Αποδιαφώτιστα εσηκώθηκενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και μόλις τον άκουσα ανοίξανε γιαμιάς τα μισοκλεισμένα ’μάθια μου. Έπαιξα μια τση πατανίας να φύγει από ’πάνω μου και μ’ ένα σάλτο – βίτσισμα εστάθηκα ολόρθος.
Είχα τσ’ αμέντες μου, γιατί ’θελα να του κλουθώ στη στραθιά απού ‘χενε και μού ‘χενε ταμένο να με πάρει. Δεν έκαμα ‘δά και πολυώρα να ξεξυπνήσω, αν εκοιμήθηκα οληνυχτίς, κοπέλι δέκα με έντεκα χρονώ, κουζουλαμένο απού τη χαρά μου, Έβαλα δυο χουφτές νερό απού το λαϊνι και τσι πέταξα στη μούρη μου και πράμα άλλο
Θά ‘τονε αρχές τση δεκαετίας του 1950, έκεια στα μέσα του Δευτερογούλη. Ξυπόλυτο κοπελιδάκι, γιατί παπούτσα έβαλα μόνο όντεν επήγα στο Γυμνάσιο του Ρεθέμνους. Εκείανά ήτονε τα πρώτα απού μού ’σαξενε ο μακαρίτης ο Βιδάκης από το Βυζάρι, με δέρμα βιδέλο και μπροκαδούρα να μη ξεσκιστούνε ογλήγορα. Αυτό βέβαια δεν ήτονε εμπόδιο, γιατί οι πατσούχες μου είχανε γενεί πετσί από το χωργιογύρισμα στσι στράτες και από τη βλεπητική των οζώ στσ’ εξοχές.
Εσηκώθηκενε κι η μακαρίτισσα η μάνα μου, να μασε κατασταίσει. Μας έβαλενε δυο βαθέ πήλινα πιάτα χοντροζούμι απού ‘χενε ’πομείνει αποβραδίς να το πιούμενε. Μας ετοίμασενε και το βουργιαλάκι, για το δρόμο, με καμπόσες ψαρολές, ένα κομμάτι λαδοτύρι και δυο χαραμάδια ξερό παξιμάδι.
Απής εκατασταθήκαμενε εκατεβήκαμενε στην αυλή, για να φορτώσομενε τσι γαϊδάρους, το Φυραούνη και το Ξαθοτρίχη, με τα τέσσερα μιγόμια χαρούπια απού ‘τονε σακιασμένα αποσπέρας. Η στραθιά ήτονε για τον Άη Γαλήνη, εμπορικό χωριό ’τότες, με σκοπό να πουλήσει τα χαρούπια στον έμπορο.
Με τσι παράδες απού ’θελα πάρει να πουσουνήσει μπακαλικής πράματα, ρίζα, μακαρούνια, φασούλες, φρύσες, για να ταϊσει τη φαμελιά ντου απού δεν ήτονε ‘δά και μική, έξε ψυχές. Η στραθιά μας είχενε κι άλλον ένα σκοπό. Να πάει τσι γαϊδάρους στον «πεταλωτή» να τσι πεταλώσει, γιατί ήτονε πολυκαιρισμένα τα πέταλά τωνε και είχανε φαωθεί μπίτι.
Εφορτώσαμενε το λοιπόν τα ζωντανά, επήραμενε τη χαχαλόβεργα καλού κακού και το νυματερό, γιατί ο Ξαθοτρίχης ήτονε αμπάσης να τρώει που και μια στο πησινό. Εσταυροκοπηθήκαμενε ομπρός στσι Τέσσερις Μαρτύρους κι επήραμενε δρόμο για τη στραθιά μας, απού ’τονε κι αλλαργωπή. Εσταυροκοπήθηκενε κι η μάνα μου, μας ευκήθηκενε καλοστραθιά και μας απόβγαλενε ίσαμε το Λεπρέ.
