«Και επί γης ειρήνη» έψαλλαν οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε στη φάτνη της Βηθλεέμ ο μικρός Ιησούς. Ένας ύμνος που προανήγγελλε ότι ξεκινούσε μια καινούργια περίοδος για την ανθρωπότητα, μια περίοδος ειρήνης μεταξύ των ανθρώπων, στις σχέσεις των οποίων επικρατούσε η βία και ο πόλεμος, όπως το διατύπωσε αποφθεγματικά ο Thomas Hobbes: Bellum omnium contra omnes (πόλεμος πάντων κατά πάντων).

Η γέννηση του  «Νέου Παιδίου», όπως αποκαλεί το Βρέφος της Βηθλεέμ ο μέγας Ρωμανός ο Μελωδός και το ακούμε στο Κοντάκιο των Χριστουγέννων, σηματοδοτεί την έναρξη μιας εποχής, στην οποία μπορεί να πραγματωθεί αυτό που  εκατοντάδες χρόνια προ Χριστού οραματίστηκαν οι προφήτες: «Καί κατακόψουσι τάς ρομφαίας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καί τά δόρατα αὐτῶν εἰς δρέπανα. Και οὐκέτι ἀντἀρῃ ἔθνος ἐπ’ ἔθνος ρομφαίαν καί οὐκέτι μή μάθωσι πολεμεῖν», γράφει ο προφήτης Μιχαίας (4,3), ενώ τα ίδια αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας (2,4). Που σημαίνουν: «Θα διαλύσουν τα σπαθιά τους και θα τα κάμουν άροτρα και τα δόρατά τους θα τα κάμουν δρεπάνια. Και ποτέ πια δεν θα σηκώσει μαχαίρι το ένα έθνος εναντίον άλλου έθνους και δεν θα μάθουν πια να πολεμούν».

Αυτό το παγκόσμιο αίτημα για ειρήνη που διακήρυξαν με τον ύμνο τους οι άγγελοι δηλώνει πως η ειρήνη είναι αυτό που θέλει για τους ανθρώπους ο Θεός και πως ο Χριστός γεννιέται ως «ἄρχων εἰρήνης», όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία. Η ειρήνη είναι ο βαθύτερος πόθος όλων των ανθρώπων, παρόλο που η ανθρώπινη φύση με τις ενστικτώδεις ορμές, όπως τις αποκρυπτογράφησε ο Φρόιντ, τον ωθούν στην υιοθέτηση του δίκαιου της πυγμής, δηλαδή του νόμου του ισχυρού, που επικρατεί στον κόσμο των ζώων, στον φυσικό κόσμο.

Διότι ο άνθρωπος είναι βεβαιότατα μέρος του φυσικού κόσμου με όλες τις ενστικτώδεις ορμές, είναι όμως ταυτόχρονα και «έμφρων», έχει λογική, συναισθήματα, υψώνεται πάνω από τη «φύση» του, μπορεί να ελέγχει τα ένστικτα, δημιουργεί τα έργα της τέχνης και του πολιτισμού, πιστεύει στον Θεό και αναζητά έναν κόσμο, όπου όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να ζήσουν με ομόνοια και χωρίς να εξοντώνει ο ένας τον άλλο.

Ο άνθρωπος είναι ένα ον που μέσα του κρύβει, ταυτόχρονα, τις δυνάμεις της καταστροφής αλλά και της δημιουργίας, τις δυνάμεις του Είναι αλλά και του Μηδενός. Για τον λόγο αυτό, η ειρήνη και όλα τα παγκόσμια αγαθά, αυτά που θα εξασφαλίσουν τη χαρά και την ευτυχία σε κάθε  άνθρωπο, δεν χαρίζονται, αλλά κατακτιούνται, δεν είναι προϊόντα της φύσης αλλά δημιουργήματα και κατορθώματα του ανθρώπινου πνεύματος.

Και το μεν «φυσικό» είναι εύκολο, επειδή είναι δεδομένο, το καθαρά, όμως,  ανθρώπινο δημιούργημα και κατόρθωμα είναι δύσκολο, επειδή δεν είναι δεδομένο αλλά απαιτεί την ανθρώπινη προσπάθεια. Και όσο πιο μεγάλο και υψηλό είναι το ζητούμενο, τόσο πιο μεγάλη είναι και η απαιτούμενη προσπάθεια και σκληρός ο αγώνας για την επίτευξή του. Η ειρήνη ανήκει στα μη «φυσικά», τα μη δεδομένα αγαθά.

Και μπορεί, βέβαια, ο άνθρωπος να είναι «φύσει» κοινωνικό ον (Αριστοτέλης), μπορεί δηλαδή να έχει έμφυτη την τάση της συμβίωσης με άλλους ανθρώπους (κατά τον Αριστοτέλη, όποιος δεν μπορεί να ζήσει μαζί με άλλους είναι ή θηρίο ή θεός), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμβίωση αυτή είναι πάντα εύκολη. Δεν αρκεί, δηλαδή, η φυσική τάση προς τον άλλο για την ειρηνική συμβίωση, επειδή στις σχέσεις των ανθρώπων υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες: η πλεονεξία, ο εγωισμός, ο φθόνος, οι επιθυμίες, η αναζήτηση της δύναμης κ.ά. Όλα αυτά αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην επίτευξη της ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των ανθρώπων σε ατομικό επίπεδο.

Μπορούμε, ωστόσο, όλα αυτά να τα αναγάγουμε και σε ένα ευρύτερο, συλλογικό επίπεδο, οπότε τα καταστροφικά ένστικτα πολλαπλασιάζονται και ολόκληρα έθνη ή ομάδες ανθρώπων αρχίζουν να δρουν όχι με γνώμονα την ειρήνη αλλά τον πόλεμο για κυριαρχία και επικράτηση. Εκατομμύρια άνθρωποι, κατευθυνόμενοι από παρανοϊκούς, ιδεοληπτικούς ή ματαιόδοξους ηγέτες, μπαίνουν τότε σε μια φάση παράνοιας, εξοντώνοντας ο ένας τον άλλο, παραδομένοι στο ένστικτο  σαν άγρια ζώα, δίχως οίκτο, δίχως ανθρώπινα αισθήματα, με μια αρρωστημένη λογική που υπακούει μόνο στην επιθυμία της επιβολής και της κυριαρχίας και στην ικανοποίηση υλικών συμφερόντων.

Η Γέννηση του Χριστού, που εορτάζουμε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, έρχεται να μας πει πως δεν είναι η μοίρα του ανθρώπου ο πόλεμος, η βία και η αλληλοεξόντωση. Πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τη «φύση»του, ότι δεν είναι έρμαιό της. Θα πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε πως η ειρήνη την οποία έφερε και για την οποία μίλησε ο Χριστός δεν είναι κάτι που δόθηκε ή δίδεται στον άνθρωπο με μαγικό τρόπο. Το είπαμε ήδη: η ειρήνη είναι μια δωρεά κι ένα κατόρθωμα.

Η δωρεά είναι η ιστορική παρουσία του Χριστού στον κόσμο, το γεγονός της Ενσάρκωσης, η οποία μπολιάζει την ιστορία και την ανθρώπινη ζωή, προσωπική και συλλογική, με νέες δυνατότητες. Ο Χριστός προσφέρεται ως η δυνατότητα για μια νέα προοπτική, που φέρνει τον άνθρωπο στο κέντρο της ιστορίας όχι ως ον απλώς κοινωνικό αλλά ως εικόνα Θεού απολύτως σεβαστή, αφού ο ίδιος ο Θεός έγινε για χάρη του άνθρωπος.

Το κατόρθωμα είναι ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει αυτή τη δωρεά και να θελήσει να ζήσει σύμφωνα με το χριστιανικό μήνυμα, προχωρώντας σε μια νέα ιεράρχηση των αξιών της ζωής του. Αυτό, βέβαια, απαιτεί την εγκατάλειψη των ουμανιστικών βεβαιοτήτων ότι ο άνθρωπος, στηριζόμενος αποκλειστικά στις δυνάμεις του, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Αν συνέβαινε αυτό, τότε η Ενσάρκωση δεν χρειαζόταν. Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, είναι συγχρόνως αγγελικός και δαιμονικός, δημιουργός και καταστροφέας, φως και σκοτάδι.

Μια αλλαγή του εαυτού του θα σήμαινε άρνηση της μιας του πλευράς, πράγμα που ο άνθρωπος μόνος του είναι αδύνατο να κατορθώσει, γιατί θα εναντιωθεί στην ίδια τη «φύση» του. Η Γέννηση του Ιησού, δηλαδή η ένωση της ανθρώπινης με τη θεία φύση στο Πρόσωπο του Χριστού, σημαίνει πως ο άνθρωπος έχει πλέον τη δύναμη και την ευκαιρία όχι απλώς να προσεγγίσει τον Θεό, αλλά διά του Χριστού να ενωθεί μαζί Του. Αυτή η ένωση πραγματώνεται από τη χάρη του Θεού, με την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, ένωση που τελικά απεργάζεται τη μεταμόρφωσή του, την ειρήνη της ψυχής του.

Στο πλαίσιο αυτό, η ειρήνη είναι κατορθωτή, επειδή ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον εαυτό του. Διότι η ειρήνη στον κόσμο ξεκινά από την εσωτερική ειρήνη, από την ειρήνη του προσώπου. Για τον Χριστιανισμό τα πάντα ξεκινούν από τα πρόσωπα: τα πρόσωπα φτιάχνουν και επανδρώνουν τους θεσμούς, τα πρόσωπα λαμβάνουν τις αποφάσεις, τα πρόσωπα κυβερνούν τα κράτη, τα πρόσωπα φτιάχνουν τα «συστήματα». Αν τα πρόσωπα λειτουργούν όντως ως τέτοια, δηλαδή ως κοινωνικές υπάρξεις στραμμένες με αγάπη προς τον άλλο, τον συνάνθρωπο και πλησίον, τότε όλα όσα δημιουργήσουν θα φέρουν τη σφραγίδα της αγάπης και της ειρήνης και αντιθέτως.

Επομένως, αν δεν υπάρχει ειρήνη σήμερα, αν ο κόσμος μας είναι ανειρήνευτος, οφείλεται στο ότι δεν μεταμορφώσαμε τη ζωή μας, δεν γίναμε πρόσωπα, δεν αποκτήσαμε εσωτερική ειρήνη, δεν τα βρήκαμε με τον εαυτό μας. Το «επί γης ειρήνη» αυτό μας λέει: να αναζητήσουμε και να πραγματώσουμε την ειρήνη της ψυχής, να ειρηνεύσουμε εσωτερικά ως πρόσωπα. Από ψυχές ειρηνικές θα προέλθει και η ειρήνη στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην κοινωνία, στα έθνη. Διαφορετικά, θα παραδέρνουμε στη βία και στους πολέμους, χωρίς να έχουμε καταλάβει, ως χριστιανοί τουλάχιστον, τα βαθύτερο νόημα του αγγελικού ύμνου.