συνέβαινε πριν από τη θέσπιση των σχετικών διατάξεων. Είναι κάτι σαν το άρθρο 114 του Συντάγματος που διαλαλούσαμε κάποτε. Για τη διαφύλαξη του ακαδημαϊκού ασύλου δεν πρέπει να χρειάζονται νομικές ρυθμίσεις. Επαφίεται στην ευαισθησία και τον πατριωτισμό των Ελλήνων.

*Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης