Το βιβλίο μου τράβηξε την προσοχή κατ’ αρχήν από τον τίτλο.

Στη συνέχεια διάβασα πως είναι διηγήματα. Αυτό για μένα τουλάχιστον σημαίνει πως μπορώ να το διαβάσω με όποια σειρά θέλω. Τελευταίο και βασικό, συγγραφέας του ο Λάζαρος Αλεξάκης. Σίγουρα θα γελούσα πολύ, σκέφτηκα. Θα με παρέσερνε σε άλλους τόπους. Ίσως μια φανταστική βόλτα με μια από τις μηχανές του ή τις κιθάρες του. Ποιος ξέρει…

Κι έτσι ξεκίνησα να διαβάζω με πολλή προσοχή και όσο προχωρούσα ταξίδευα. Ταξίδευα στο χρόνο, σε δικές μου αναμνήσεις, σε πράγματα που ήταν σαν να τα είχα ζήσει κι εγώ. Γέλασα, συγκινήθηκα, πικράθηκα, αναπόλησα, ονειρεύτηκα. Μα πάνω από όλα απόλαυσα όλα εκείνα τα ταξίδια της δικής του ψυχής. Κι ύστερα άρχισα να παρατηρώ τους ήρωες, τους τόπους, τις ζωές του. Τις μικρές λεπτομέρειες που έκαναν την διαφορά. Άλλωστε ο ίδιος ο Αλεξάκης γράφει στον πρόλογό του πως για πολλά χρονιά, στο περίπτερο ( το τόσο γνωστό σε μας του Ηρακλειώτες) παρατηρούσε πολύ προσεκτικά τους πελάτες του.

Κι έτσι άρχισα να διαβάζω με άλλη ματιά και να μπαίνω κι εγώ στον ψυχισμό όλων των ηρώων του.
Να συνειδητοποιώ πως αυτοί όλοι οι άνθρωποι που έζησαν τέτοιες ζωές μπορεί και να μην ήταν απλά προϊόντα φαντασίας του συγγραφέα. Είναι ή ήταν άνθρωποι που πιθανόν να έζησαν ή να ζουν στην διπλανή μας πόρτα και που ποτέ δεν τους παρατηρήσαμε, τους προσέξαμε. Που ποτέ δεν ενδιαφερθήκαμε τι έχουν περάσει, πώς έζησαν και τι ακριβώς ένιωθαν, ήθελαν και κατάφεραν στην ζωή τους.

Αλλά ας τα πάρουμε όλα από την αρχή.
Όλα τα διηγήματα είναι σαν μικρές ταινίες. Ξετυλίγονται μπροστά σου κι εσύ άλλοτε σαν θεατής, άλλοτε σαν κομπάρσος, παρακολουθείς ή παίζεις ένα μικρό ρόλο. Ζεις μαζί τους, αγανακτείς, πληγώνεσαι, γελάς, προχωράς, σωπαίνεις.

Το φροντιστήριο του Καζάκη (δεν θυμάμαι που ακριβώς ήταν) αλλά νομίζω πως ήταν σαν να έβλεπα όλα τα παιδιά να ζουν τις στιγμές τους μαζί με μένα. Να παρατηρούμε μαζί από τα παράθυρα τα «τριμμένα εμπριμέ σεντόνια, την κάθετη ταμπέλα που έπιανε το σιδερένιο καγκελάκι του μπαλκονιού και έγραφε με κεφαλαία γράμματα ΚΑΖΑΚΙS, και μια στενή φέτα ουρανό…». Σαν να καθόμουν κι εγώ στο ίδιο θρανίο με την Δέσποινα, τον Γιάννη. Άκουσα τη μουσική της Αρλέττας. Σχεδίασα συγχορδίες στο πίσω μέρος του τετράδιού του αφηγητή, ενώ βαριόμουν αφόρητα σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Μεγάλωσα μαζί τους, ακολούθησα τα βήματα και τη ζωή τους. Ερωτεύτηκα, απογοητεύτηκα, έκλαψα, παθιάστηκα και σιγοψιθύρισα κι εγώ εκείνο το «αμπάουτ».

Περπάτησα μαζί με τον Δημήτρη. Κάθισα μαζί του στο παγκάκι. Μελέτησα όλα τα πιθανά σενάρια της ομάδας που ήθελε να στοιχηματίσει. Ένιωσα τον ιδρώτα, τη βροχή, τον ήλιο, να του καταρρακώνουν το πρόσωπο θέλοντας να κρύψουν το μεγάλο ψέμα του, την ντροπή του. Μπήκα ολοκληρωτικά στον ψυχισμό του. Για την «Άντερλεχτ».

Μπήκα στην «Mercedes »,την Μερσέντα, του Χριστόφορου. Εδώ σαν να περπατήσαμε μαζί όλα τους τα χρόνια, όλες τις στιγμές, όλη εκείνη την εποχή, τα σωστά και τα λάθη, τα πάνω και τα κάτω μιας ολόκληρης ζωής. Μια ζωής που σώπαινε, προχωρούσε, ανέβαινε κι άρχισα σιγά σιγά να φθίνει, να χάνεται, να σκορπίζεται… Μαζί με το γάλα από τα χάρτινα κουτιά, να πνίγεται το παράπονο, η μοναξιά, η αχαριστία σε εκείνη την μικρή λευκή λιμνούλα…

Εκείνο το μπακάλικο με πήγε πίσω στο δικό μου χωριό, στην Κάτω Αγορά…
Τα έξι ποτηράκια του λικέρ παιχνίδισαν με τα χρώματα τους και στα δικά μου τα μάτια, τις δικές μου αναμνήσεις. Κρύσταλλα Βοημίας γεμάτα μνήμες, χαμένη νιότη κι ιστορίες χαμένων ερώτων, ανθρώπων, μυρωδιών που έμεινα ανεξίτηλα στη μνήμη. Σαν άρωμα «Κανέλα Βοημίας». Σπαρακτικά ανθρώπινο, συγκινητικό και νοσταλγικό!

