Η δημοκρατία του θανάτου είναι, φαινομενικά, από τα πιο δίκαια κι άδικα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή. Εμπεριέχει ισότητα, δεν κάνει διακρίσεις κι είναι για όλους. Κοντολογίς, δεν τη γλιτώνει κανείς.
Το μόνο που με τσαντίζει είναι ότι αυτή η δημοκρατία μπερδεύεται, χάνει τον δρόμο της κι επιβάλλεται όπου, σε όποιον κι όποτε της καπνίσει, δικαίως ή αδίκως, κι αυτό μου σκαμπάζει λίγο φασιστικό. Να πούμε όμως και το άλλο, χωρίς την αόριστη κι ενστικτώδη απειλή εκεί στο βάθος της ψυχής για τον θάνατο, η ζωή μας δεν θα είχε ενδιαφέρον.
Άσε που πίσω απ’ αυτή, οι πιο σοφοί κάνουν όμορφες θεωρίες και πράξεις και οι πιο άχρηστοι δικαιολογούν τις βρωμιές τους ανάγοντας τα ανήθικα ψεύδη τους σε φιλοσοφικά επιτεύγματα.
Πολλές φορές, κι ειδικά από εκείνη τη μέρα των εννέα χρόνων μου που κατάλαβα ότι δεν είμαι αθάνατος και ότι κάποτε θα πάψω να υπάρχω, κοντολογίς θα τα τινάξω πανηγυρικά, με απασχολεί αυτό το θέμα και το άδικο που εμπεριέχει.
Ας με δικαιολογήσετε λοιπόν αλλά οι προσπάθειές μου στο διπλωματικό μου νταλαβέρι με τον δημοκράτη θάνατο, ακόμα και αυτήν την ώρα, ίσως οφείλονται σ’ έναν κρυμμένο φόβο, συγκρατημένο θυμό και σε μια προσπάθεια επεξήγησης ενός άδικου «γιατί» που μέχρι στιγμής αφορά εμένα αλλά και ανθρώπους γνωστούς και μη γνωστούς.
Για τους φίλους που έφυγαν
Την τοπογράφο Ευαγγελία Κουρτικάκη
Τη φιλόλογο, ποιήτρια Εύα Πετρουγάκη
Τον ξεναγό Γιώργο Σπυριδάκη
Ίσως, βέβαια, αυτές οι γραμμές να οφείλονται και σε μια προσπάθεια αντίστασης με ό,τι όπλα γνωρίζω και προσωπικά διαθέτω, απέναντι σε μια τεράστια δύναμη για όλους μας. Η προσπάθεια δε αυτή, τα κάνει να μοιάζουν ή να είναι μια μικρή αλλά αξιοπρεπής απάντηση στον μεγάλο «δημοκράτη» θάνατο.
Βρήκα τη δύναμη μετά από καιρό να γράψω μερικές λέξεις. Βλέποντας σε φωτογραφία ή φέρνοντας στον νου μου τις φίλες και τον φίλο που φύγαν τα τελευταία τρία χρόνια και που πριν από ένα διάστημα μιλούσαμε στον δρόμο, σε έναν λογοτεχνικό σύλλογο, σ’ ένα καφέ κι ήταν ζωντανοί μπροστά μου, έχω αναρωτηθεί έντονα προβληματισμένος: Με τι όπλα πια ο ζωντανός άνθρωπος μπορεί να σταθεί μπροστά σ’ αυτήν την απόλυτα σκληρή και στυγνή αλήθεια της απώλειας, που κάποια στιγμή ως αληθινό γεγονός, τον περικυκλώνει;
Μπαίνω λοιπόν στην αρένα της σκέψης, της ζωής και του θανάτου, με ρίσκο τη γραφικότητα, ζωσμένος με δυο λέξεις κι ένα σκουριασμένο ξίφος των παππούδων μου, για να βρω μια απάντηση. Ένα γέλιο συμπάθειας, ίσως ειρωνείας ίσως κοροϊδίας νιώθω να με γυροφέρνουν αλλά και αρκετός θυμός. Καλοί άνθρωποι οι φίλοι μου και κανείς τους δεν ήταν πλήρης ημερών, κι έτσι απλά… έφυγαν. Ο πάντα χαμογελαστός Γιώργος δεν ήταν στο φετινό παιχνίδι του Χαμένου Θησαυρού που τόσο του άρεσε και που επί δεκαεπτά χρόνια τιμούσε με την παρουσία του.