Ευτυχώς είχενε αστροφεγγιά και το φεγγάρι δεν είχενε βουτήξει ακόμη στο Κέντρος. Έτσα εδιανυρίζαμενε μιαουλιά, για να μην αλλαξοδρομήσομενε, αν και τα ζωντανά μας εκατέχανε το δρόμο, γιατί τον είχανε καομένο πολλές φορές. Δυόμιση ώρες δρόμο με τα πόδια από το στενό αγροτικό κακόδρομο, αφού δεν υπήρχανε ετότεσάς αμαξωτοί δρόμοι. Δεν επολυάργησενε να ξεστερώσει κι είχαμενε φτάξει στα μισά, εκειά στο Πλατανάκι, όπου υπήρχενε φλέγα νερού. Ήπιαμενε, εδροσιστήκαμενε κι εσυνεχίσαμενε, πρίχου μασε πιάσει ο καψερός ήλιος και δυσκολέψει τη πορπατηξά και τη δική μας και τω γαϊδάρω.
Ο κακομοίρης ο Ξαθοτρίχης άρχιξενε να ζορίζεται, γιατί είχενε και τα χρονάκια ντου, μα έφαενε κάνα δυο νυματερές στα πησινά ντου κι εντρέτωσενε πάλι η ράχη ντου. Σαν εκοντοσιμώσαμενε στο προορισμό μας αναθάρρηκα, γιατί ήτονε οι πατσούχες μου κακοσυνεμένες από τα κοφτερά χαλίκια και τσι τσίτες.
Έκεια ’πού ’πηγαίναμενε καλά, νά σου κι ο κακομοίρης ο Φυραούνης. Εκαπάντησενε σ’ ένα κακοσκάλι, εμπουρδουκλωθήκανε τα πόδια ντου κι εμπρουμούτησενε με τα μιγόμια στη ράχη. Έφαενε κάνα δυο στα καπούλια με τη χαχαλόβεργα, μά ’τονε αδύνατο να σηκωθεί φορτωμένος.
Αφού ’δενε κι από ’δενε ο πατέρας μου, του ’λάσκαρε ντη μπροστελίνα τον εξεφόρτωσενε και μόνο ετότεσάς αναντράνησενε κι εσηκώθηκενε. Φτου κι από την αρχή. Πάλι φόρτωμα τα μιγόμια με τα χαρούπια κι εγώ εβάστουνε τη χαχαλόβεργα να μη ξεσελήσει.
Εσυνεχίσαμενε για τον προορισμό μας, πλάϊ πλάϊ του Πλατύ ποταμού, με τα πλατάνια και τα πουλιά, που κι αυτά είχανε ξυπνήσει και μας εγλυκοκελαηδούσανε, για να πάει καλά η στραθιά μας. Με το ξημέρωμα εμπήκαμενε, στον, Άη Γαλήνη και επήγαμενε κατευθείαν στου έμπορα να ξεφορτώσομενε και στη συνέχεια να κάμωμενε το πετάλωμα και τα πουσούνια μας.
Αφού ετελειώσαμενε νωρίς τσι δουλειές μας λέει ο πατέρας μου να πάμενε μωρέ να γνωρίσομενε ένα «χαρκιά» απού ’χενε ακουστά πως υπήρχενε στον Άη Γαλήνη. Εβρήκαμενε το λοιπόν ένα δεντρό και στον ασκιανιό ντου εδέσαμενε τσι γαϊδάρους για να μη μυγιάζουνται.
Μια και δυο, αφού ερωτήξαμενε και μας είπανε πως θα πάμενε να τονε βρούμενε, εφτάξαμενε και εσταθήκαμενε όξω από τη πόρτα του ημιυπόγειου χαρκιάδικου. Εκείνηνα την ώρα είδαμενε το μάστορα πως επολέμανε να βάψει ένα μπαλταδάκι μα δεν του επήγαινενε σορδηνιά η δουλειά.
