“Χάσαμε τους εαυτούς μας και τώρα τους ψάχνουμε στις φωτο- γραφίες των παιδικών μας χρόνων”

Γιάννης Καραμίχος

Γενάρης του 1943. Βαρυχειμωνιά και κρύο αβάσταχτο με τους παγωμένους βοριάδες να κατεβαίνουν σφυρίζοντας από την οροσειρά της Δίκτης. Τεράστιοι όγκοι χιονιού παγωμένοι, στοιβαγμένοι στις βουνοκορφές της, έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα στρατό από κάτασπρους γίγαντες, έτοιμους να δώσουν μάχη για την προστασία του υδάτινου βασιλείου τους.

Και κάτω, η Λαγκάδα, κατάλευκη κι αυτή. Ντυμένη στα αιθέρια πέπλα, που οι νιφάδες του χιονιού, σαν μαγικές νεράιδες, της έπλεξαν περίτεχνα. Παντού λευκό, εκτυφλωτικό στο φως της ημέρας. Αντίδοδο, θαρρείς στο μαύρο, το κατάμαυρο του τρόμου, του θανάτου, του πένθους και της σκλαβιάς, που σαν πλερέζα πένθιμη κάλυπτε την ψυχή μας.

Το μικρό χωριό τουρτούριζε, πολιορκημένο από τον χιονιά. Με κλειδαμπαρωμένα τα σπίτια, στρωμένα με ζεστές φλοκάτες και πολύχρωμα υφαντά κιλίμια, με τα λιοκούτσουρα να καίνει ολόφλογα στο τζάκι ολημερίς, προσπαθούσαν μικροί – μεγάλοι να αντιμετωπίσουν τον παγωμένο εισβολέα, να τον κρατήσουν έξω από τις πόρτες τους, να ζεσταθούν.

Τον άλλο όμως, εισβολέα, τον σιδερόφρακτο και αιμοβόρο που είχε ρημάξει τον τόπο μας και είχε αφήσει στο πέρασμά του ερείπια και θάνατο, θρήνο και πόνο αβάσταχτο, πώς να τον αντιμετωπίσουν: Πώς να τον ξεριζώσουν από τη γη μας, να τον πετάξουν στον Καιάδα, να επουλώσουν τις πληγές της ψυχής μας, που αιμορραγούσαν ακατάσχετα;

Κι αν οι μεγάλοι μπορούσαν να καταλαγιάσουν οριακά τον φόβο, να αμβλύνουν τον πόνο της απώλειας, να συμβιβαστούν με τις στερήσεις, να διατηρήσουν άσβεστη τη χλωμή ελπίδα  της λευτεριάς, εμείς, τα παιδιά του πολέμου πεινασμένα, ξυπόλητα, άρρωστα, τρομαγμένα, με τα μάτια γεμάτα αναπάντητα ερωτηματικά, καταγράφαμε κάθε μέρα στιγμές φρίκης και τρόμου, που σημάδεψαν την ψυχή μας και στοίχειωσαν τη μνήμη μας. Καταγράψαμε τον θρήνο της χαροκαμένης μάνας, το μοιρολόι της νιόπαντρης χήρας, το παράπονο του ορφανού, τους διωγμούς, τις συλλήψεις, τις φυλακές, τις εκτελέσεις αγαπημένων προσώπων.

Πόνος ξεχωριστός, αβάσταχτος, η αδειανή θέση στο θρανίο του συμμαθητή, του φίλου μας, που οι στερήσεις και οι ασθένειες τον πήραν από κοντά μας. Κανένα παιδί δεν ήθελε να συμπληρώσει αυτή την αδειανή θέση. Την θέλαμε πάντα αδειανή. Να την βλέπουμε κάθε πρωί, να τον χαιρετάμε νοερά, να τον θυμόμαστε πάντα, να τον νιώθουμε κοντά μας, όλες τις μέρες, όλες τις ώρες· στο μάθημα, στο διάλειμμα, στο παιχνίδι, στους καυγάδες μας, στη ζωή μας.

