Πολλά έχουν γραφτεί και γράφονται και πολύ περισσότερα λέχτηκαν και λέγονται για το λεγόμενο «σκοπιανό». Νομίζω, λοιπόν, ότι ο ελληνικός λαός έχει σχηματίσει γνώμη για το αν η συμφωνία με το πολυεθνικό κράτος των Σλάβων, Αλβανών και άλλων ήταν προς όφελος της χώρας μας ή των γειτόνων μας, με τους οποίους θεωρώ ότι όλοι θέλουμε να έχουμε καλές σχέσεις.

Βεβαίως, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το ζήτημα αυτό ήταν ένα αγκάθι της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας που έπρεπε να βγει και η χώρα να απαλλαγεί από ένα  εθνικό πρόβλημα που, μαζί με το Κυπριακό και τον τουρκικό επεκτατισμό, μας ταλανίζουν πολλά χρόνια τώρα.

Όμως, όταν μια χώρα θέλει να λύσει ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα σαν το «σκοπιανό», ένα πρόβλημα που άπτεται της ιστορίας της, της εθνικής της υπόστασης, του πολιτισμού της, δηλαδή βασικών στοιχείων της ταυτότητάς του λαού της, τότε πρέπει τα βήματα να είναι προσεκτικά, όταν μάλιστα στα χέρια της έχει το διαπραγματευτικό χαρτί, που της επιτρέπει να έχει το «πάνω χέρι» στη διαπραγμάτευση.

Συμφωνίες που αφορούν σημαντικά πράγματα, όπως αυτά που αναφέραμε, πρέπει να γίνονται ήρεμα, χωρίς πιέσεις, με στάθμιση όλων των παραγόντων, με τη λογική του εθνικού συμφέροντος και προπάντων με πρόβλεψη για το μέλλον. Κοντόφθαλμη εξωτερική πολιτική σημαίνει καταδίκη, σημαίνει ήττα.

Κι επειδή μου αρέσει να καταφεύγω στην ιστορία μας, θα προσφύγω, όπως το κάνω συχνά, στο Θουκυδίδη, ο οποίος, αναφερόμενος στην πολιτική του Περικλή με την οποία έκαμε την Αθήνα μεγάλη δύναμη της εποχής του, γράφει για τον μεγάλο πολιτικό: «Όταν πέθανε ο Περικλής, τότε φάνηκε περισσότερο η ορθότητα των προβλέψεών του (της προνοίας αυτού) σχετικά με τον πόλεμο» (Β, 65). Ποιο ήταν το πιο μεγάλο προτέρημα του Περικλή; Η «πρόνοια», δηλαδή η πρόβλεψή του, για το μέλλον. Προφανώς ο συνετός και ορθολογιστής αλλά και πατριώτης Περικλής δεν κατέφευγε ούτε σε μάντεις ούτε στην Πυθία.

Απλώς είχε την ευφυΐα και την καθαρή λογική να βλέπει πιο μακριά από το προσωρινό συμφέρον, από αυτό στο οποίο προσβλέπουν όλοι οι λαϊκιστές πολιτικοί που δεν θέλουν να χάσουν την εξουσία. Κι αν η αρχαία Αθήνα ηττήθηκε στον Πελοποννησιακό πόλεμο, σύμφωνα πάντα με τον Θουκυδίδη, αυτό οφείλεται στους δημαγωγούς, στενοκέφαλους και κοντόφθαλμους διαδόχους του Περικλή, που πολιτεύτηκαν ακριβώς αντίθετα προς τον μεγάλο ηγέτη.

Όταν, λοιπόν, η πολιτική ασκείται δίχως «πρόνοιαν», δίχως δηλαδή να υπάρχει σκέψη για το μέλλον της πατρίδας,  και οι συμφωνίες γίνονται είτε κάτω από την πίεση εξωτερικών παραγόντων (όπως φαίνεται ότι έγινε στην περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών) είτε γιατί πρέπει κάποιος να φανεί μεγάλος πολιτικός ηγέτης είτε για λόγους κομματικού συμφέροντος, τότε το μέλλον θα έλθει σκοτεινό.  Είχαμε, λοιπόν, μια συμφωνία με τους βόρειους γείτονές μας. Μια συμφωνία, όμως, δίχως «πρόνοια».

Και τούτο, διότι χαρίστηκαν πολλά (για να μην πω όλα) στους Σκοπιανούς, χωρίς επί της ουσίας η Ελλάδα να κερδίσει τίποτε. Το μόνο μας «κέρδος» ήταν να μη χρησιμοποιούν την ιστορία και τα σύμβολα της Μακεδονίας του Μ. Αλεξάνδρου. Δηλαδή, μας έκαμαν χάρη που θα πάψουν να οικειοποιούνται όσα δεν τους ανήκαν ούτε κατ’ ελάχιστον;

Αλλά και το όνομα «Μακεδονία», όνομα καθαρώς ελληνικό (από το αρχαίο επίθετο «μακεδνός»=μακρύς, από τη ρίζα «μάκος» [δωρικός τύπος της λ. «μήκος»] και την αρχαία λ. «χθών»=γη), καταχρηστικά το χρησιμοποιούσαν τόσα χρόνια, χωρίς δυστυχώς καμιά ελληνική κυβέρνηση να πράξει το πατριωτικό της καθήκον.

Τα πρώτα δείγματα του τρόπου που είδαν οι Σκοπιανοί τη συμφωνία ήλθαν ήδη δια στόματος της σκοπιανής ηγεσίας: το επίθετο «Βόρεια» έχει διαγραφεί και υπάρχει μόνο το ουσιαστικό «Μακεδονία» και τα παράγωγά του: «μακεδονικός στρατός», «μακεδονικά προϊόντα», «μακεδονική ταυτότητα» και (άκουσον, άκουσον!) «μακεδονική γλώσσα». Έτσι, υπογράφτηκε μια συμφωνία που λειτουργεί προς το παρόν μονόπλευρα.