Η Εύα, που την είχαμε συνηθίσει σε πολιτιστικές εκδηλώσεις με τα εξαίσια ποιήματά της, δεν θα είναι μαζί με τη Βαγγελιώ με τις βαθιές και πολυσέλιδες αναλύσεις της στις πλέον γνωστές ομιλίες ποίησης και πεζογραφίας, στις διοργανώσεις των λογοτεχνικών λεσχών και συμβάντων. Όμως θα είναι και θα τις συνοδεύουν εκεί, ζωντανές και φτωχότερες οι ψυχές μας.
Πριν τη μάχη μέσα στην αρένα λοιπόν, οργισμένος κι αδύναμος ως άνθρωπος, με το θάρρος της απελπισίας μου για τους φίλους μου, υποκλίνομαι με σεβασμό μπροστά στον μεγάλο αντίπαλο, αναγνωρίζοντας ως μαχητής σαμουράι, την πλήρη ανωτερότητά του. Δηλώνω, δε, έντιμα σ’ αυτόν τα ανθρώπινα όπλα μου και τα συναισθήματά μου, μαζί με την οργή μου για τους φίλους μου.
Έτσι, μ’ έναν θυμό πια, ξεθηκαρώνω το σκουριασμένο ξίφος κι ας χάσω τη μάχη γιατί απλά, Αχιλλέας δεν είμαι. Στην όποια ώρα μού αναλογεί, δεν θα βγω φοβισμένος και τρεχάτος από την αρένα, αν δεν ηττηθώ ευπρεπώς και μετά από μια δίκαιη αλλά εκ των προτέρων χαμένη μάχη.
Σαν εκδίκηση γράφω αυτές τις γραμμές για δυο φίλες κι έναν φίλο, που δέχτηκαν πισώπλατα χτυπήματα στην τελευταία ώρα τους. Αυτούς που χρόνια μάς τιμούσαν με την παρουσία τους. Εγώ, εμείς, με τη σειρά μας, ως αντίσταση, ως δίκαιο, θα τιμούμε τη μνήμη, τον τρόπο σκέψης τους μέσα μας και μέσα στην αρένα της ζωής μας.
Αν γίνει αυτό για όλους τους δικούς μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, τότε οι απλές, αληθινές αξίες θα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά κι ας λείπουν οι δημιουργοί τους. Τότε, τα απλά, τα μεγάλα κι ανθρώπινα, δεν θα νικηθούν ποτέ. Αυτά τα λόγια μου, δείγμα ακραίας λύπης και ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά σε τέτοια γεγονότα, αρπάζονται από τα δυο χάρτινα, φωτεινά και χρωματισμένα με νερομπογιές, δρομάκια.
Κι εννοώ αυτές τις φωτεινές μικρές λεωφόρους με τις γυάλινες ασφαλτοστρώσεις που έχω φτιάξει ως άνθρωπος μέσα μου με τη φαντασία, τις μνήμες, που ο καθένας στον μοναχικό και μοναδικό τρόπο του, πάντα θα έχει. Έτσι δεν θα νικηθούν ποτέ οι φίλοι μας, μαζί κι εμείς, γιατί θα κρατάμε για πάντα μαζί μας τα όπλα που μας χάρισαν για να πολεμάμε και να νικάμε όπως αυτοί κι εμείς ξέρουμε, κι όπως είπε κι ο μεγάλος Χεμινγουέι: «Τον άνθρωπο μπορείς να τον σκοτώσεις, αλλά δεν μπορείς να τον νικήσεις».