Επειδή σε τούτο τον κόσμο κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα, για τίποτα, για τους δικούς του λόγους (αμέλεια, σκοπός) και όλα περιστρέφονται γύρω από το «δε βαριέσαι» και τον κουτσαβάκικο τρόπο, γιαυτό έχομε πιάσει κατηφόρα.

Πάνε 40 χρόνια που έχει πεθάνει, υπερήλικας, ο γείτονάς μου ο μπάρμπα Προκόπης, μάρτυρας το ερειπωμένο σπίτι και η βιοτεχνία του. Λεβεντόκορμος, ημιπαλαιωμένη εμφάνιση, δεν ήξερες αν ήταν άσπρος ή μαύρος, αξύριστος, μπρόκες στα στιβάνια, συνοφρυωμένος και σκυθρωπός.

Ολίγον αγρότης, ολίγον ραχατλής, καλός καγαθός, παρέα με τον εμπροσθογεμή τσιφτέ του, τον αρκούσαν 2 μπεκάτσες στο καρτέρι για το μεσημεριανό γεύμα με την κυρά του, αλλά αχώριστος φίλος με τα κρασοβάρελα που ποτέ δεν είχαν κρασί, γιατί (λέει) είχαν τρυπήσει, όχι ότι το είχε πιεί.

Ουρές οι γυναίκες με τα μικρά ή μεγάλα ζώα τους, να τους πάρει μέτρα και να συμφωνήσουν στην τιμή, για την κατασκευή μιας περίτεχνης και σίγουρης μουστούχας (φίμωτρο) γιαυτά.  (Μουστούχα ήταν μια κατασκευή που προσαρμοζόταν  στο στόμα του ζώου για να μην μπορεί να κλέψει τροφή από τους ξένους αγρούς και να μη δαγκώνει).

Μόνο στο γάτη που δεν κατασκεύαζε μουστούχα, τον φοβόταν. Το μόνο που μπορούσε ήταν να του βγάλει τα αχαμνά, βάζοντάς τον σε ένα στιβάνι με την κεφαλή μπροστά, για να μη βγαίνει στα κεραμίδια, αλλά να κυνηγά ποντικούς.

Η εμπειρία δημιουργεί τέχνη και η απειρία ελπίδα.

Μεσόκοπος επινόησε να κάνει οργανωμένη επιχείρηση την κατασκευή της μουστούχας. Ο μάγος κατά της αρπαχτής, καμάρωνε για την τέχνη του και την προσφορά στο σύνολο. Λογιών, λογιών  ακριβές, φτηνές, περίτεχνες μουστούχες κρέμονταν έξω από το εργασήριό του. Μουστούχες για όλα τα γούστα. Πέθανε με τον καημό ότι δεν είχε ένα τσιράκι (παραγιό) να του μάθει την τέχνη και να του αφήσει την επιχείρηση.

Πού’σαι σήμερο μεγάλε, επίκαιρε να αναβαθμίσεις και να επεκτείνεις την επιχείρησή σου από τα ζώα στους ανθρώπους (να μουστουχώσεις όλους τους κλέφτες και τους μπαταξήδες και μέρα και νύχτα) με πολλά παραρτήματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, χιλιάδες θέσεις εργασίας.

Μετά την αναχώρησή σου από τούτον τον κόσμο, το σπίτι σου και το εργαστήριό σου θα λειτουργούσαν σαν μουσείο, με την προτομή σου να δεσπόζει του χώρου. Όλες οι οικονομικές θεωρίες, οι πόλεμοι, οι σφετερισμοί, οι κλέφτες θα κατέρρεαν με μιας. Εχεις τρως, δεν έχεις δεν τρως.

Ο πιο ακριβοπληρωμένος άνθρωπος στον κόσμο είναι αυτός που πουλά ιδέες. Να μια ιδέα τζάμπα, σίγουρη και αποτελεσματική.

****************

Αξέχαστε μπάρμπα Προκόπη, δεν ξέρω αν σε είχε ενημερώσει ο Θεός του κάτω κόσμου, πριν από μερικά χρόνια, ότι σου είχα γράψει ένα άρθρο για την ιδέα σου να μουστουχώσεις όλα τα ζωντανά, να μην κλέβουν τη τροφή και σου είχα προτείνει τότε, αν ζούσες ακόμη, να παρατήσεις το μουστούχωμα των ζωντανών και των κακών πεθερών και να αναβαθμίσεις την επιχείρηση, να μουστουχώσεις τους κλέφτες και τους μπαταξήδες.

Ξέχνα το. Το πράμα έχει χοντρύνει. Όλοι λογαριάζανε χωρίς τον ξενοδόχο. Η ζωή έχει πάει στα αζήτητα. Θυμάσαι τη γρίπη του 1918, που δεν έφευγε ο παπάς από το νεκροταφείο; Κάποια άλλου είδους γρίπη σύρνεται σ’όλο τον κόσμο και χωρίς να σε ρωτήσει κανείς, χωρίς να ’ρθεί η ώρα σου, χωρίς να σε προειδοποιήσει ο μπαρμπα Μιχάλης να τα μαζεύεις, σ’ έχουνε μπουζουριάσει και περιμένεις τη σειρά σου στο νεκροταφείο.

Άστα. Όλοι, άσπροι, μαύροι, κόκκινοι, κίτρινοι τά ’χουνε κάνει στο παντελόνι από το φόβο τους, γιατί δεν ξέρουν «τί τους ξημερώνει».

Τα αφεντικά λοιπόν όλου του κόσμου σκόρπισαν παντού τελάληδες (κήρυκες) και γυρεύουν τον καλύτερο μουστουχά για την κατασκευή της πιο καλής μουστούχας, να τη φορούν οι αθρώποι για να μη μπαίνει στη μούρη τους αυτό το κακό. Αμέσως μού ’ρθες στο μυαλό.

Παρακάλεσε λοιπόν το θεό του κάτω κόσμου, να μεσολαβήσει στον επουράνιο θεό, να σου επιτρέψει, να ΄ρθεις στον πάνω κόσμο μόνο για λίγο, ίσα-ίσα για να δείξεις την κατασκευή της πιο τέλειας και αποτελεσματικής μουστούχας. Όλος ο κόσμος θα σου ανάβει λαμπάδες. Κόνισμα θα σε κάνουν. Σκέψου το.

Ουφ… Όλα είναι ρευστά, κάνε το σταυρό σου.

 

*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής