Είχαμε συνηθίσει και ελπίσει συνάμα πως έτσι θα συνεχιζόταν η οικονομική κατάσταση επί μακρόν! Όχι μόνο στη δική μας χώρα,  αλλά σε ολόκληρη την ευρωζώνη.  Όμως, οι τελευταίες εξελίξεις που έρχονται σωρηδόν, μας απογοήτευσαν και δυστυχώς φαίνεται ότι ακόμη είμαστε στην αρχή των δυσάρεστων γεγονότων. Ενώ λοιπόν ο περίφημος πληθωρισμός κυμαινόταν γύρω από το απόλυτο μηδέν, αίφνης άρχισε να παίρνει την ανιούσα και να σκαρφαλώνει σε επίπεδα πρωτόγνωρα για τις οικονομίες των χωρών της Ευρώπης, δημιουργώντας σενάρια καθόλου αισιόδοξα για όλα τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αφού θα απαιτηθούν, από  εδώ και πέρα, θυσίες για όλους.

Καταστάσεις οι οποίες αναμφίβολα θα οδηγήσουν σε πολλαπλές καθημερινές εκρηκτικές αντιδράσεις. Ο πληθωρισμός λοιπόν επιστρέφει ακάθεκτος στην γηραιά ήπειρο, συμπαρασύροντας σταθερές και συνηθισμένες οικονομικές μεταβλητές, αφού για δεκαετίες ήταν καρφωμένος στα χαμηλότερα επίπεδα, δίνοντας γένεση στα θαυμαστά επιτεύγματα των μεγάλων χωρών της Ευρώπης, αλλά και των μικρότερων.

Ο Χανς Φάλαντα (1893-1947) παρέμεινε δημοφιλής συγγραφέας στη Γερμανία και μετά τον θάνατό του. Το μυθιστόρημα   ‘Και τώρα, ανθρωπάκο;’ (Kleiner Mann, was nun?, 1932), εκδόθηκε, για να θυμηθούμε, ένα χρόνο πριν από την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία και σήμερα θεωρείται σύγχρονο κλασικό έργο, με δεδομένο την έντονη σκιαγράφηση και περιγραφή των τελευταίων ημερών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το βιβλίο αυτό καθιέρωσε τον Φάλαντα ως σημαντικό συγγραφέα και απεικονίζει, μεταξύ των πολλών άλλων, και  την κατάσταση των νεαρών Γερμανών κατά τη διάρκεια εκείνης της εγκυμονούσας περιόδου.

Ο Φάλαντα δίνει μια λεπτομερή περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων στην συγκεκριμένη εποχή, των αφεντικών, του ρόλου των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των κυβερνητικών θεσμών και βεβαίως την άγρια εκμετάλλευση  που επικρατούσε στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται απροκάλυπτα η χειρότερη πλευρά του καθενός.

Στο  βιβλίο αυτό του Χανς Φάλαντα, παρακολουθούμε τη ζωή των απλών ανθρώπων στη Γερμανία στις αρχές της ύπουλης δεκαετίας του 1930. Η ανεργία έχει φτάσει σε τρομακτικά επίπεδα και ο πληθωρισμός μειώνει ταχέως την αξία των μισθών, αλλά  και των αποταμιεύσεων.  Το Βερολίνο είναι σε προϊούσα κατάρρευση, μια πόλη όπου οι μισθοί είναι απαράδεκτα χαμηλοί και οι εργαζόμενοι πρέπει να ανταγωνιστούν με τους συναδέλφους τους για να διατηρήσουν τις πολύτιμες θέσεις εργασίας τους, αναπαράγοντας τη δυσπιστία μεταξύ τους με όποιο τρόπο μπορούν και με συχνά πισώπλατα μαχαιρώματα.

Πρέπει να πούμε, με την ευκαιρία,  ότι κάποιοι άλλοι  Γερμανοί συγγραφείς, που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, αισθάνθηκαν απέχθεια για όλους εκείνους που παρέμειναν πίσω, όπως ο Φάλαντα, και διακινδύνευσαν κι αυτοί και το έργο τους  κάτω από το ναζιστικό καθεστώς, με πιο αξιοσημείωτο τον Τόμας Μαν, ο οποίος  διέφυγε τη ναζιστική καταπίεση από  νωρίς και έζησε στο εξωτερικό και ο οποίος εκφράστηκε επί του συγκεκριμένου θέματος με τα χειρότερα λόγια.