Θέριζαν οι ασθένειες τα αδύναμα κορμάκια μας. Σκελετωμένα, άσαρκα, αφυδατωμένα, αποτελούσαν εύγευστη λεία των λοιμωδών νόσων, που σαν θανατηφόρες Μέγαιρες, με συνεργάτες τις στερήσεις και την παντελή έλλειψη φαρμάκων, τρυγούσαν άπληστα την ικμάδα μας, ρουφούσαν ως και την τελευταία ρανίδα της ζωής μας.

Μας έστηναν καρτέρι σε κάθε στροφή του δρόμου, σε κάθε γωνιά, σε κάθε βήμα. Ελονοσία, πνευμονία, φυματίωση, ιλαρά -κατσίβερη την ξέραμε τότε- εντεροκολίτιδες, όλες πεινασμένες για παιδική σάρκα, μας αφάνιζαν, σύμμαχοι και αυτές του βάρβαρου κατακτητή.

Δεν μας ενοχλούσαν τόσο οι στερήσεις. Δεν μας πείραζε το παλιό, το τριμμένο, το χιλιομπαλωμένο ρούχο. Ούτε το παντελόνι του μεγάλου αδελφού, με την παραμάνα καρφιτσωμένη στη μέση να το μαζεύει, για να στέκεται στη μέση  του μικρότερου. Ούτε τα ξεχναριασμένα, τα στραβοπατημένα, τρύπια παπούτσια, αν υπήρχαν και αυτά. Τα περισσότερα παιδιά, κυρίως τ’ αγόρια, ήταν ξυπόλητα, χειμώνα – καλοκαίρι.

Και την πείνα λίγο – πολύ την αντέχαμε. Ενα φρούτο, ένα χαρούπι, μια φέτα ψωμί με πετιμέζι, μας έφτανε. Το στομάχι μας είχε συνηθίσει στο λίγο. Άλλωστε, οι μητέρες μας με τα θαυματουργά, τα ευλογημένα χέρια τους, έφτιαχναν φαγητό από το τίποτα. Όλα τα γεννήματα της γης, ήμερα και άγρια, γίνονταν πεντανόστιμα φαγητά στη κουζίνα τους. Και αν κάποιες φορές το φαγητό ήταν λιγοστό και οι μερίδες δεν έφταναν, εκείνες δεν κάθιζαν μαζί μας στο τραπέζι. Άλλοτε είχαν φάει ενωρίτερα και δεν πεινούσαν, άλλοτε είχαν στομαχόπονο και άλλοτες μισοτελειωμένες βιαστικές δουλειές, που έπρεπε να τις τελειώσουν την ώρα του φαγητού. Αγαπημένες, αείμνηστες Μανάδες της αγάπης, της προσφοράς και της θυσίας.

Αυτά που μας έλειπαν, αυτά που λαχταρούσαμε, ήταν το παιχνίδι, το γέλιο, το τραγούδι η χαρά, η ανεμελιά, η παιδικότητά μας, η ταυτότητά μας. Ό,τι ωραίο, αγνό, αθώο, τρυφερό υπήρχε στην αμόλευτη ψυχή μας, μας το ‘κλεψαν. Μας έκλεψαν το ωραιότερο, το καλύτερο, το πιο νοσταλγικό κομμάτι της ζωής μας. Την ανεπανάληπτη παιδική ηλικία.

Μοναδική καταφυγή μας, το σχολείο και ο δάσκαλός μας. Σκια του εαυτού του είχε απομείνει κι εκείνος από τις στερήσεις και όχι μόνο. Τo τριμμένο κουστούμι του με την μαύρη ταινία στο μανίκι, έμοιαζε ξένο επάνω του. Η οικογένειά του θρηνούσε την απώλεια αγαπημένου προσώπου, νέου εκλεκτού επιστήμονα, στο αλβανικό μέτωπο. Κι ήταν η θλίψη διάχυτη στο γερασμένο πρόωρα πρόσωπό του.

