Συνηθίζω να ξεφεύγω από τη δίνη της παραζάλης, του φόβου και της ανασφάλειας, που βιώνει όλος ο κόσμος και καταφεύγω σ’ αυτό που είπε  ο γέρος, όταν του ’βαλαν ακουστικά, τους είπε: “Για μιλήτε μου εδά, να δω αν ακούω”. “Πότε θα μας μοιράσεις τα χωράφια;”. Λέει: “Άλλα να μου πείτε”. Αλλάζοντας λοιπόν τροπάρι, γυρίζοντας πολλές δεκαετίες πριν, καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου έπαιξε η γέννηση της αδελφής μου, όταν ήμουν έξι χρονώ. Την επαύριο της γέννας, χωρίς να ρωτήσω κανένα, τα μάζεψα και έφυγα από το σπίτι, πιθανόν λόγω ζήλιας και κατέφυγα στη γιαγιά μου, σε άλλη γειτονιά εσωτερικός μετανάστης.

Άλλο που δεν ήθελε, γιατί μού’χε αδυναμία. Δεν χρειάστηκε αποδοχή και ενσωμάτωση με τους πιτσιρικάδες της νέας γειτονιάς, με τον ξάδελφό μου τον Κωστή και το σκύλο τον “Κεμάλ” που χάρηκε ιδιαίτερα, γιατί σύχναζα εκεί και είχα εμπειρίες, από τη μεγάλη πέτρινη τσούρλα, τις αλάνες, τις μαυρομουριές, τις σφεντόνες και κάποιες μικρές ζαβολιές. Πλήρης ελευθερία, ασυδοσία. Όλο το σόϊ της μάνας μου ήταν εκεί. Καθημερινή βεγγέρα, τραγούδι, χορός με την επιδέξια καλλιτεχνική φιγούρα της εποχής, τον μπάρμπα Γιάννο (αδελφό της γιαγιάς μου) να παίζει μπουκόλυρα (μουσική με το στόμα) και να χορεύει το χορό της κοιλιάς. Ακούγονταν καλά στο χωριό, ήταν καλοί, ευγενικοί και ευχάριστοι άνθρωποι, παρά τη φτώχεια τους. Τότε κολλήσαμε, ο Φίλιππος με το Ναθαναήλ με τον ξάδελφό μου τον Κωστή. Πηγαίναμε στην ίδια τάξη καθόμαστε στο ίδιο θρανίο σ’ όλη την εκπαίδευση. Θρυλική έχει μείνει η φράση σε δασκάλους και καθηγητές: “Κωστή και Μανόλη”. Μαζί μας τιμωρούσαν και μαζί μας επιβράβευαν. Μόνο μια Μυτιλινιά που ερωτεύτηκε, μας χώρισε.

Ο Γιαννίκος (παππούς του Κωστή) ένας άντρακλας δύο μέτρα από τα χαράματα ανέβαζε την ένταση και φώναζε χωρίς ιδιαίτερο λόγο στη γυναίκα του το Μαρούλι. Μια σταλιά ήτανε αλλά πανέξυπνη και διπλωμάτης.

“Στον αράθυμο (οξύθυμο) τον άντρα άμα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο”: Μια φορά πηγαίνοντας στα χωράφια με τα ζωντανά είχε βάλει στην ποδιά της ένα ζευγάρι παντούφλες, που’χε αγοράσει κρυφά από το Γιαννίκο. Βγάζει τις παντούφλες από την ποδιά και τις πετά σ’ ένα χαντάκι. “Γιαννίκο, νά στη βάγκα ένα ζευγάρι παντούφλες”. “Πάρε τις ορή και σώπασε”. Έτσι κατωχυρώθηκαν οι παντούφλες. Όλους τους έπαιζε κομπολόι, μορφωμένους, αμόρφωτους, μικρούς, μεγάλους, ακόμα και τους Γερμανούς και Ιταλούς την κατοχή. Όλους τους είχε φίλους με τα καλά της λόγια, χειρονομίες και ψευτοκοπλιμέντα.

“Μα πες μου, πώς κατάφερες και ενώ πήραν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί όλους τους χοίρους του χωριού παραμονή Χριστουγέννων και τους σφάξανε και τους φάγανε και τον δικό σου (εκατό οκάδες), δεν τον πήραν”;

Λέει: “ Εγώ τους παρακολουθούσα και όταν άρχισαν να τους παίρνουν στη γειτονιά, έτρεξα πήρα ένα μπουκάλι ρακί, την έχυσα στη ράχη του χοίρου, τον έτριψα καλά, αυτός άρχισε να καίγεται, ξάπλωσε κάτω, ανάσαινε βαριά, έτοιμος να ψοφίσει και τονε σκεπάζω με ένα τσουβάλι”. Τράκ-τρουκ οι αρβύλες, έρχονται. “Καλώς τσι λεβέντες μου, τσι παλικαράδες μου”. “ Γιαγιά πού’ναι ο χοίρος”;

“Στο σταύλο. Πάρτε τον παιδιά μου να τονε φάτε εσείς, γιατί εμείς δεν έχομε δόντια”. Μπαίνουν στο σταύλο, βλέπουν το χοίρο ξαπλωμένο, σηκώνουν το τσουβάλι και  τονε βλέπουν, να αναπνέει βαριά. “Μαλάτο, άρρωστος”. Τον αφήνουν και φεύγουν. “Διά νυχτός τον σφάξαμε με το Γιαννίκο, τον κάναμε κομμάτια, γεμίσαμε δυο πιθάρια και με αλάτι και ξύδι τον παστώσαμε  και τον κρύψαμε στον αχυρώνα”.

Πέρασαν τα χρόνια, άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι μετανάστευσαν στο νεκροταφείο, εγώ γύρισα στο σπίτι. Ο Κωστής με τους γονείς του και τη γιαγιά του το Μαρούλι (χήρα πια) στο αρχοντικό του Αριστοτέλη Γραμματικάκη (εφημερίδα Μεσόγειος), όπου εκτελούσε χρέη υποκόμου το Μαρούλι στην αδελφή του Αριστοτέλη. “Συμπεθέρα Μαρούλι άμα πας στην αγορά, μη ξεχάσεις, να πάρεις κρασί”.

Οι γριές το τσούζανε, αλλά το Μαρούλι ήταν πιο δυνατός πότης. Ελεύθερη πια, είχε αρχίσει τις κραιπάλες. Γύριζε στα συγγενικά σπίτια να πιεί ένα δυο… κρασά. Όταν αγόραζε κατ’ εντολή της συμπεθέρας κρασί, έπινε το μισό μπουκάλι στο δρόμο και το πογέμιζε με νερό από τη βρύση. “Κακό κρασί τον κερατά, να μη ξαναπάς από εκεί. Δεν ξαναπάω και η ιστορία δεν είχε τέλος. Δεν την είχα όμως δει ποτέ να παραπατεί στο δρόμο και να σιγοτραγουδεί το φιλεντέμ. Ας είναι καλά, εκεί που είναι.

Ουφ… Όποιος ασχολείται με το παρελθόν, δεν έχει μέλλον.

*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής