Αυτή είναι μια μεγάλη τωρινή αλήθεια. Με το θάνατο του κομμουνισμού ο αλβανικός λαός ξύπνησε. Πολλοί πήραν τους δρόμους της μετανάστευσης. Η Ελλάδα είχε και έχει την πρώτη θέση στους προορισμούς αυτούς. Ο γείτονας βοηθάει τον γείτονα στις δύσκολες στιγμές.

Ο πρώτος λόγος αυτού του ταξιδιού των Αλβανών προς την Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι οικονομικός. Ο άνθρωπος όλη τη ζωή του θέλει να ζήσει κάθε μέρα και καλύτερα, ονειρεύεται να γνωρίσει πάντα καινούργιους λαούς, καινούργιους τόπους, γλώσσες και τρόπους ζωής.

Την Ελλάδα την είχαμε τόσο κοντά και τόσο μακριά, ήμασταν γείτονες γεωγραφικά όμως τα πολιτικά μας συστήματα ήταν διαφορετικά και αντίθετα. Ο κομμουνισμός διαθέτει μικρή ορατότητα, παντού βλέπει μόνο κόκκινο χρώμα, μόνο εχθρούς, ένας ηγέτης αντικαθιστά τον Θεό και όποιος δεν συμφωνεί μαζί του τιμωρείται ο ίδιος και το σόι του με αργό θάνατο.

Και η ελληνική γλώσσα τιμωρήθηκε με απαγόρευση στους κοινούς χώρους. Εγώ ο ίδιος ήμουν μαθητής στο Αργυρόκαστρο για τέσσερα χρόνια σε ένα παιδαγωγικό σχολείο. Υπήρχαν πολλοί μαθητές από τη Βόρειο Ήπειρο. Όμως, η μητρική τους γλώσσα απαγορευόταν ρητά να χρησιμοποιηθεί στους χώρους του σχολείου και στις εστίες.

Τώρα, μετά από τόσες δεκαετίες που ο κόσμος σπάει σύνορα και ταμπού ακούγεται λίγο παράξενο. Όμως παράξενος είναι σ’ όλο το μεγαλείο του ο κομμουνισμός. Στο σχολείο εκείνο άκουσα για πρώτη φορά την όμορφη παγκοσμίως λέξη «Καλημέρα».

Θεωρώ τον εαυτό μου και όσους γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα τυχερούς και πλούσιους.

Σχεδόν 3 δεκαετίες από τότε η εικόνα με τα σύνορα είναι το κάτι άλλο. Η λέξη «σύνορο» δεν περιλαμβάνει το νόημα που είχε πριν. Οι μισοί Αλβανοί μπαινοβγαίνουνε ελεύθερα και νόμιμα στη χώρα αυτή. Μιλάνε ελληνικά. Μιλάνε καλά και καλύτερα ελληνικά.

Τα παιδιά που μπήκαν σε μικρή ηλικία και εκείνοι που γεννήθηκαν στην Ελλάδα συνεννοούνται μόνο μέσω της ελληνικής γλώσσας. Μια σπουδαία γλώσσα, με μια γιγαντιαία συνεισφορά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

«Που πας, βρε φίλε;»

«Πάω στην Ελλάδα»

«Που ήσουν βρε Αλβανέ»;

«Στην καλή μας γειτόνισσα, που αλλού…».

Στα σύνορα υπάρχει 24 ώρες κίνηση, ειδικά η είσοδος. Στις πόλεις και στα αλβανικά χωριά η Ελλάδα και τα ελληνικά υπάρχουν σ’ όλες τις κουβέντες των οικογενειών. Η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος χορηγός της επιβίωσής τους. Ο νότος ειδικά μυρίζει περισσότερο Ελλάδα.

Οι οικογένειες περιμένουν από τους δικούς τους στη χώρα τούτη κάθε μέρα ένα πακέτο, ένα μήνυμα, ένα τηλεφώνημα, μια λύση για κάποιο οικονομικό θέμα δικό τους. Έτσι, κάθε μέρα η ελληνική γλώσσα προσθέτει κάτι καινούργιο, μια νέα λέξη, μια φράση έναν γραμματικό κανόνα.

Πολλές λέξεις σαν το «καλημέρα», «τι κάνεις», «γεια σου, φίλε», «ευχαριστώ», «αγάπη μου», το ιστορικό «όχι» χρησιμοποιούνται από καιρό ανάμεσα στους  Αλβανούς. Ένας Έλληνας και ένας Αλβανός μπορούν εύκολα να επικοινωνήσουν μαζί.

Τα γλωσσικά πάρε-δώσε ξεκινάνε στα παλαιά χρόνια της τουρκοκρατίας. Τα εμπορικά καραβάνια προς τη Κωνσταντινούπολη περνούσαν από τη Θεσσαλονίκη, την οποία τη θυμούνται με το όνομα Σελανίκ. Σε πολλές στάσεις του πολλών ημερών ταξιδιού μιλούσαν μόνο ελληνικά.

Με κάθε εμπόρευμα θα έμπαινε και κάτι καινούργιο από την ελληνική γλώσσα.

Μετά ήρθαν οι ιστορικές ημέρες του ελληνο-ιταλικού πολέμου στα αλβανικά μέρη. Άκουγε και μιλούσε ελληνικά ο ντόπιος Αλβανός. Στους τάφους των πεσόντων Ελλήνων στρατιωτών τα ελληνικά γράμματα πρόσθεταν κάτι στο ελληνικό λεξικό των Αλβανών.

Μάλλον αυτή είναι μια μικρή βαλκανοποίηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνισμού. Πάντα θα ταξιδεύει η ελληνική γλώσσα και ο ελληνισμός στα Βαλκάνια και στον κόσμο.