Όταν, όμως, έμπαινε στην τάξη, έμοιαζε να είχε αφήσει απ’ έξω το βαρύ φορτίο των προβλημάτων του. Μας κοιτούσε και τα μάτια του γέμιζαν φως. Και ο λόγος του βάλσαμο. Το μάθημα κοντά του, μέσα σ’ αυτόν τον αγαπημένο χώρο, έμοιαζε με ταξίδι μαγευτικό στο χρόνο, παραμύθι λυτρωτικό. Άφωνοι, συνεπαρμένοι, ρουφούσαμε άπληστα, με αδειανό στομάχι τα σοφά του λόγια. Εκεί μέσα πάσχιζε να απαντήσει στα ανείπωτα ερωτηματικά μας. Να απαλύνει τις σκοτεινές εικόνες, που σκίαζαν τα μάτια μας.

Να επουλώσει τα αθώρητα τραύματα της ψυχή μας. Να μας οδηγήσει αθόρυβα, με βήμα σημειωτόν, στο ξέφωτο της γνώσης και της αλήθειας, κάτω από το ατσάλινο, το φονικό βλέμμα του κατακτητή. Ωσπου μας στέρησαν οι βάρβαροι απόγονοι των Ούννων και αυτή την ελάχιστη, μα τόσο αναγκαία για τη ζωή μας, ψυχική ανάσα.  Τη μικρή πνευματική όαση, που δρόσιζε την ψυχή μας, έτρεφε την φαντασία μας και μας έδειχνε κάπου στο βάθος την άπιαστη, την αβέβαιη ακόμα ελπίδα της λευτεριάς που λαχταρούσαμε.

Με τη βίαιη κατάσχεση του σχολείου μας, επιχείρησαν να μας κλέψουν και το δικαίωμα στη γνώση. Παραβίασαν την παλιά, ξύλινη είσοδο του διδακτηρίου και πέταξαν ανενδοίαστα το λιγοστό εξοπλισμό του στο προαύλιο. Ψυχροί, σκληροί, αδίστακτοι, ανθρωπόμορφα ρομπότ, στην υπηρεσία του παρανοϊκού ηγέτη τους.

Με τη σύμφωνη γνώμη των δασκάλων μας και του ιερέα του χωριού, οι τάξεις του σχολείου, χωρισμένες σε μικρά τμήματα, στεγάστηκαν σε δύο εκκλησίες και δύο αποθήκες, οι οποίες άδειασαν αυθημερόν και καθαρίστηκαν από τις μητέρες μας. Στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Μηνά στεγάστηκε το μικρότερο τμήμα λόγω στενότητας του χώρου. Τα μεγαλύτερα τμήματα στεγάστηκαν στις αποθήκες και το δικό μας στο ένα κλίτος της μεγάλης εκκλησίας, της Αγίας Παρασκευής.

Η εγκατάστασή μας στον ιερό χώρο της εκκλησίας, μας προκάλεσε από την πρώτη στιγμή έντονο το αίσθημα της ασφάλειας. Νιώσαμε το χέρι του Θεού και τα βλέμματα των Αγίων να μας αγκαλιάζουν προστατευτικά. Όλες οι στοιβαγμένες στην ψυχή μας σκοτεινές μνήνες, αναδύθηκαν στην επιφάνεια και το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για τη θεϊκή προστασία εκφράστηκε με πλημμυρίδα δακρύων.

Ο δάσκαλός μας, συγκινημένος και ο ίδιος, στην προσπάθειά του να μας εκτονώσει συναισθηματικά, άρχισε έναν μονόλογο, που έμοιαζε με παραμύθι.

