Και τι δεν είχε τις προηγούμενες μέρες ο πάγκος του φίλου μου, του Κωστή του Μπαντίνη! Θα μου πείτε βέβαια, πότε του απολείπουν τα καλά ψάρια, αλλά τούτες τις μέρες ένας λόγος παραπάνω. Είναι οι μέρες που αρχίζει η αλιευτική περίοδος με τις μηχανότρατες και φυσικά η ποικιλία των ψαριών είναι μεγάλη. Μπαρμπούνια, λιθρίνια, κουτσομούρες, μπακαλιάροι, γαρίδες αλλά και ψάρια για μικρότερο βαλάντιο, όπως το μαριδάκι, οι γόπες και ό,τι άλλο πέψει ο Θεός.

Καλόχαρος και γελαστός ο Κωστής μαζί με τους εξαίρετους συνεργάτες του, τον Δημήτρη, τη Μαρία και την Ελευθερία να προσπαθούν να εξυπηρετήσουν ακόμα και τους πιο απαιτητικούς τους πελάτες με το παραπάνω. Όλα αυτά διαδραματίζονται καθημερινά στο ψαράδικο του Μπαντίνη στην είσοδο των Μοιρών, λίγο μετά το άγαλμα, διαγώνια στην Πειραιώς, την πρώην Αγροτική τράπεζα των Μοιρών. Επισκεπτόμενος προχθές το μαγαζί τι και δεν πέρασε από το μυαλό μου. Σκέψεις, εικόνες και μνήμες περασμένων δεκαετιών…

Όταν ακόμα ήμουν μαθητής του εξαταξίου Γυμνασίου, του Δευτέρου Γυμνασίου Αρρένων Βόλου, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Τότε τα σχολεία άρχιζαν την πρώτη του Οκτώβρη και έπρεπε πριν τουλάχιστο δύο με τρεις ημέρες, να έχουμε φύγει από το χωριό, μετά τις αρκετά παρατεταμένες διακοπές του Καλοκαιριού, προκειμένου να ετοιμασθούμε για την έναρξη του νέου σχολικού έτους, επιβεβαιώνοντας την σοφή λαϊκή  ρήση “κάθε κατεργάρης στον πάγκο του”. Τέτοιες μέρες λοιπόν… δεν θα ξεχάσω τα ομορφοαρματωμένα ξύλινα καΐκια, τα καθαρά και φρεσκοβαμμένα αυτά έργα τέχνης, να περιμένουν το βράδυ της τελευταίας μέρας του Σεπτέμβρη, να κάνουν αγιασμό και σιγά-σιγά, με τη σειρά να βγαίνουν από το λιμάνι του Βόλου κατευθυνόμενα προς τα αγριεμένα και βαθυγάλανα αιγαιοπελαγίτικα νερά, για τις πρώτες καλάδες.

Ένα σωστό πανηγύρι, με γέλια, φωνές, αλλά και υπέρμετρη αισιοδοξία και πολλές ελπίδες από τους καπεταναίους και το τσούρμο τους, για “καλές ψαριές”. Έργα τέχνης, όπως προανέφερα, εκείνα τα ξύλινα σκαριά, τα οποία μέρα με τη μέρα χάνονται, αφανίζονται και καταστρέφονται, δίνοντας τη θέση τους στα σιδερένια αλιευτικά σκάφη, έτσι όπως υπαγορεύουν οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν θα ξεχάσω εκείνους τους τύπους των καϊκιών, όπως: τα περάματα, οι βαρκαλάδες, τα τρεχαντήρια, τα καραβόσκαρα, τα λίμπερτυ και ίσως κάποια άλλα πανέμορφα σκαριά που μου διαφεύγουν.

Είχα την τύχη τα καλοκαίρια να πηγαίνω στο ναυπηγείο, στον “ταρσανά” της Μηλίνας, όπου δούλευε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και “ας πούμε” βοηθούσα κι εγώ ανάλογα. Εκεί λοιπόν περί τα τέλη Ιουνίου ερχόντουσαν κάποιες μηχανότρατες για επισκευή και βάψιμο, τις οποίες τις “τραβούσαν” στην στεριά. Θυμάμαι τον ”ταρσανά” της Μηλίνας στη θέση Βαλτούδι και την μεγάλη κίνηση που είχε όλο το καλοκαίρι.

Εκείνες τις πελώριες ξύλινες σχάρες που ξεκινούσαν από τη στεργιά και έμπαιναν στη θάλασσα, όπως και τα δύο πελώρια συμμετρικά  ξύλα, τα “βάζα” όπως τα έλεγαν, στα οποία, καθόντουσαν τα πλοία, προκειμένου να τα τραβήξουν έξω, αλλά και το αντίθετο, όταν επρόκειτο να “πέσουν” στη θάλασσα. Χαρακτηριστικές ήταν και κάποιες μυρωδιές στον συγκεκριμένο χώρο, προερχόμενες από το κάψιμο της μπογιάς στο σανίδι, από το κατράμι, το μίνιο μαζί με το στουπί καλαφατίσματος, τις λαδομπογιές και τα “φαρμάκια” όπου κατακλύζαν όλο το χώρο.

