Προσπαθείς να συγκεντρωθείς στη δουλειά σου. Αδύνατον. Προσπαθείς να κερδίσεις ένα βαθύ και ήρεμο ύπνο. Αδύνατον. Πώς είναι δυνατόν οι βρυχηθμοί της βαρβαρότητας που καταφτάνουν από τα βορεινά σύνορα της χώρας, από την καρδιά της ηπείρου μας να σε αφήσουν ήσυχο; Στ’ αυτιά σου και να μη θες, ηχούν εκείνες οι παλιές κουβέντες που έγιναν πανανθρώπινα σύμβολα.
Και σχηματοποιούνται στα μάτια σου οι σκηνές των ρωμαίικων πολιορκιών στο Χάνδακα, στο Μεσολόγγι, στο Ζάλογγο, στο Αρκάδι, σε κάθε αγιασμένο με αίμα ελληνικό τόπο: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ούτ΄ εμόν εστίν ούτ’ άλλων των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ο πολιορκημένος Πρόεδρος Ζελένσκι είτε πέσει στις επάλξεις, είτε αιχμαλωτιστεί από τους Ρώσους εισβολείς, είτε σωθεί αυτός και ο μαρτυρικός λαός του, θα μείνουν «άπαρτοι μεσ’ στη λύπη τους» στις σελίδες της Ιστορίας σαν νέοι Παλαιολόγοι. Οικουμενικά σύμβολα που θα επικαιροποιούν το χρέος στα υψηλά και τα αιώνια, απέναντι σ’ ένα φρικτό Κόσμο.
Και θα δωρίζουν αφθονοπάροχα στις μελλοντικές γενιές της Οικουμένης το πνεύμα του Λεωνίδα και των Θερμοπυλών. Ο μαρτυρικός Ουκρανικός λαός σήμερα, γίνεται σηματωρός απέναντι στον καινούργιο Ναζισμό του αιώνα μας. Γιατί είναι εκείνος ο ηρωικός λαός που «των φονιάδων το αίμα, με φως ξεπληρώνει».
Ετούτες τις μέρες της βαρβαρότητας ο χειμώνας στο Κίεβο, σε κάθε ουκρανική πόλη πλακώνει ασήκωτος, πολύ βαρύς. Οι μέρες και οι νύχτες μολύβι βαρύ, κουβαλούν μόνο το ρόχθο του θανάτου. Μιας Κόλασης που ούτε ο Δάντης δεν τη φανταζόταν.
Ολοένα και πιο πολύς πόνος, ολοένα και περισσότερος σπαραγμός, ολοένα και περισσότερος θρήνος. Η θεία ώρα του Ανθρώπου υψώνεται ξανά, κατακόρυφη θυσία, ικεσία στην Ελευθερία, αναζητώντας εκείνα που τον διαφοροποιούν από το ζώο, από το κτήνος.
Οι ψηλές λεύκες του πάρκου του Κιέβου με το μνημείο του μεγάλου πατριωτικού πολέμου στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, λυγίζουν στον παγερό άνεμο που τις τελευταίες 17 ημέρες μυρίζει μόνο καπνιά και ανθρώπινο αίμα. Λίγο πιο κει είναι ένας σταθμός του μετρό της πόλης.
Η μικρή Όλγα μόλις τριών χρονών είναι ένα κατάξανθο κορίτσι που ζει με τη μάνα της Σβετλάνα και τη μεγαλύτερη δεκάχρονη αδερφή της Τάνια στα καταφύγια των υπόγειων σταθμών του μετρό. Ο πατέρας ντύθηκε στ’ άρβυλα και το χακί, τους αποχαιρέτισε και πολεμά τον εχθρό Ρώσο εισβολέα. Οι πλεγμένες μπούκλες της Όλγας είναι σαν τα κυματιστά στάχυα της πατρίδας της που πια δεν θα καρπίζουν για να δίνουν ψωμί στον κόσμο. Τώρα τις κρύβει κάτω από ένα πολύχρωμο πλεχτό σκούφο.