“Τούτη η γη παιδιά μου, η δική μας γη, η πατρίδα μας, είναι αλλιώτικη, διαφορετική, δεν μοιάζει με τις άλλες. Λένε πως δυσκολεύτηκε πολύ ο Δημιουργός να βρει τόπο κατάλληλο να την θεμελιώσει, τούτη τη μικρή, την χαϊδεμένη κόρη του, την Ελλάδα. Ώσπου το στοργικό του μάτι έπεσε πάνω στον αφαλό της γης. Εκείνον βρήκε να της ταιριάξει, εκεί την έστησε. Αναμεσώς σε θάλασσες και σε στεριές, σαν χρυσάμενη γαλέρα, έτοιμη να σαλπάρει, με τα νησιά της διάσπαρτα στα πέλαγα, να πλέκουν γύρω της γαϊτάνι προστατευτικό, σαν χερουβείμ με ολάνοιχτες τις κατάσπρες φτερούγες τους. Την αγκάλιασε με τη θεϊκή ματιά του ο Πατέρας και ένιωσε αμέσως τον κίνδυνο της παραδείσιας ομορφιάς της. Και ως πάνσοφος Δημιουργός στάλαξε με σπουδή το είδωρο αντίδοτο του κινδύνου μέσα στα θεμέλιά της, μέσα στην ίδια την καρδιά της. Ένα αντίδοτο πρωτόγνωρο, αξεδιάλυτο, που την έκανε άτρωτη, αλύγιστη, απροσκύνητη, αθάνατη. Κάποιοι γραμματιζούμενοι το είπαν “γονίδιο”. Ο θυμόσοφος λαός μας το είπε “κουζουλάδα”. Μα πιο σωστά απ’ όλους, θαρρώ, πως το βάπτισε ο μεγάλος ποιητής μας, ο Κωστής Παλαμάς. Εκείνος το ονομάτισε “αθάνατο κρασί” Και στη διαθήκη του άφησε παραγγελιά μεγάλη σε όλα τα Ελληνόπουλα:

“Αυτό το λόγο θα σας πω,

δεν έχω άλλο κανένα.

Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί

του Εικοσιένα”.

Αυτό το αθάνατο κρασί ή όπως αλλιώς το λένε, έχει μπολιάσει τη φυλή μας. Είναι αυτό που κάνει πάντα τα παιδιά της Ελλάδας μας να μην λογαριάζουν ποτέ, να μην μετρούν ποτέ με τη λογική τα κέρδη και τις ζημιές από τις μάχες που σχετίζονται με τη λευτεριά τους, την εθνική τους αξιοπρέπεια, την τιμή, την αρετή, τη δικαιοσύνη. Βάζουν το χέρι στην καρδιά, κάνουν το σταυρό τους και ρίχνονται στον αγώνα, χωρίς συμβιβασμούς και παζαρέματα. Και αν κάποτε η πατρίδα μας λυγίσει από τον βαρύ, τον δυσανάλογο όγκο του εχθρού, δεν πέφτει, δεν χάνεται, δεν πεθαίνει. Μας το είπε και αυτό ο Κωστής Παλαμάς, ο νέος εθνικός μας ποιητής.

“Δεν χάνομαι στα Τάρταρα,

μοναχά ξαποσταίνω,

στη ζωή ξαναφαίνομαι

και λαούς ανασταίνω”.

Άφωνοι, κρεμασμένοι από τα χείλη του καλού δασκάλου, μαγεμένοι από τον καινούργιο κόσμο που άνοιγε μπροστά μας, νιώσαμε ξαφνικά να μεγαλώνουμε,  να ψηλώνουμε, να φουσκώνει το στήθος μας, να ανοίγει διάπλατα η ψυχή μας, για να μπορέσει να χωρέσει την περηφάνεια, τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη για όλα τούτα δα θαυμαστά δώρα, την πολύτιμη, την ανεκτίμητη κληρονομιά που μας άφησαν με την δική τους θυσία οι αείμνηστοι αγωνιστές, οι δικοί μας ήρωες, παλαιότεροι και νέοι.

Όρθιος τώρα ο καλός δάσκαλος, μας κοιτάζει, σαν κάτι να περιμένει. Κι εμείς εισπράξαμε το θέλημά του. Όρθιοι όλοι, ψάλαμε ψιθυριστά τον προαιώνιο Ύμνο της Ελευθερίας.

“Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή…”.