Το “φαρμάκι” ήταν ένα υγρό με το οποίο περνούσαν το κάτω μέρος του καραβιού, αυτό που βρισκόταν μόνιμα μέσα στη θάλασσα, προκειμένου να προστατεύεται το σκάφος από το σκουλήκι της θάλασσας. Όταν οι μηχανότρατες ήταν έτοιμες, τις έριχναν στη θάλασσα το αργότερο μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη για να ξεκινήσουν την τελευταία βραδιά του Σεπτέμβρη. Ήταν μοναδικό το θέαμα, όταν το πλοίο έπεφτε στη θάλασσα.

Πριν αναφερθούμε στους μηχανότρατες, υπήρχαν οι τράτες που λειτουργούσαν με τα πανιά, με την βοήθεια του αέρα. Ήταν οι λεγόμενες ανεμότρατες, οι οποίες ήταν ιταλικής έμπνευσης και καθιερώθηκαν στη χώρα μας επίσημα μετά το 1915 από πρόσφυγες ψαράδες.

Τραβούσαν λοιπόν τα δίχτυα με τη βοήθεια του ανέμου. Την δεκαετία του τριάντα, άρχισε να μπαίνει η μηχανή στη ζωή των ψαράδων και τα καΐκια απέκτησαν μηχανοκίνηση. Έτσι, η ανεμότρατα έγινε μηχανότρατα. Τα πλοία ψάρευαν σε μεγαλύτερα βάθη. Ηδη είχε αρχίσει η επέλαση της μηχανότρατας που αλίευε εκλεκτά ψάρια του βυθού.

Θυμάμαι αυτά τα αλιευτικά πλοία να πηγαίνουν πολύ αργά, αφού έσερναν πίσω τους μεγάλο βάρος. Πήγαιναν με ταχύτητα τριών μιλίων την ώρα. Βέβαια, το ψάρεμα με την μηχανότρατα δεν ήταν ανώδυνο. Αιχμαλώτιζαν μέσα στον σάκο τους μικρά ψαράκια κι έκαναν μεγάλη ζημιά στις φωλιές των ψαριών αλλά και στους τόπους που τα ψάρια αναζητούσαν τροφή, στους λεγόμενους “πάγκους” ή “τραγάνες” του βυθού.

Πολλές φορές το πλήρωμα του καϊκιού ασχολούνταν και με το πάστωμα των ψαριών, αλλά για τη δουλειά αυτή υπήρχαν και άλλα καΐκια τα παστοτζήδικα.

Ήταν μικρά εμπορικά σκάφη τύπου περάματος που οι ιδιοκτήτες τους τα μετέτρεψαν σε παστοτζήδικα. Λαμβάνοντας καθημερινά από τις τράτες και ανεμότρατες αρκετές ποσότητες ψαριών, όπως σαρδέλες, κολιούς, γαύρους και άλλα, είχαν τη δυνατότητα να τα παστώνουν μέσα στο καΐκι, συνήθως μέσα σε ξύλινα βαρέλια. Πίεζαν το αλάτι με μια ξύλινη κατασκευή, σαν καπάκι, ώστε αφενός τα ψάρια να βγάλουν τα υγρά τους, αφετέρου το αλάτι να εισχωρήσει σε κάθε κενό ανάμεσα σε αυτά. Ακολουθούσαν οι επόμενες διαδοχικές στρώσεις ψαριών και αλατιού, μέχρις ότου να γεμίσει εντελώς το βαρέλι. Το έκλειναν και το ασφάλιζαν με το καπάκι. Τα παστά “ψηνόντουσαν” με το αλάτι και τα υγρά που έβγαζαν και ήταν έτοιμα για κατανάλωση μέσα σε ένα με δύο μήνες.

Το επάγγελμα του αλιέα είναι συνδεδεμένο με τους κατοίκους της Μικρασίας, με τους πρόσφυγες, με τις χαμένες πατρίδες! Σμύρνη, Φώκαια, Τσεσμές, Αλάτσατα, Αϊβαλί, Αγία Παρασκευή, Εγγλεζονήσι και γενικότερα στη χερσόνησο της Ερυθραίας, νοτιοανατολικά της Χίου. Ωστόσο αυτή η ιστορική διαδρομή τελειώνει, οι μνήμες και οι θύμησες για όλα αυτά αρχίζουν να παραχωρούν τη θέση τους στην πραγματικότητα, την τόσο πεζή, αν θέλετε, αλλά αναγκαία.

Παρόλα αυτά, τα μάτια μου είναι στραμμένα στον πλούσιο πάγκο του φίλου μου του Κωστή, περιμένοντας να μου καθαρίσουν τις πρωτοεμφανίστηκες κουτσουμούρες, οι πάντα πρόθυμες Μαρία και Ελευθερία.