Πολλές φορές μου έχουν προτείνει οι παλιοί φίλοι του πατέρα μου, του Μαστρογιώργη Μπαριτάκη, να γράψω για την ζωή και την τέχνη του. Μα εγώ απέφευγα να γράψω για τον πατέρα μου γιατί μπορεί να έλεγαν ο Βαγγέλης θέλει να προβάλει τον πατέρα του για να έχει κάποιο ηθικό κέρδος.
Μα εγώ όμως πάντοτε προσπαθώ να γράφω την αλήθεια που είναι “πικρή” ευλογημένη και αθώα. Αλλά πάντα πιστεύω ότι δεν είναι κακό να γράφει κάποιος ένα μικρό αφιέρωμα στην μνήμη του πατέρα του να τον τιμά.
Ο πατέρας μου ο Μαστρογιώργης ή Μάστορας ήταν γιος του παππού μου του Λευτερογιάννη Μπαριτάκη που γεννήθηκε στις Γούβες το 1909 και ήταν πρωτότοκος γιος από τα τέσσερα παιδιά αυτής της οικογένειας που έμειναν ορφανά από μάνα πριν τα δέκα τους χρόνια. Το 1925 που πρωτοφτιαχνόταν η χωματένια εθνική οδός Σητεία-Χανιά, χτίζανε διάφορες πέτρινες καμάρες και καμαράκια. Τότε χτίζανε και τη μεγάλη πέτρινη καμάρα στις Γούβες στην πρώην εθνική οδό.
Τότε βρήκε ο παππούς μου ο Λευτερογιάννης τον αρχιχτίστη αυτής της γέφυρας, τον Ζαχαρία Μηλαθιανάκη και του είπε και πήρε μαζί του τον γιο του τον έφηβο Γιώργο Μπαριτάκη για να μάθει να πελεκά ρουκούνια που στη συνέχεια έμαθε να χτίζει πέτρες σε άλλες γέφυρες της εθνικής οδού μέχρι τη μεριά της Δαμάστας -Μάραθου Ρεθύμνου. Ο Μαστρογιώργης είχε χτίσει μετά πολλές οικοδομές στις Γούβες, με πέτρες, τούβλα, έκανε και σοβάδες που ενώ τότε οικοδομές και οι δουλειές είχαν ελάχιστες. Αυτός αυτά τα χρόνια κατάφερε και ανέθρεψε τα έξι κοπέλια του.
Τα χρόνια του μεσοπολέμου ο Μαστρογιώργης αυτοδίδακτος, παραδοσιακός “μηχανικός”, χτίστης περιζήτητος στα πυρηνελαιουργεία της Κρήτης που έχτιζε ατμολέβητες-καζάνια και τις καμινάδες τους, που αυτά ήταν οι βάσεις της λειτουργίας του κάθε πυρηνελαιουργείου.
Αυτά τα μακριά στρόγγυλα και περτσινοφτιαγμένα καζάνια των πυρηνελαιουργείων τα έφερναν τότε από την Γαλλία και από την Αγγλία, τα ξεφόρτωναν έξω από τα πυρηνελαιουργεία και έδιναν στον Μαστρογιώργη παλάνκα και εργάτες να τα μεταφέρει, να τα τοποθετήσει, να τα αλφαδιάσει και να χτίσει με πυρότουβλα τις φλογογέφυρες, φλογοδιαδρόμους που ο Ματρογιώργης έκανε τις φωτιές και περπατούσαν σαν με φυσική ροή από τα θερμαστήρια προς την κορυφή της κάθε καμινάδας.
Ο Μαστρογιώργης έχτιζε και επαγγελματικούς φούρνους που όταν πάθαιναν όλα αυτά τα χτισίματά του ζημιές από τις πολλές θερμοκρασίες αυτός έμπαινε μέσα στην πυρά επιδιορθώνοντάς τα για να επαναλειτουργούν. Η πιο τεχνική περηφάνια του πατέρα μου ήταν όταν έχτιζε τις καμινάδες κάθε πρωί που ανέβαινε στην κορυφή, τις ταρακουνούσε και όταν κουνιόταν κανονικά έλεγε η ανέγερσή τους ήταν καλή.
Ο Μαστρογιώργης ήταν και μαντολινάρης τραγουδιστής και μπασαδόρος των Γουβιανών λυράρηδων, του Σπανού και του Καλιακαντώνη. Πάντα ήταν σεμνός και φιλομαθής και όσοι τον έκαναν παρέα, πάντα τους έκανε να μάθουν κάτι έξυπνο, ακόμα στα γερατειά του όταν καθόταν στα καφενεία των Κάτω Γουβών, είχε στην τσέπη του ένα ραδιοφωνάκι να ακούει τις ελληνικές και παγκόσμιες ειδήσεις και όταν τύχαινε στα χέρια του κάποια εφημερίδα ή περιοδικό έλυνε τα σταυρόλεξα τους. Ο Μαστρογιώργης σε όλη του τη ζωή δεν ήθελε να γίνει πλούσιος και ποτέ δεν ήθελε να γίνει εργολάβος.