Ο Μητσάκης στο διπλανό μας σπίτι, παλιά, τραγουδούσε δημοτικά τραγούδια παίζοντας σαντούρι. Φορούσε ένα παλιό, τριμμένο αλλά πάντοτε καθαρό, σκούρο κοστούμι, και ρεπούμπλικα στο κεφάλι, για να κρύψει την μεγάλη του γυαλιστερή φαλάκρα. Πράγμα παράξενο, γιατί οι μουσικοί συνήθως έχουν άφθονα μαλλιά. Φτηνός τραγουδιστής. Τον καλούσαν πότε πότε σε γάμους ή σε κανένα πανηγύρι. Μερικές φορές τον καλούσαν να τραγουδήσει στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων Θεσσαλονίκης. Πολλές φορές, όταν εγώ, μαθητής τότε, μελετούσα τα μαθήματά μου, τον άκουγα να κάνει πρόβες τραγουδώντας και παίζοντας το όργανό του. Έτσι ζούσε, φτωχικά, με την γυναίκα του την Στάσα, μια καλή νοικοκυρά. Ήτανε κι αυτοί πρόσφυγες απ’ την Μικρά Ασία. Παιδιά δεν απέκτησαν.

Κάποτε πέθανε η γυναίκα του η Στάσα. Και ο Μητσάκης έμεινε μόνος. Μόνος του έστρωνε το κρεβάτι του, μόνος του έπλυνε τα ρούχα του στην σκάφη, μόνος του μαγείρευε στην φουφού, μόνος του σκούπιζε, μόνος του κοιμόταν στο κρεβάτι το βράδυ. Ήταν οπωσδήποτε κι αυτός νοικοκύρης. Φαινόταν και από το φτωχό αλλά προσεγμένο ντύσιμό του. Την εποχή εκείνη δεν είχαμε ανέσεις: πλυντήρια, ηλεκτρικές κουζίνες… Και τελικά ο Μητσάκης συνήθισε και να συζητά μόνος του, με τον εαυτό του. Έπλυνε τα πιάτα στον νεροχύτη ή ξεσκόνιζε και μουρμούριζε.

– Τώρα καταλαβαίνω πόσο κουραζόταν η Στασούλα μου με το νοικοκυριό στο σπίτι.

Και ο εαυτός απαντούσε.

– Τώρα, που είναι πια πεθαμένη, έγινε «Στασούλα μου»; Και με «μου»; Όσο όμως ζούσε, την μάλωνες.

– Ξέρω, ξέρω…

– Ξεράδια! απαντούσε ο εαυτός του. Ποτέ σου δεν ήθελες να αναγνωρίσεις την προσφορά της ως νοικοκυράς. Και ήσουν και τσιγκούνης. Όλο παρατηρήσεις της έκανες.  Και την στενοχωρούσες. Κι εκείνη μερικές φορές τραβιόταν στην άκρη και έκλαιγε. Κρυφά. Να μην την βλέπεις…

– Ήτανε δύσκολα τα χρόνια… Λίγα τα λεφτά που κέρδιζα…

-Ανόητες δικαιολογίες! Η φτώχεια ενώνει. Ενώ τα πολλά λεφτά χωρίζουν τα αντρόγυνα.

– Οικονομία έκανα. Οικονομία ζητούσα να κάνει και εκείνη… Δύσκολοι οι καιροί που ζούσαμε…

– Η οικονομία, όταν είναι υπερβολική, καταντά τσιγκουνιά. Και ο τσιγκούνης σύζυγος είναι ανυπόφορος. Ένα γλυκό λόγο – που είναι φάρμακο στις δυστυχίες – ζητούσε από σένα.

-Γλυκό λόγο… Στα γεράματα…

Τέτοια συζήτηση άρχιζε συχνά στο σπίτι μόνος με τον εαυτό του.

– Αν ξαναγύριζε στην ζωή… έλεγε και δάκρυζε.

– Αυτό είναι αδύνατο, έλεγε ο εαυτός του.

Μια φορά η κυρα-Κατίνα τον είδε να μουρμουρίζει απλώνοντας έξω τα πλυμένα ρούχα του, για να στεγνώσουν. Και έλεγε στην γειτονιά. «Καλέ, ο Μητσάκης τρελάθηκε. Μιλάει μόνος του! Παραμιλάει!».

Τι να έγινε άραγε ο Μητσάκης ο σαντουριέρης. Εγώ αργότερα έφυγα από την γειτονιά, μετακομίσαμε, και δεν έμαθα.