Όταν την ιστορική εκείνη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Μουσολίνι απέστειλε τον Γκράτσι να ζητήσει την παράδοση της χώρας μας, οι σύγχρονοι Έλληνες δεν εδίστασαν ν’ αντιμετωπίσουν την μέχρι τότε θεωρούμενη ακατάβλητη ισχύ του Άξονα, προκρίνοντας το αρχαίο ρητό «Τεθνάναι καλώς ή ζην αισχρώς».

Και από εκείνη την στιγμή η μικρή Ελλάδα με το μεγάλο ΟΧΙ που βγήκε αυθόρμητα από το στόμα του Ελληνικού λαού, μπήκε σ’ έναν πόλεμο και είναι αποδεδειγμένο ότι ουδέποτε στην ιστορική πορεία αντιμετωπίσαμε σαν χώρα τέτοια ισχυρότατη πολεμική μηχανή.

Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων στο μέτωπο είναι δυνατόν να διαιρεθεί χρονικά σε τρεις περιόδους:

1η περίοδος

(28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940 )

Από την αυγή της 28ης Οκτωβρίου οι Ιταλοί επιχείρησαν σχεδόν ταυτόχρονα αιφνιδιαστική εισβολή, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος, ενώ η αεροπορία τους βομβάρδιζε στόχους στο μέτωπο και στο εσωτερικό της χώρας.

Παρ’όλα αυτά, στα σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας, τα αποτελέσματα ήταν ασήμαντα και για το λόγο αυτό η συγκέντρωση από ελληνικής πλευράς και η έγκαιρη μεταφορά των επιστρατευμένων μονάδων έγιναν χωρίς σοβαρά εμπόδια. Το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων σήκωσαν στους ώμους τους οι κληρωτοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας.

Την περίοδο αυτή βομβαρδίστηκε για πρώτη φορά, μια σκοτεινή Νοεμβριανή νύχτα, το αεροδρόμιο που είχαν αρχίσει να φτιάχνουν οι Άγγλοι στον κάμπο του Καστελλίου. Ο πρώτος βομβαρδισμός στην περιοχή μας από ιταλικά αεροπλάνα. Μόνο που οι βόμβες έπεσαν από λάθος χειρισμούς των πιλότων στην γύρω περιοχή του χωριού Μαθιά χωρίς απώλειες. Νεκρούς ο δήμος μας δεν είχε αυτό το διάστημα. Η 5η Μεραρχία των Κρητών δεν είχε αναχωρήσει ακόμη από την Κρήτη για το μέτωπο.

2η  περίοδος

(14 Νοεμβρίου – 6 Ιανουαρίου 1941)

Σε ένα διάλειμμα των μαχών, οι Έλληνες στρατιώτες βρίσκουν λίγο χρόνο για το πρόχειρο φαγητό τους.

Το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, αποβλέποντας στην ουσιαστική εκμετάλλευση των πρώτων ελληνικών επιτυχιών, προτού προλάβουν οι Ιταλοί να ενισχυθούν πλήρως με νέες δυνάμεις, αποφάσισε την ταχεία ανάληψη αντεπιθέσεως. Έτσι από τις 14 Νοεμβρίου και παρότι δεν είχε περατωθεί η επιστράτευση και συγκέντρωση του Στρατού, εκτόξευσε γενική αντεπίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Πράγματι οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν σε πρώτη φάση μέχρι τις 22 Νοεμβρίου, όχι μόνο να αποκαταστήσουν την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους, αλλά και να προωθηθούν στο βόρειο τομέα του μετώπου στην πόλη της Κορυτσάς.

Στη συνέχεια σε δεύτερη φάση, μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου, πέτυχαν τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχε θέσει το Γενικό Στρατηγείο και απώθησαν με σκληρούς αγώνες και κάτω από δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, τις ιταλικές δυνάμεις σε βάθος 30 – 50 χιλιομέτρων, παρότι αυτές ενισχύονταν συνεχώς και προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση.

Οι ευρείες επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκαν στα τέλη Δεκεμβρίου. Ο δριμύτατος χειμώνας και οι δυσχέρειες στις συγκοινωνίες δημιουργούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στους ανεφοδιασμούς και τις διακομιδές. Παράλληλα η δίμηνη εκστρατεία είχε επιφέρει σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, οπλισμό, εφόδια και λοιπά υλικά.