Εσταθήκαμενε κάμποση ώρα απόξω αμίλητοι κι ανημέναμενε να τελειώσει το βάψιμο κι ύστερας να δώσουνε γνώρα οι δυο «χαρκιάδες». Δυστυχώς η γι ώρα επερνούσενε κι η βαφή δεν επετύχενενε κι ο μάστορας άρχιξενε να ταραχίζεται. Ζεσταίνει ξαναζεστάνει το μπαλταδάκι, χτυπά και ξαναχτυπά το στ’ αμόνι με το σφυρί, πολεμά να πετύχει τη βαφή μα πάλι μιά ’πού τα ίδια.
Φαίνεται πως του εφταίγανε ούλοι οι γι άλλοι εχτός από τον ίδιο κι άρχιξενε να λέει τα παστρικά ντου. Γυρίζει λοιπόν τη κεφαλή ντου αθό τη πόρτα και μασε θωρεί και σκέβγεται πως σάϊκα ετούτοινα που ξανοίγουνε θα φταίνε, τονε θιαρμίζουνε και δεν του πετυχαίνει η βαφή.
Αγκριγιοξανοίγει το πατέρα μου και με κάπως περίεργη φωνή του λέει: Μωρέ κουμπάρε, ήμπανα θιαρμίζεις; Κι ο πατέρας μου ετοιμόλογος δεν έχασε καιρό και του απαντά: Μωρέ κουμπάρε, θαρρώπως δε γατέχεις να βάφεις. Εσονευρίασενε ετότες και ξαναλέει στο πατέρα μου: Έλα τουλόγου σου ’που κατέχεις να το βάψεις. Έ, παίζει ένα σάλτο ο πατέρας μου, κατεβαίνει τα σκαλιά και του λέει : Βγάλε και δώσε μου τη ποδιά και κάτσε πέρα-πέρα, να ξανοίγεις.
Έτσα κι εγίκενε. Ο πατέρας μου έβαλε τη πέτσινη ποδιά και δεν άργησενε να βάψει τέλεια το μπαλταδάκι. Τά ’χασενε ο Αηγαληνιώτης χαρκιάς και λέει στον πατέρα μου: Μωρέ ‘σύ κουμπάρε, ήμπανά ‘σαι ο «Χαρκιάς» απού τον Άη Γιάννη; Μετά την επιβεβαίωση από τον πατέρα μου, εδόκανε τα χέργια και στη συνέχεια μας επήγενε και μας ετράταρε σ’ ένα ντουκιάνι του χωργιού κι απόκειας επήραμενε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτή ήτανε μια αληθινή περιγραφή της πραγματικότητας, από τις πολλές που είχα την τύχη να ζήσω, γιατί εβοηθούσα τον πατέρα μου πολλές φορές στο φυσερό, χτύπημα με τη βαρέ σε διάφορες δουλειές κ.ά. Αυτή η εξιστόριση του γεγονότος δείχνει τη φήμη του και γι αυτό το επάγγελμα που εξασκούσε (Γεωργός, Χαρκιάς, Χτίστης, Φελλουτζής). Η φήμη της τέχνης του Χαρκιά είχε ξεπεράσει τα όρια της Αμπαδιάς και γενικά του Αμαρίου, σε μικρές και σε βαριές δουλειές που δεν τις εσάζανε άλλοι χαρκιάδες και ελέγανε «μόνο ο Χαρκιάς στον Άη Γιάννη μπορεί να το σάξει». Πιστεύω πως, ό,τι δουλειά κάνει κανείς πρέπει να τη μαθαίνει σωστά και να τη κάνει καλά.
Μαγάρι να βρω το χρόνο να περιγράψω κι άλλα παρόμοια πραγματικά περιστατικά. Ήδη έχω ξεκινήσει και τη διαδικασία αναστήλωσης του «Χαρκιδιού», δυστυχώς αμοναχός, Ελπίζω να μπορέσω να την ολοκληρώσω. Του το χρωστώ.
Τούτο το μικρό αφιέρωμα ας αποτελέσει θυμίαμα μνήμης, για το φευγιό του που έγινε σαν σήμερο Σάββατο 21 Ιουνίου του 1975, πριν 48 ακριβώς χρόνια σε ηλικία 80 χρονώ. Αιώνια η μνήμη του.