Είναι αλήθεια και πραγματικότητα ό,τι έχω γράψει διάφορα μικρά αφιερώματα για τους παλιούς Γουβιανούς οργανοπαίκτες.
Δεν ήταν δυνατόν όμως να μην έγραφα αυτό το μικρό αφιέρωμα στον παλιό και αξέχαστο Γουβιανό λυράρη τον Αντώνη Καλιακάκη ή Καλιακαντώνη. Η οικογένεια των Καλιακάκηδων ήταν ψηλοί, λεπτοί και καλοί χορευταράδες, ιδιαίτερα στον πηδηχτό. Ο πατέρας του Καλιακαντώνη, ο Καλιακογιάννης έπαιζε λύρα και ο αδερφός του ο Καλιακομανώλης έπαιζε βιολί. Ο Καλιακαντώνης είχε παντρευτεί μια Γουβιανή, τη Σοφία Πεπονάκη, που απέκτησαν δύο παιδιά, τη Μαρία και τον Γιάννη.
Σε όλη τη ζωή του ήταν σεμνός, σωστός, μετρημένος άνθρωπος που όταν πήγαινε στις δουλειές του καβαλίκευε το μουλάρι του και πάντα φορούσε κεφαλομάντηλο και λιγότερες φορές φορούσε στη μέση του την ποδιά για να τη χρησιμοποιεί. Αναμφισβήτητα το βασικό επάγγελμα του Καλιακαντώνη ήταν γεωργός και πολύ καλός περβολάρης. Στον Γουβιανό παραθαλάσσιο κάμπο, στα χοχλακάκια, είχε έναν ανεμόμυλο-νερόμυλο με βλυχάτο, μια στέρνα και μια καλύβα, που πάραγε διάφορα περβολικά, τσερτσεβατικά, λαχανικά και φρούτα. Εκεί έχει δημιουργήσει ένα από τους καλύτερους λεμονόκηπους των Γουβών.
Την μέση του περασμένου αιώνα οι βασικοί λυράρηδες των Γουβών ήταν ο Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός και ο Αντώνης Καλιακάκης ή Καλιακαντώνης. Με βασικότερό τους μπασαδόρο, μαντολινάρη και τραγουδιστή τον πατέρα μου Μαστρογιώργη Μπαριτάκη.
Αυτών των δύο Γουβιανών λυράρηδων τα σπίτια έτυχε να είναι δίπλα στο λιβάδι-πλατιά των Γουβών και απέναντι από τα Γουβιανά καφενεία «Ντουκιάνια».
Έτσι οι παλιοί και καλοί Γουβιανοί μερακλήδες όταν τους χρειάζονταν τους καλούσαν τις νύχτες και έκαναν καντάδες στις κοπελιές.
Στις Γούβες τα παλιά χρόνια τραγουδούσαν άλλοι, οι νέοι και οι γέροι δεν άφηναν τους λυράρηδες να πουν ούτε μια μαντινάδα. Έτσι στις Γούβες συνήθισαν το Σπανό και τον Καλιακαντώνη και δεν τραγουδούσαν ποτέ.
Τον Καλιακαντώνη τα χρόνια εκείνα τον καλούσαν μαζί με τον πατέρα μου Μαστρογιώργη και έπαιζαν σε γάμους και βαφτίσια σε πανηγύρια σε καντάδες στις Γούβες και σε άλλα χωριά.
Εκείνα τα παλιά χρόνια οι οργανοπαίκτες ήταν ερασιτέχνες και ποτέ δεν ζητούσαν λεφτά για να παίξουν, καλοδεχούμενα όμως ήταν τα μπαξίσια που τους έβαζαν μέσα στα μαντολίνα οι μερακλήδες χορευταράδες και κουβαρντάδες.
Τα μεταπολεμικά χρόνια, ο Σπανός ο Καλιακαντώνης συμβούλευαν τους νεαρούς μαθητευόμενους Γουβιανός οργανοπαίκτες, Κωστή Μαρκάκη ή Κοντοχα, τον Θοδωρή Δετοράκη, τον Γιάννη Μπαριτάκη, τον Στέρεο Πλευράκη, τον Γιάννη Γιαννουδάκη και τον μεγάλο Γουβιανό λυράρη και τραγουδιστή Γιάννη Κουφαλιτάκη.Για αυτό η μεταπολεμική Γουβιανοί οργανοπαίκτες αγαπούσαν ιδιαιτέρως αυτούς τους δυο Γουβιανούς λυράρηδες.
Τη λύρα και «τίμιο ξύλο» του Καλιακαντώνη το έχει κληρονομήσει ο εγγονός του Αντώνης Καλιακάκης και ο δισέγγονος του ο Γιάννης Καλιακάκης παίζει λύρα και άλλα όργανα.
Δεν μπορώ να μη γράψω για τους νέους ότι τα παλιά τα χρόνια και στις Γούβες δεν υπήρχε ρεύμα, τηλέφωνο, τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε ίντερνετ, οπότε οι Γουβιανοί για να ψυχαγωγούνται τραγουδούσαν στους δρόμους στα χωράφια στα βουνά για να διασκεδάζει η σκέψη τους. Μέχρι να ακούσουν τους ήχους από τις λύρες, τα βιολιά τα μαντολίνα, τις ασκομαντούρες για να αρχίσουν να διασκεδάζουν και να χορεύουν στα Γουβιανά καφενεία «Ντουκιάνια», με το φως των λύχνων και τα μεταπολεμικά χρόνια με το φως του Λουξ.
Από αυτό το άρθρο κείμενο κάνω πρόταση στις αρχές «ΑΦΕΝΤΙΚΑ» των Γουβών να κάνουμε ένα μνημόσυνο να τιμήσουμε τους νεκρούς Γουβιανούς μας οργανοπαίχτες και να ονομάσουμε στις Γούβες δρόμους με τα ονόματά τους.
Ενώ περνούνε οι καιροί, οι εποχές κι οι χρόνοι.
Στις Γούβες σε θυμούμαστε, μπάρμπα Καλιακαντώνη.
*Ο Βαγγέλης Μπαριτάκης είναι ιδρυτής λαογραφικού Μουσείου Γουβών