Ένας από τους στρατιώτες του τόπου μας, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή εκείνη την περίοδο, ο Πετροδασκαλάκης Γιάννης από τους Αποστόλους αφηγείται: ´…υπηρετούσα στο 3ο Σύνταγμα ιππικού και αμέσως με την κήρυξη του πολέμου μεταφερθήκαμε στην πρώτη γραμμή. Την πρώτη και μεγάλη μάχη έδωσε το Σύνταγμά μας από τις 16 ως τις 19 Νοεμβρίου 1940 λίγο έξω από την Κόνιτσα, μεταξύ των χωριών Μάζη-Μελισσόπετρα. Πολεμήσαμε με το Ιταλικό Σύνταγμα Αλπινιστών. Την κερδίσαμε αυτή την μάχη. Είχαμε 25 νεκρούς και 400 τραυματίες. Πιάσαμε 2000 Ιταλούς αιχμαλώτους.

Στην διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε ο Ανθυπολοχαγός Σαλούρος και έτρεξε να τον βοηθήσει ο συγχωριανός μου Αργυράκης Μανόλης του Γεωργίου. Όπως τον τραβούσε για να τον φέρει πίσω μια ιταλική ριπή χτύπησε τον Αργυράκη και τραυματίστηκε βαριά…».

Και σ’ αυτήν την περίοδο ο τόπος μας δεν είχε νεκρούς. Η 5η Μεραρχία είχε αναχωρήσει από την Κρήτη αλλά δεν είχε φτάσει ακόμη στο μέτωπο.

3η  περίοδος

(7 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1941)

Στο χρονικό αυτό διάστημα έγιναν στον κεντρικό τομέα του μετώπου, οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών σε όλη την διάρκεια του πολέμου. Την ίδια περίοδο και στις 9 Μαρτίου, υπό την άμεση παρακολούθηση του Μουσολίνι, εκτοξεύτηκε η μεγάλη «Εαρινή» ιταλική επίθεση PRIMAVERA με ιδιαίτερη ένταση στο τμήμα από την Τρεμπεσίνα μέχρι την περιοχή Μπούμπεσι.

Η εαρινή ιταλική επίθεση έληξε άδοξα, είχε την ίδια περίπου τύχη με τον «απλό στρατιωτικό περίπατο», όπως θεωρούσε την όλη εκστρατεία κατά της Ελλάδας η Ιταλική Στρατιωτική Ηγεσία. Αυτή είναι η περίοδος όπου η Κρητική Μεραρχία έγραψε χρυσές σελίδες στα βουνά της Αλβανίας.

Έγγραφο της Κοινότητας Καρουζανών προς τη Νομαρχία Ηρακλείου με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1942.

Βαρύ ήταν το τίμημα των Ελλήνων, Αξιωματικών, Υπαξιωματικών και Οπλιτών στον πόλεμο 1940-1941. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), οι απώλειες ήταν:

Αξιωματικοί νεκροί 604, εξαφανισθέντες 7, σύνολο 611

Στρατιώτες νεκροί 11.307, εξαφανισθέντες 1.335, σύνολο 12.642

Ακολούθησε η κατάληψη της Ελλάδας από τις ναζιστικές-φασιστικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941 και η κατάληψη της Κρήτης (μετά τη μεγαλειώδη μάχη των έντεκα ημερών), τον Μάη του 1941.

Το χωριό Μπιτζαριανώ βρίσκεται βόρεια του Καστελλίου Πεδιάδος, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων. Είναι ο γενέθλιος τόπος του Αρχηγού των έξι Ανατολικών Επαρχιών, (την περίοδο της τουρκοκρατίας), Αντωνίου Τρυφίτσου. Στο κάλεσμα της πατρίδας, πολλοί νέοι του Μπιτζαριανού στρατεύτηκαν και πολέμησαν τις ορδές του Μουσολίνι.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1942, σε έγγραφο απάντηση του Προέδρου της Κοινότητας Καρουζανών (που ανήκει και το χωριό Μπιτζαριανώ), προς τον Νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη, διαβάζουμε ότι επέστρεψαν από το μέτωπο είκοσι πέντε παλικάρια των τριών χωριών της Κοινότητας (Πάνω Καρουζανώ, Κάτω Καρουζανώ και Μπιτζαριανώ). Σύμφωνα με το έγγραφο του Προέδρου, στις 10 Φεβρουαρίου 1942 είχαν επιστρέψει στα χωριά της Κοινότητας:

α) Από το χωριό Πάνω Καρουζανώ οι Πιταροκοίλης Ηρακλής του Ιωάννου, Πιταροκοίλης Μιχάλης του Ιωάννου, Πιταροκοίλης Ιωσήφ του Εμμανουήλ, Πιταροκοίλης Εμμανουήλ του Λεωνίδα, Πιταροκοίλης Πραξιτέλης του Γεωργίου, Πιταροκοίλης Μιχαήλ του Εμμανουήλ και Πιταροκοίλης Νικόλαος του Γεωργίου.