Ήταν  μια εποχή, πάντως, με ανέχεια, ανεργία,  ανασφάλεια για το αύριο,  μια εποχή που ξημέρωνε και στην Ευρώπη λίγο καιρό πριν οι εθνικοσοσιαλιστές αναρριχηθούν στην εξουσία και οδηγήσουν τον γερμανικό λαό  αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη στον όλεθρο, αφού τότε  κανένας δεν γνώριζε πως η πόλη που δραστηριοποιούνταν οι χαρακτήρες του Φάλαντα θα όδευε ολοταχώς στα συντρίμμια μαζί με τους κατοίκους της. Σε πολλά σημεία και σελίδες, στο προαναφερόμενο βιβλίο του Φάλαντα και το Βερολίνο του μεσοπολέμου, σε πολλές μεθόδους και λεπτομέρειες θυμίζουν εποχές δικές μας, εν μέσω της γνωστής πολύχρονης οικονομικής ύφεσης την οποία ακόμη βιώνει με το χειρότερο τρόπο και η δική μας  κοινωνία.

Το φάντασμα του πληθωρισμού που επικρεμάται στην Ευρώπη σήμερα, για να επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου  ξεκινήσαμε, απειλεί ξανά κοινωνίες και έθνη. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει καθόλου πως  σε πολλές χώρες της ηπείρου μας επιστρέφουν και άλλες συνήθειες, λεπτομέρειες, εκδοχές και συνιστώσες. Μαζί με τον προαναφερθέντα Γερμανό συγγραφέα, και άλλοι πολλοί έθιξαν την επικίνδυνη έλευση του πληθωρισμού, όπως ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος σημείωνε τον υψηλότατο πληθωρισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τις δυσμενείς επιπτώσεις που εγκυμονούσε στις διάφορες οικογένειες αφού έπρεπε να διαθέτουν εκατομμύρια μάρκα για να αγοράσουν κάρβουνο και να μπορέσουν έτσι να ζεσταθούν μια κρύα μέρα.

Φυσικά από τότε πέρασε ένας ολόκληρος αιώνας, οι κοινωνίες άλλαξαν, αλλά ο φόβος που προκαλεί ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός έχει προκαλέσει τρόμο και έχει κινητοποιήσει όλες τις κυβερνήσεις  λόγω της ανόδου των τιμών και των βασικών και  απαραίτητων αγαθών. Το παρελθόν, και κατά προέκταση η ιστορία, βεβαίως,  πάντα έχει στη διάθεσή του μαθήματα, για πολιτικούς και πολίτες, αρκεί να ενσκήψουν σε εκείνα τα πεδία άπαντες με λίγη προσοχή. Σήμερα φαίνεται ξεκάθαρα πως η περίοδος της αφθονίας και των άσκοπων εξόδων πέρασε ανεπιστρεπτί και για άγνωστο χρονικό διάστημα.

Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να μας ξενίζει, πως ολοένα και συχνότερα στην ήπειρό μας αλλάζουν κυβερνήσεις, άλλες να αποκτούν ποιοτικά χαρακτηριστικά που να παραπέμπουν σε αλλότριες, μακρινές και αποκρουστικές εποχές και τόσα άλλα να έρχονται μπροστά  μας απειλητικά, με πρώτο και καλύτερο την αύξηση των επιτοκίων και άρα  ακριβότερα δάνεια από μεριάς των τραπεζών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών και την γενικότερη ύφεση. Για όλα αυτά φυσικά υπάρχουν αιτίες.

Ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία, προβλήματα  εξαιτίας της πανδημίας Covid-19, ευμεταβλητότητα και αστάθεια  των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, και τόσα άλλα που ακούμε καθημερινά από τα επίσημα χείλη των πολιτικών μας. Η κατάσταση που αρχίζει να διαμορφώνεται απαιτεί σοβαρότητα από τους πολιτικούς που χειρίζονται την κατάσταση και όχι ανεύθυνες λαϊκίστικες κορώνες και επιπολαιότητες, γιατί αναμφίβολα θα περάσει καιρός ώστε να βγούμε ξανά στο ξέφωτο, κι όσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουμε τόσο καλύτερα! «Οι εξισώσεις είναι περισσότερο ενδιαφέρουσες για εμένα.

Η πολιτική είναι για το παρόν, ενώ οι εξισώσεις είναι για την αιωνιότητα», δήλωνε ευθαρσώς κάποια στιγμή ο Αϊνστάιν και οι περισσότεροι σήμερα μάλλον θα βρίσκονταν δίπλα του!