Ακολουθούν μικρές διαμαντένιες ιστορίες με άρωμα από «Επαρχία», «Αdidas», ίσαμε εκείνο το καταπληκτικό «Κοτελέ και μοκασίνια». Η περιγραφή του Λάζαρου Αλεξάκη, μοναδική. Έτσι μεγαλώσαμε κι εμείς! Με ένα -δυο νούμερα παραπάνω ή και παρακάτω στα ρούχα και τα παπούτσια. Για να μας κάνουν και την επόμενη χρονιά…Για τις σκόλες και τις γιορτές μόνο! Πόσα συναισθήματα, πόσο γέλιο από τις ατάκες του Λάζαρου!
Σύνολον δεκαπέντε διηγήματα έχει τούτη η συλλογή. Δεκαπέντε ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι αληθινές. Γεμάτες περιγραφές, συναίσθημα, γέλιο που εναλλάσσεται με πίκρα και παρατήρηση. Μικρές λεπτομερείς καθημερινότητες των ηρώων του που κάνουν την διαφορά και ξυπνούν στον καθένα μας μοναδικά συναισθήματα.

Ο λόγος του Λάζαρου Αλεξάκη ορμητικός, καθηλωτικός, συγκινησιακός, ζωντανός, σωστά τοποθετημένος σε κάθε περιγραφή, σε κάθε ιστορία του. Κανένα κενό στη ροή. Εικόνες μιας ξεχασμένης εποχής που μπλέκονται στο σήμερα δημιουργώντας μεγάλες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Κάπου, σε κάποιο απ’ όλα του τα κείμενα ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει κομμάτια της δικής του ζωής.

Το τελευταίο του διήγημα ήταν για μένα από τα πιο ευφυή, σουρεαλιστικά και «άπαιχτα» κείμενα για να μιλήσω στην καθομιλουμένη γλώσσα. Το « Φοντάν» είναι ένας ύμνος, μια σύγχρονη σάτιρα στους επίδοξους νέους συγγραφείς γεμάτο αυτοσαρκασμό, αλήθειες και γέλιο, πολύ γέλιο. Το βιβλίο στα ράφια του σούπερ μάρκετ ή ακόμα καλύτερα στο καλαθάκι της ξανθιάς ή υποψία ξανθιάς αιθέριας ύπαρξης μαζί με το τυρί γκούντα και άλλα εδέσματα …μεγάλη αλήθεια! Διαβάζοντας το θα καταλάβετε γιατί το κείμενο είναι τόσο ξεχωριστό. Για μένα : η αγωνία, ο παραλογισμός της ματαιοδοξίας μας, ο φόβος, η μοναξιά του συγγραφέα, η έμπνευση που καραδοκεί αλλά δεν έρχεται…

Να το ψάξετε οπωσδήποτε. Να ταξιδέψετε στα μικρά αλλά σημαντικά της ζωής. Να εστιάσετε στη χαρά, στην λεπτομέρεια, σε μια διαφορετική οπτική γωνία που όμως θα σας φανεί οικεία.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ και οι δεκαπέντε του ιστορίες διαβάζονται με μια ανάσα!
Ο Λάζαρος Αλεξάκης γεννήθηκε επιτυχώς στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέρασε την εφηβική ζωή του προσπαθώντας να δραπετεύσει από αυτό. Σπούδασε Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και αργότερα Ψυχολογία στην Αγγλία, όπου βράχηκε αρκετά, φορώντας πάντα λάθος ρούχα. Φρόντισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του να έρθει σε επαφή με ένα ευρύ φάσμα επιστημών, κυρίως μπαίνοντας σε λάθος αίθουσες. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Ηράκλειο και αρθρογραφεί στο περιοδικό ΜΟΤΟ. Έχει εκδώσει αρκετά μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και κόμικς. Γράφει μανιωδώς παντού εκτός από τα σημειωματάριά του, γιατί είναι πολύ όμορφα για να τα χαλάσει.

Λίγα λόγια για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλο)
Μια γυναίκα-σκιά γίνεται θάλασσα που πνίγει τους θύτες της. Ένα χαρτάκι με το νούμερο 32 πέφτει στην άκρη κάποιου πεζοδρομίου. Κάποιος περπατάει δεκαπέντε χιλιόμετρα για να καταθέσει ένα δελτίο στο Στοίχημα, μια κίτρινη μπλούζα περιμένει υπομονετικά στη βιτρίνα κάποιου κλειστού καταστήματος και ένας έφηβος ερωτεύεται παράφορα έξι κρυστάλλινα ποτηράκια του λικέρ. Ένας συγγραφέας περνάει διά πυρός και σιδήρου προσπαθώντας να εκπονήσει το μνημειώδες έργο του. Οι ιστορίες των ηρώων αυτού του βιβλίου είναι κάθε άλλο παρά μεγαλειώδεις ή αξιοπρόσεκτες. Εκρηκτικά κωμικές ή βαθιά δραματικές, είναι τα τραγούδια εξουθενωμένων ψυχών, η εύθραυστη ισορροπία τους στο κάγκελο ενός μπαλκονιού και η χαμηλή τους πτήση πάνω από τα συντρίμμια.

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/2025/03/mind-gap.html