Αλλά αυτά παθαίνουν όσοι, κολλημένοι στα διεθνιστικά τους ιδεολογήματα, δεν κάνουν τον κόπο να διαβάσουν ιστορία και να εκτιμήσουν το πολιτικό βάρος της, όσοι είναι τόσο διχαστικοί και τόσο πεπεισμένοι για την ορθότητα των απόψεών τους ή τόσο φοβισμένοι μπροστά στις απόψεις των άλλων, ώστε δεν θέλουν και ούτε τολμούν να λειτουργήσουν ενωτικά, όσοι στηρίζουν την πολιτική τους επιβίωση στη σύγκρουση, στο διχασμό και στη δημιουργία φανταστικών εχθρών ή όσοι δεν ζητούν την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλύτερα από τους ίδιους τα ιστορικά και γλωσσικά θέματα.

Και τώρα που η ιστορία άλλαξε με δυο υπογραφές και μερικά χειροκροτήματα «ημετέρων» και με το ΝΑΤΟ να πανηγυρίζει, τι θα λέμε στον εαυτό μας όσοι υπηρετήσαμε την εκπαίδευση και διδάξαμε την ιστορία; Για ποιους Μακεδόνες μιλούσαμε; Μήπως λέγαμε ψέματα στους μαθητές και ο Αλέξανδρος δεν μπορεί πλέον να ονομάζεται «Μακεδών» ούτε και η δυναστεία του «μακεδονική»;

Και βέβαια στο εξωτερικό κάποιοι παλιοί ελληνιστές γνωρίζουν την αλήθεια. Αλλά, καθώς η λ. «Μακεδονία» γίνεται επισήμως κτήμα άλλου, οι κλασικές σπουδές υποχωρούν και οι νέοι άνθρωποι όλα τα πληροφορούνται και τα μαθαίνουν από το διαδίκτυο, ποια θα είναι η αντίσταση της Ελλάδας μπροστά σε μια διαδικτυακή προπαγανδιστική επίθεση από την πλευρά όχι της ίδιας της σκοπιανής ηγεσίας (που ίσως προσπαθήσει να τηρήσει κάπως τις υποσημειώσεις της συμφωνίας) αλλά μεμονωμένων ατόμων ή οργανώσεων;

Διδάξαμε, όμως, ως εκπαιδευτικοί και το μακεδονικό αγώνα και μιλούσαμε για τους Μακεδονομάχους, τον Παύλο Μελά, τον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, τους Κρητικούς και τους άλλους καπετάνιους και αγωνιστές που πολέμησαν για την ελευθερία της Μακεδονίας, διδάξαμε την απελευθέρωση της Μακεδονίας στους Βαλκανικούς πολέμους. Τώρα μπορούμε να τα λέμε αυτά;

Μήπως λέγοντάς τα θίγουμε τους «(Βορειο)μακεδόνες»; Κι αν προσφύγουν στα διεθνή φόρα και μας καταγγείλουν ότι δεν τηρούμε τους όρους της συμφωνίας, μήπως θα βρεθούμε και απολογούμενοι; Δηλαδή, «εκεί που μας χρωστάγανε θα μας πάρουν και το βόδι»;

Κι εγώ ο εκπαιδευτικός, που τόσα χρόνια δίδασκα τα παραπάνω στους μαθητές μου, τι θα τους πω όταν τους συναντήσω στο δρόμο και μου πουν ότι τους έλεγα ψέματα; Θα τους πω ότι έκανα λάθος και ότι ο Αλέξανδρος ήταν «Νοτιομακεδόνας» ή ότι ο Π. Μελάς δεν πολέμησε για τη Μακεδονία αλλά για κάτι άλλο;

Ή πρέπει να τους πω ότι η ιστορία ξαναγράφεται όπως την επιβάλλουν οι συνθήκες κάθε εποχής ή ότι γράφεται όπως θέλουν οι ισχυροί ή ότι δεν υπάρχει καμιά «οντολογία» της ιστορίας και άρα ό, τι τους παρουσίαζα  ως ιστορική αλήθεια ήταν απλώς μια «αλήθεια» με προσωρινή ισχύ και ότι, το χειρότερο, την ιστορία την κόβουμε και τη ράβουμε στα μέτρα μας;

Ή να τους πω ότι δυστυχώς οι πολιτικοί της Ελλάδας δεν στάθηκαν ποτέ στο ύψος τους, ότι, ως προς το «σκοπιανό», αγνόησαν την ιστορία και ότι οι μεν προηγούμενες κυβερνήσεις έσκαψαν το λάκκο της ελληνικής Μακεδονίας, ενώ η σημερινή τράβηξε τη σκανδάλη; Τελικά, θα επιμείνω: «Όχι, δεν έλεγα ψέματα.

Ο δάσκαλος δεν ψεύδεται, ο δάσκαλος κάνει το καθήκον του. Η ιστορική αλήθεια, παιδιά μου, είναι αυτή που διδαχθήκατε. Οτιδήποτε ηχεί στα αυτιά σας διαφορετικά βγαίνει από τα σκοτεινά δωμάτια της πολιτικής. Αγαπάτε την πατρίδα σας και μην αφήσετε κανένα να  χρησιμοποιήσει αυτή την αγάπη σας, για να σας στερήσει την ελευθερία, ούτε και να σας κάμει απάτριδες στο όνομα μιας διεθνιστικής ισοπέδωσης».