Τα σπινθηροβόλα γαλάζια μάτια της έχουν κάτι από τη μελαγχολία της αμφιλύκης στη δική μας γαλάζια θάλασσα του Αιγαίου. Ακάτεχη, άμαθη κι αθώα από τα πάθη και τις κακίες των ανθρώπων, ρωτά συνέχεια «γιατί» φύγανε από τη θαλπωρή του σπιτιού τους τόσοι πολλοί άνθρωποι και είναι ο ένας πάνω στον άλλον.
Η αδερφή της και η μάνα της δεν θέλουν να τις βλέπει η μικρή να κλαίνε. Κλάψανε και οι δυο γοερά από την πρώτη μέρα του πολέμου πάνω από το προσκεφάλι της μικρής Όλγας που κοιμόταν αθώα κι ανήξερη εκεί δίπλα τους, κατάχαμα τυλιγμένη σε μια κουβέρτα. Κλάψανε αγκαλιασμένες για τον πατέρα και σύζυγο που δεν ξέρουν αν είναι ακόμη ζωντανός, κλάψανε για τις μανάδες και τις αδελφές όλης της Ουκρανίας, κλάψανε για τα ακάτεχα κι αθώα παιδιά που θα πάρουν το δρόμο της πικρής προσφυγιάς, του οδυνηρού ξεριζωμού.
Κλάψανε για την πατρίδα και τη γη τους που τώρα για πάνω από μισό μήνα παλεύουν με τη φωτιά, το μαχαίρι και το θάνατο. Όλος ο υπόγειος σταθμός ήταν μια βουβή οδύνη τις ώρες που κοιμόντουσαν τα μικρά παιδιά, για την πικρή μοίρα της Ουκρανίας.
«Όχι μάνα, δεν πρέπει να μας δει κλαμένες, όχι δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα από τούτη τη φρίκη που μας έτυχε. Το ξημέρωμα πρέπει να ‘ναι χαρούμενα τα μάτια μας, κι όχι κλαμένα» λέει η Τάνια στη μητέρα της. «Δεν θα πρέπει να μάθει για την απονιά και τη βαρβαρότητα του κόσμου. Δεν θα πρέπει να μαντέψει τίποτα από τη λύπη μας, τίποτα από το κακό που δέρνει τους ανθρώπους. Θα της τα πούμε μόνο όταν φύγει τελείως η μεγάλη τούτη λύπη από τον κόσμο. Όταν περάσει αυτή η μεγάλη καταιγίδα».
«Όχι, όχι» απαντούσε η μάνα. «Γιατί να μη μάθει, είναι κιόλας τριών χρονών. Θα την ανεβάσουμε πάνω στους δρόμους να μάθει τι είναι πόλεμος, τι λύπη, τι είναι συμφορά, τι είναι πένθος. Να μάθει τι είναι θάνατος».
Οι μέρες κι οι νύχτες περνούσαν, και δεν περνούσαν. Ήταν σαν πετρωμένες. Σαν να περάσανε χρόνια πολλά μέσα σε λίγες μέρες. Οι απρόκλητοι Ρώσοι εισβολείς κτυπούσαν ανελέητα με βόμβες και ρουκέτες, υποδομές και αμάχους. Η ιστορική πολιτεία κάπνιζε ασφυκτικά αποκλεισμένη από παντού, κτίρια ισοπεδωμένα, το αναίτιο αίμα έρρεε άφθονο.
Μονάχα στα μικρά και αθώα παιδιά στα υπόγεια καταφύγια δεν έφτανε ο υπέργειος αντίλαλος από το ανθρώπινο μίσος.
Η μικρή Όλγα δεν έπρεπε να μάθει ακόμη τίποτα. Να μη μισήσει από τώρα τους ανθρώπους. Κι όταν ακούγονταν οι σειρήνες και μετά οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί κι συνταράσσονταν σαν σε μεγάλο σεισμό το έδαφος από πάνω τους, κι οι τρεις τους γίνονταν ένα σφιχταγκαλιασμένο κουβάρι. Όλος ο υπόγειος σταθμός γίνονταν σφιχταγκαλιασμένα κουβάρια.
«Είδες Όλγα; Παίζουν! Παίζουν τα σιδερένια πουλιά στον ουρανό, από πάνω μας!» έλεγε για να διασκεδάσει την οδύνη της η μάνα. Και για να την κάνει να το πιστέψει, την πήρανε από το χέρι και την ανέβασαν για λίγο στην πλατεία για να της δείξουν το νυχτερινό ουρανό του Κιέβου με τις λάμψεις από τις ρουκέτες, τα βλήματα και τις βόμβες.
