Ετούτον τον μήνα θα γιορτάσουμε, ως ελληνικό έθνος, τον μισό αιώνα αποκατάσταση της δημοκρατίας μας.

Θα δούμε στις τηλεοράσεις μας πολλούς επώνυμους προσκεκλημένους να παρελαύνουν έμπλεοι χαρούμενων συναισθημάτων στο προεδρικό μέγαρο, γνωστούς πολιτικούς και άλλες προσωπικότητες για να γιορτάσουν κι’ αυτοί με τη σειρά τους το γεγονός.

Αλλά φέτος συμπληρώνονται παράλληλα και πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή μεγάλου μέρους της μεγαλονήσου, με το πλέον απεχθές όλων να αποτελεί η διαχρονική διεθνής αδιαφορία για την Κύπρο. Απ’ όλους, Ε.Ε., Αμερική και ΝΑΤΟ.

Τα χρόνια που πέρασαν, έγιναν πολλά και ενδιαφέροντα. Άλλα ξεχάστηκαν, άλλα επανέρχονται με κάθε ευκαιρία στην επικαιρότητα. Όμως δεν διαφεύγει της προσοχής ότι η αδιαφορία, η αποστασιοποίηση και η ασυγκινησία των περισσότερων χωρών, είναι από κάθε πλευρά προκλητική!

Ουδείς επιδεικνύει το παραμικρό ενδιαφέρον, ενώ πολλοί αποκρύπτονται πίσω από το σχέδιο Ανάν που δεν υιοθέτησαν με εκείνον τον εκβιαστικό τρόπο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι Ελληνοκύπριοι.

Είναι τεκμηριωμένο πια, ότι οι ισχυρότερες χώρες της Δύσης, περισσότερο ενδιαφέρονται για τα συμφέροντά τους, τις εμπορικές και όχι μόνο σχέσεις τους με την Τουρκία και ουδόλως απασχολούνται με την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, η μικρή Κύπρος προσπαθεί και να ανεύρει  τον διεθνή βηματισμό και μια χαραμάδα φωτός στο τούνελ της διεθνούς απάθειας και του πολύχρονου εμπαιγμού της από την διεθνή κοινότητα.

Όμως οι δεκαετίες περνούν, γεννιούνται και έρχονται ολοένα και περισσότεροι στην μεγαλόνησο που δεν έζησαν και αγνοούν πλήρως όλα εκείνα, ενώ όσοι βίωσαν τα δραματικά γεγονότα του ’74, δυστυχώς λιγοστεύουν, για βιολογικούς λόγους, καθημερινά.

Μετά από τόσα χρόνια είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι η κατάσταση στην Κυπριακή μεγαλόνησο είναι δεδομένη και οριστική. Καινούργιες γενιές ένθεν κακείθεν, εποικισμοί απ’ τα βάθη της Ανατολίας στο βόρειο τμήμα της, και τόσα άλλα που αδυνατίζουν την πιθανότητα να βρεθεί κάποια λύση υπέρ των δύο κοινοτήτων της.

Ανατρέχοντας στην πολύπειρη ιστορία, μαθαίνουμε πολλά, κυρίως οι νέοι, από εκείνα που έφεραν τη Μεγαλόνησο στην τωρινή κατάσταση του εμφανούς αδιεξόδου. Η κατάσταση είχε δρομολογηθεί από παλαιότερα της εισβολής με πολλαπλά σχέδια επί χάρτου και χάραξη διαχωριστικών έγχρωμων γραμμών.

Σε γενικές γραμμές όλα κατέληγαν σε μειωμένα δικαιώματα για τους κυπριακούς πολίτες, αυξημένα προνόμια στην τουρκική μειονότητα, και το βασικότερο όλων την παραχώρηση βάσεων σε ισχυρότερες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Τουρκία.

Στην ουσία είχαν από τότε επιλέξει την κατοχύρωση των δικών τους συμφερόντων και όχι την επίλυση του προβλήματος. Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, είχε αναμφίβολα περισσότερο ειδικό βάρος!

Η Κύπρος τους ενδιέφερε ως βάση εξυπηρέτησης και ως προγεφύρωμα για τη Μέση Ανατολή, όπως διαπιστώνουμε σήμερα. Τοιουτοτρόπως εξυπηρετούσε τα διαχρονικά συμφέροντά τους και φυσικά κάθε επιδιωκόμενη ‘λύση’ θα έπρεπε να έρχεται παράλληλα και να είναι αγαστή με τις γεωπολιτικές τους επιδιώξεις.

Δεν είναι της ώρας να αναφερθούμε στο ρόλο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, εκείνη την εποχή. Άλλωστε το θέμα μάλλον έχει εξαντληθεί από καιρό. Υπήρξε εμπόδιο και όφειλε να απομακρυνθεί από εκεί!

Έκτοτε, άστοχες πολιτικές, εθνική αφέλεια, αδυναμία επιβολής της γνώμης μας σε κατ’ όνομα συμμάχους, και το ένα τρίτο της μεγαλονήσου να βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή εδώ και μισό αιώνα, με το πρόσχημα της επέμβασης ως εγγυήτριας δύναμης.

Η ιστορία μάς διδάσκει πολλά με την προϋπόθεση να την διαβάσουμε και να την ακούσουμε! Στον εικοστό αιώνα, τα συμφέροντα των ισχυρών επιβλήθηκαν  στη χώρα μας  χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τα δίκαιά μας.

Οι πρόσφατες επιδιώξεις του Έλληνα πρωθυπουργού είναι να φέρει το ζήτημα ξανά στο προσκήνιο, όπως  τουλάχιστον δείχνουν οι μέχρι τώρα επαφές του με τον Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.

Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά ο κυπριακός ελληνισμός  και το έθνος να φανούν τυχερότεροι! Φυσικά δεν μάθαμε ακόμα τη στάση των Αμερικανών και των Άγγλων απέναντι στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της εισβολής του 1974.

Γιατί άραγε;