Και σήμερα μουντή εδώ η ατμόσφαιρα, κρύα και βροχερή, με πλαγιαστούς ανέμους που σφυροκοπούν την χειμωνιάτικη πρωτεύουσα του κρατιδίου του Τυρόλου και των Άλπεων, το Ίνσμπρουκ. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες, κι’ ο συννεφιασμένος καιρός με αναγκάζουν για την ώρα να κατευθυνθώ στο κέντρο της, όπου βρίσκεται και το σπουδαίο λαογραφικό μουσείο του Τυρόλου, μεταξύ των πολλών άλλων ενδιαφερόντων. Το στολίδι της πόλης φυσικά είναι το Αυτοκρατορικό Παλάτι Χόφμπουργκ, των Αψβούργων, γνωστό για τις νωπογραφίες, τους πλούσιους εσωτερικούς χώρους με τη διακόσμηση και την παλινδρόμηση στον τρόπο ζωής των πλουσίων και διάσημων του 16ου αιώνα, αλλά για την ώρα η επίσκεψη στο λαογραφικό μουσείο, παρουσιάζεται ως καλύτερη επιλογή. Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του Τυρόλου, πάντως, είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία πολιτιστικής κληρονομιάς, όχι μόνο εδώ αλλά και σε όλη τη γηραιά ήπειρο. Βρίσκεται δίπλα στη Χόφκιρχε, την Εκκλησία της Αυλής, που χτίστηκε μεταξύ 1553 και 1563, και στο Αυτοκρατορικό Παλάτι των Αψβούργων. Και μόνο σε όλα αυτά, μπορείς να αφιερώσεις τουλάχιστον μια ή δύο μέρες περιπλάνησης.
Στους τρεις ορόφους του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης, ξεχειλίζουν τα εκθέματα που παρουσιάζουν τον συνήθη καθημερινό άνθρωπο του Τυρόλου, μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα. Η μόνιμη έκθεση αποτελεί γενναιόδωρη συλλογή με αντικείμενα πάσης φύσεως. Χειροτεχνήματα, κοστούμια, είδη οικιακής χρήσης, γυαλιά, αγγεία, αγροτικά έπιπλα, παιχνίδια, εργαλεία και λαϊκή τέχνη, όλα από την ευρύτερη περιοχή του Τυρόλου. Υπάρχουν σχολαστικά ανακαινισμένα δωμάτια από διάφορες τεχνοτροπίες, παρμένα από αγροτικά και αρχοντικά σπίτια. Οι φάτνες του είναι κατασκευασμένες από ξύλο, κερί, χαρτί και πήλινα σκεύη που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα. Οι ηχητικοί οδηγοί όμως που δίνονται στους επισκέπτες, δεν λησμονούν την περιήγηση και στην ίδια την Εκκλησία της Αυλής. Ακριβώς δίπλα από εδώ!
Το Ίνσμπρουκ ήταν το στέκι των βασιλιάδων και τα αναμνηστικά τους γεμίζουν και σήμερα τα ταμεία του Μουσείου. Αυτό, όμως παρουσιάζει μια εκλαϊκευμένη άποψη στις ζωές των απλών ανθρώπων, της εργατικής τάξης και των απίστευτα ταλαντούχων τεχνιτών που κατοικούσαν στο Τυρόλο. Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης ξεδιπλώνει το εσωτερικό του, σε τέσσερις πτέρυγες ενός αρχαίου μοναστηριού των Φραγκισκανών που περικλείει μια όμορφη τοξωτή αυλή. Το αναγεννησιακό κτίριο χτίστηκε υπό την επίβλεψη του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Α’ περίπου την ίδια εποχή με τη Χόφκιρχε. Φυσικά σε διάφορα χρονικά διαστήματα έγιναν βελτιώσεις, προσθήκες και φινιρίσματα. Σημαδιακή ημερομηνία ήταν το έτος 1888, όταν ο Εμπορικός Σύλλογος του Τυρόλου πήρε την απόφαση χτίσουν ένα μουσείο που θα παρουσίαζε τα επαγγέλματα και τις ζωές των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, κι’ έτσι ξεκίνησε η συγκέντρωση της σπουδαίας συλλογής από είδη χειροτεχνίας από διάφορα μέρη εδώ γύρω. Κάπου στα 1926, τα εκθέματα παραδόθηκαν στην Κομητεία του Τυρόλου και έγινε δημόσια έκκληση στην ανάγκη φιλοξενίας της τεράστιας πλέον συλλογής σε μια δημόσια και κυρίως προσβάσιμη σε όλους τοποθεσία.
Το μουσείο ιδρύθηκε το 2000, αλλά το 2008 πέρασε μια τεράστια φάση αναδιοργάνωσης και ανακατασκευής και τώρα έχει εντελώς διαφορετική εμφάνιση. Να υπενθυμίσουμε ότι πολλά από τα αντικείμενα που στεγάζονται σε αυτό, χρονολογούνται από την προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εποχή. Η συλλογή είναι πολύ περιεκτική και αντιπροσωπεύει κυρίως τα αγροτικά στρώματα, τη μεσαία και εργατική τάξη. Αν και η χειροτεχνία ήταν το κύριο και παλαιότερο θέμα του μουσείου, τώρα φιλοξενεί και κοινά αντικείμενα οικιακής χρήσης. Η χειροτεχνία, η οικιακή βιομηχανία και πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές εκείνων των εποχών, αιχμαλωτίζουν ευχάριστα τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Στους τρεις ορόφους του, φιλοξενεί φυσικά πολλά διακριτά τμήματα.