Όμως η αναπόδραστη μοίρα των ανθρώπων δεν παρεκκλίνει από το σχέδιό της. Ήρθε, κάποτε θα ερχόταν, η μέρα που η μικρή Όλγα θα γκρέμιζε μέσα της τους μύθους των παραμυθιών. Οι τρεις τους επιλέχτηκαν τυχεροί, από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, στη μικρή ομάδα των ξεριζωμένων που θα ερχόταν στη φιλόξενη γη της Ελλάδας.
Βγαίνοντας σε μικρές ομάδες από το λαγούμι του μετρό, θα περπατούσαν μια μικρή απόσταση μέχρι τα λεωφορεία του ΟΗΕ που θα τους μετέφεραν ως τα σύνορα με τη Μολδαβία κοντά στην Οδησσό. Και τότε η μοίρα έφερε τη μικρή Όλγα, τους έφερε όλους, μπροστά στη φοβερή σκηνή: Τρεις άλλοι άνθρωποι, μια άλλη μητέρα με τα δυο παιδιά της η Τατιάνα με την Αλίζ και τον Νικίτα, έπεφταν ταυτόχρονα νεκροί από θραύσματα μιας ρωσικής ρουκέτας.
Τρεις βόγγοι θανάτου έσκισαν σπαραξικάρδια τον αέρα εκεί μπροστά τους. Η μικρή Όλγα και όλοι έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτάνε τρεις ανθρώπους να σπαρταράνε στο δρόμο, κι να χύνεται ποτάμι το αχνιστό αίμα τους εκεί μπροστά στο μνημείο του πατριωτικού πολέμου του 1940, αλήθεια τι ειρωνεία!
Και η μικρή Όλγα που έπρεπε να μη μάθει τι θα πει ανθρώπινο μίσος, έμεινε με ορθάνοιχτα τα γαλανά της μελαγχολικά μάτια, κι αποσβολωμένη να κοιτά τη φρίκη που χαράχτηκε στον ψυχισμό της.
Σε μια- δυο μέρες οι τρεις ραγισμένες ζωές, μαζί με κάμποσες άλλες, έφταναν στη φιλόξενη χώρα που έχει δοκιμάσει την πίκρα του πολέμου, της προσφυγιάς και του ξεριζωμού. Κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι είχαν αναλάβει το βαρύ μόχθο να απαλύνουν τον αβάσταχτο πόνο. Δεκάδες τα δέματα με την ανθρωπιστική βοήθεια, δεκάδες και οι κούτες με τα παιδικά παιχνίδια.
Στη μικρή Όλγα έτυχαν κούκλες κι ένα play station. Το άνοιξε η μικρή το βράδυ στη δομή φιλοξενίας για να παίξει. Μα ένα προεγκατεστημένο παιχνίδι πολεμικό, παιχνίδι θανάτου, έπεσε πάνω στο παιδί. Είδε ξανά μπροστά στα μάτια της στην οθόνη, τη βία, την κόλαση και το αίμα. Και τότε η Όλγα πετώντας μακριά το παιχνίδι, ξέσπασε σε λυγμούς, σε γοερό, αβάσταχτο κλάμα.
«Δεν είναι τίποτα» της λέει η μάνα της που δεν κατάλαβε την αιτία του σπαραγμού της. «Θα πάρουμε άλλο παιχνίδι!».
Όμως η Όλγα δεν ακούει τίποτα. Γιατί τώρα η Όλγα ξέρει ότι πίσω από κάθε φρικιαστικό κρύβεται κι ένα ανθρώπινο χέρι. Πίσω από κάθε τι το βίαιο, θα φέρνει στη μνήμη της την απονιά και τη βαρβαρότητα των Ανθρώπων. Και αυτό είναι που θα την κάνει να τους μισεί. Που κάνει όλα τα παιδιά των πολέμων να μισούν τον Άνθρωπο.
(*) Η επιφυλλίδα είναι εμπνευσμένη από το αντιπολεμικό διήγημα του Ηλία Βενέζη «Το σπασμένο κλαδί».