β) Από το χωριό Κάτω Καρουζανώ οι Χατζάκης Αριστείδης του Γεωργίου, Δοκιανάκης Ιωάννης του Γεωργίου, Χατζάκης Εμμανουήλ του Ιωάννου, Παγωνάκης Εμμανουήλ του Γεωργίου, Μπουλουκάκης Κωνσταντίνος του Εμμανουήλ και Μπουλουκάκης Μανούσος του Σταύρου.

γ) Από το χωριό Μπιτζαριανώ οι Μπιτζαράκης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, Μπιτζαράκης Νικόλαος του Σταύρου, Μπιτζαράκης Εμμανουήλ του Σταύρου, Μπιτζαράκης Ελευθέριος του Σταύρου, Μπιτζαράκης Νικόλαος του Γεωργίου, Μπιτζαράκης Εμμανουήλ του Γεωργίου, Μπιτζαράκης Δράκος του Γεωργίου, Κουτσαντωνάκης Ιωάννης του Γεωργίου, Κουτσαντωνάκης Δημήτριος του Γεωργίου, Μπουλουκάκης Ηρακλής του Γεωργίου, Παπαστεφανάκης Δημήτριος του Γεωργίου και Μαυραντωνάκης Ελευθέριος του Γεωργίου.

Ένα παλικάρι από το χωριό Μπιτζαριανώ, ο Δεκανέας Μπιτζαράκης Γεώργιος του Δημητρίου, ο νέος με τα όμορφα μάτια, δεν επέστρεψε από το μέτωπό μαζί με τους συγχωριανούς συμπολεμιστές του. Παιδί του Δημητρίου και της Χαριστής (το γένος Προνάκη), μοναχογιός με τρεις αδερφές, την Μαρία (Κανάκη), την Αικατερίνη (Χουλάκη) και την Ελένη (Καρυωτάκη).

Μερακλής και πρωτοχορευτής στα γλέντια και στις χαρές φίλων και συγγενών του, ενθουσίαζε λένε όσοι τον γνώρισαν με τον χορό του. Δεν πρόλαβε να παντρευτεί και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, τον πρόφταξε ο πόλεμος.

Με τη Μεραρχία των Κρητών και το 43ο Σύνταγμα μεταφέρθηκε στο μέτωπο. Στις 2 Μαρτίου 1941, η μονάδα του βρισκόταν στο Αλβανικό χωριό Άρτζα ντι Σόμπρα στις πλαγιές του όρους Τρεμπεσίνα. Το πυροβολικό των Ιταλών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου χτυπούσε ασταμάτητα τις ελληνικές θέσεις.

Η υπεροπλία σε πυρομαχικά και πολεμικό υλικό του εχθρού ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανής. Χιλιάδες Ιταλικές οβίδες έσκαψαν τα αλβανικά βουνά και τις πεδιάδες. Το ιταλικό πυροβολικό δεν σταματούσε παρά μόνο τη νύχτα. Στις 2 Μαρτίου το μεσημέρι, ένα βλήμα ιταλικής οβίδας σκότωσε τον Γεώργιο Μπιτζαράκη. Οι συμπολεμιστές του περίμεναν να νυχτώσει και τον έθαψαν, σκεπάζοντας το κορμί του με πέτρες.

Από το πρωί της 3ης Μαρτίου το σφυροκόπημα των Ιταλών συνεχίστηκε. Μια οβίδα χτύπησε τον τάφο του Μπιτζαράκη. Το σώμα του παλικαριού διαμελίστηκε και σκορπίστηκε τρίγυρα. Οι συμπολεμιστές του βιώνοντας αυτό το συγκλονιστικό γεγονός πείσμωσαν και όρμησαν στη μάχη. Το βράδυ που κόπασαν οι κανονιοβολισμοί, σε ένα σεντόνι μάζεψαν το παλικάρι (ό,τι είχε απομείνει). Τον έθαψαν στην ίδια θέση για δεύτερη φορά.

Ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος, ανάπηρος του πολέμου, (αποκοπή των κάτω άκρων από κρυοπαγήματα), αφηγείται για τον Γεώργιο Μπιτζαράκη:

…  εγώ ήμουνα στο νοσοκομείο στην Αθήνα. Είχα χάσει τα κάτω άκρα μου από τα κρυοπαγήματα. Εκεί ήρθε η είδηση για το Γιώργη του Δημήτρη από το Μπιτζαριανώ. Δικοί μας ανθρώποι, από τα χωριά μας την εφέρανε. Κι είπανε ότι ο Γιώργης σκοτώθηκε από τσι ιταλικές οβίδες. Κάθε μέρα πόσες, δεν προλαβαίναμε να μετρούμε πόσες επέφτανε.

Γύρω μας, με ένα τρομερό σφύριγμα. Εμείς είμαστε χωμένοι στα αμπριά. Εσταματούσανε μόνο όντεν εκάνανε οι Ιταλοί επιθέσεις. Λίγες εκάνανε, δεν εθέλανε να πολεμούνε αυτοί. Και μας είπανε ότι ο Γιώργης σκοτώθηκε. Και τόνε θάψανε εκεί, στο χωριό που σκοτώθηκε σε μια πλαγιά. Τη νύχτα. Γιατί εμείς εθάβαμε τσι δικούς μας τη νύχτα.

Την ημέρα δεν εμπορούσαμε από τσ’οβίδες. Το δε άλλο πρωί μας είπανε ότι μια άλλη οβίδα έπεσε στο μνήμα του. Και τον εξέθαψε. Μόλις ενύχτωσε εβγήκανε οι δικοί μας και τόνε μαζώξανε. Ότι βρήκανε. Γιατί η οβίδα τον έκανε κομμάθια. Και ήμαθα ότι εγυρίζανε οι στρατιώτες γύρω γύρω το τόπο ως να βρούνε και το τελευταίο του κομμάτι. Και τον εξαναθάψανε στο ίδιο μέρος. Ετσά επήγε ο Γιώργης. Ήτανε ο καλύτερος χορευτής του τόπου μας…».

Για τον Γεώργιο Μπιτζαράκη συγκλονιστική είναι η αφήγηση του Γεωργίου Γρινάκη από το Καστέλλι Πεδιάδος και τραυματία του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο Γεώργιος Γρινάκης θυμάται:

…εγώ ετραυματίστηκα στση 12 του Φλεβάρη το 1941. Με πήγανε στο νοσοκομείο στην Άρτα και έκαμα τρεις μήνες. Εκειά στο νοσοκομείο εμάθαμε για το χαμό του Μπιτζαρογιώργη. Ήρθε ένας τραυματίας και άρχιξε να μας ε λέει για το Γιώργη.

Ότι τον εχτύπησε μια οβίδα και τόνε σκότωσε. Η κακή του τύχη όμως ήθελε να πέσει άλλη οβίδα εκειά που τόνε θάψανε. Ακριβώς από πάνω του. Και τον εσκόρπισε στσι πέντε ανέμους. Κανένας στρατιώτης εκείνη τη μέρα δεν ήβαλε πράμα στο στόμα του. Δεν ήθελε κανείς να φάει. Από τη στενοχώρια ντως.

Τόνε μαζέψανε, ότι βρήκανε και τόνε ξαναθάψανε στο ίδιο μέρος. Εβάλανε κι ένα ξύλινο σταυρό με τ’όνομά του. Όση ώρα μας ήκανε την ιστορία του Γιώργη, εμαζωχτήκανε γύρω οι γιατροί, οι νοσοκόμες οι νοσοκόμοι, όλοι μας για ν’ακούμε. Και ετρέξανε τα μάθια ολονών μας. Για το Γιώργη το Μπιτζαράκη. Όλοι μας εκλάψαμε…».

Ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας ήταν σκληρός. Ο εχθρός δεν είχε μόνο ανθρώπινη υπόσταση. Εχθρός ήταν το χιόνι. Το κρύο. Οι λάσπες. Η πείνα. Και η υπεροπλία των Ιταλών.

Σε μια πλαγιά της Τρεμπεσίνας, βρίσκονται τα οστά ενός παλικαριού από το χωριό Μπιτζαριανώ. Του Γεωργίου Μπιτζαράκη του Δημητρίου. ΄Εδωσε το αίμα του για την πατρίδα. Τάφηκε δυο φορές. Ο μοναχογιός του Μπιτζαροδημήτρη. Του χαροκαμένου πατέρα, που πέθανε μ’αυτή την λύπη. Ο δεκανέας Γεώργιος Μπιτζαράκης. Για να μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία απαιτεί θυσίες και αίμα.

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.