Ένα τμήμα του, είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένο στους εορτασμούς και τα φεστιβάλ που γίνονται όλο το χρόνο στο Τυρόλο, ένδειξη διαρκούς ευημερίας της περιοχής καθώς του τεράστιου αριθμού εκδηλώσεων, που γεμίζουν μια τυπική χρονιά στο Τυρόλο. Ο χώρος παρακολουθεί ακόμα εκκλησιαστικές τελετουργίες, εθιμικούς εορτασμούς, πανηγύρια, εκδηλώσεις και γιορτές των χωριών. Κάπου παραπέρα, απεικονίζονται οι ανησυχίες και οι κίνδυνοι της καθημερινής ζωής των Τυρολέζων.
Για να προστατεύσουν τη ζωή τους από τα ατυχήματα, τις ασθένειες και τους αιφνίδιους θανάτους, οι άνθρωποι στρέφονταν στις δεισιδαιμονίες, τη μαύρη μαγεία και το βουντού και μερικές από τις τελετές παρουσιάζονται με ζωηρές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Τα στάδια της ζωής, η εγκυμοσύνη, έως και ο θάνατος, παρουσιάζονται με επεξηγηματικές πεποιθήσεις και τελετουργίες. Υπέροχα έργα τέχνης, αναπαλαιωμένα ξύλινα αντικείμενα, και λίγα ανακαινισμένα σαλόνια, μέρος των πλούσιων σπιτιών και των αρχοντικών της περιοχής του Τυρόλου.
Υπάρχουν ολόκληρα ανακατασκευασμένα δωμάτια που ανήκαν σε αγρότες, στην εργατική τάξη, αλλά και σε αριστοκράτες, σκιαγραφώντας έτσι διαφορετικά επίπεδα και όψεις της Τυρολέζικης ζωής. Στο μουσείο υπάρχει μια τεράστια συλλογή από φάτνες από διαφορετικά υλικά, μερικές από τις οποίες χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα. Υπάρχουν περισσότερες από είκοσι κούνιες σε διάφορα στυλ, καθώς και μια μόνιμη έκθεση παραδοσιακών ενδυμάτων, εργαλείων, οικιακών ειδών, επίπλων, ειδών λαϊκής τέχνης κ.λπ. που προβάλλουν τις παραδόσεις και τα έθιμα κατοίκων πολλών γενεών που έζησαν στο Τυρόλο. Κι’ ακόμα, μια υπέροχη σκακιέρα από πολύτιμο ξύλο και πάμπολλα αντικείμενα κοινής χρήσης και εμπορίου, όπως αργαλειοί, μηχανές επεξεργασίας μαλλιού, κάδοι γάλακτος, ντουλάπες, κιβώτια αποθήκευσης, μαγειρικά σκεύη όπως οι ξύλινοι πλάστες, μέχρι και χειροποίητα χάλκινα καλούπια ψησίματος. Οι εντυπωσιακές Τυρολέζικες εορταστικές στολές είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Κι ακόμα πίνακες-αντίκες και παρουσιάζουν ασυνήθιστα θέματα όπως «άντρας με τρία πρόσωπα» και θήκη για πετσέτα με «μισό σκελετό γυναίκας».
Μια ενδιαφέρουσα εμφάνιση, είναι εκείνη ενός περίεργου Ινδού οπλαρχηγού, περίεργα εξοπλισμένου, που χρησιμοποίησε ένας αμπελουργός του Τυρόλου, σκοπός του οποίου ήταν να τρομάζει τους καταπατητές και τους κλέφτες. Μια ολόκληρη ενότητα είναι αφιερωμένη στις μάσκες. Μάσκες καρναβαλιού, αστείες μάσκες, ηρωικές και τερατόμορφες, σε σειρά χρωμάτων, σχημάτων και εκφράσεων. Φτάνοντας όμως στον επάνω όροφο του μουσείου, η περιήγηση απογειώνεται, αφού η θέα κάτω χαμηλά με τα αγάλματα των μαύρων ανδρών από χυτοσίδηρο, σε μέγεθος μεγαλύτερου του φυσιολογικού, που πλαισιώνουν τη σαρκοφάγο του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, κενοτάφιο στην πραγματικότητα, είναι ανεπανάληπτη, όπως και το μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας.
Βγαίνω από το Μουσείο αναλογιζόμενος αν οι δικοί μας πολιτικοί και δημοτικοί άρχοντες σε διάφορα διαμερίσματα της χώρας είχαν τη φαντασία να προσπαθήσουν να οργανώσουν κάπως, να συγκεντρώσουν πιο σωστά, το σκορπισμένο και ξεχασμένο, εν πολλοίς, άφθονο λαογραφικό υλικό σε διάφορα παλιά σπίτια, χωριά και κωμοπόλεις της πατρίδας μας, πόσα πολλά θα μπορούσαν να πετύχουν σε αυτόν τον τομέα, όπως άλλωστε και σε εκείνον, της Ιστορίας της Ιατρικής που αναφερθήκαμε παλιότερα από τις σελίδες ετούτης της φιλόξενης εφημερίδας. Αλλά φυσικά απαιτείται κάποιου βαθμού φαντασία, βούληση και ευελιξία. Και μάλλον και κάτι ακόμα!