Τώρα που καταλάγιασαν οι λόγοι, τα τραγούδια, τα αφιερώματα, οι τιμές και τα δάκρυα για τον μεγάλο δημιουργό Μίκη Θεοδωράκη, τώρα που όλα τα σκέπασε η σιωπή, μπορεί κανείς να αναφερθεί με ηρεμία και «επιλαθόμενος ευνοίας και μίσους», όπως θα έλεγε η Άννα η Κομνηνή (Αλεξιάς, 2,3) στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που αγαπήθηκε πολύ απ’ τους Πανέλληνες, όπως έδειξε η στάση του λαού, όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του. Ο Μίκης Θεοδωράκης τιμήθηκε όντως όσο λίγοι μεγάλοι Έλληνες και όσο ζούσε κι όταν έφυγε από τούτο τον κόσμο.

Τι ήταν, όμως, αυτό που έκαμε μεγάλο τον Θεοδωράκη; Τι ήταν εκείνο που τον προσδιόριζε ως πολιτική παρουσία και ως μουσικό; Αν διεισδύσουμε πίσω από τα προφανή, πίσω από τα φαινόμενα, πιστεύω πως το προσδιοριστικό στοιχείο που θα βρούμε, η ειδοποιός διαφορά θα λέγαμε, είναι ότι ο Μίκης ήταν ο άνθρωπος των συνθέσεων. Λέγοντας «συνθέσεις» προφανώς δεν εννοώ τις μουσικές.

Με τον όρο «σύνθεση» στο χώρο των ιδεών, της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής αλλά και της μουσικής εννοώ τη σύναψη και τη συσχέτιση μεταξύ τους στοιχείων, «ώστε να δημιουργείται ένα νέο σύνολο, του οποίου η σημασία, η αισθητική ή η λειτουργικότητα να ξεπερνά το άθροισμα της σημασίας, της αισθητικής ή της λειτουργικότητας των επιμέρους στοιχείων» (Γεωργ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σ. 1725).

Η σύνθεση αυτή φανερώνει πληρέστερα την αλήθεια των επιμέρους στοιχείων, τα οποία από μόνα τους είναι μονοδιάστατα, ενώ συντιθέμενα αποκαλύπτουν μια άλλη δυναμική και παίρνουν ευρύτερες διαστάσεις. Η σύνθεση των επιμέρους διαφορετικών ή και ετερόκλιτων στοιχείων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί το πρόσωπο που κάνει τη σύνθεση να έχει κρίση, τόλμη, ευφυία και προπάντων διάκριση, μια αρετή που λείπει εν πολλοίς σήμερα.

Ας πούμε όμως δυο λόγια για τη διάκριση. Σύμφωνα με τα λεξικά, πρόκειται για την ικανότητα του «διακρίνειν» και «αναγνωρίζειν» ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια ως κάτι διαφορετικό από ένα άλλο. Είναι η σοφία, η σύνεση, η γνώση, η δυνατότητα μελέτης, κρίσης, σύγκρισης και τελικά ορθής επιλογής μιας στάσης, μιας ιδέας, μιας άποψης, δηλαδή η δυνατότητα προσέγγισης της αλήθειας.

Ο άνθρωπος που έχει κατακτήσει την αρετή της διάκρισης γνωρίζει πότε πρέπει να μιλήσει και πότε να σιωπήσει, αποφεύγει τις υπερβολές, διακρίνει τις αξίες και την ποιότητα. Η απουσία της, αντίθετα, οδηγεί στα άκρα, στο φανατισμό, στην κατάκριση, στις ιδεοληψίες και στις ιδεολογικές εμμονές.

Η όλη πορεία, καλλιτεχνική και πολιτική, του Μίκη Θεοδωράκη απέδειξαν ότι κατείχε την αρετή της κρίσης και της διάκρισης. Δεν υπήρξε ποτέ ο άνθρωπος των άκρων. Όλη του η ζωή και η τέχνη ήταν ένας αγώνας σύνθεσης αντίθετων πραγμάτων. Ο ίδιος μιλούσε για αριστερόστροφο φασισμό, όταν μπήκε στην κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη έλεγε ότι ήταν «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση ή αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση».

Υπήρξε κομμουνιστής που ζήτησε όμως να ταφεί χριστιανικά, ήταν πατριώτης και συνάμα οικουμενικός, εθνικόφρων αλλά και διεθνιστής, αγωνιστής της αριστεράς αλλά και συμμετέχων σε κυβέρνηση της δεξιάς, πρωτοποριακός αλλά και παραδοσιακός στη μουσική του, που κι αυτή ήταν μια σύνθεση ετερόκλιτων στοιχείων: η δημοτική μουσική συνδέθηκε με το ρεμπέτικο, το βυζαντινό μέλος με το λαϊκό τραγούδι, η δυτικότροπη καντάδα με τις ανατολίτικες μελωδίες, οι μεγάλες συμφωνίες του με τα λαϊκά τραγούδια. Από το έργο του αναδύεται η μουσική της Ρωμιοσύνης στη συνάντησή της με τη δυτικότροπη συμφωνική μουσική.

Ο Θεοδωράκης στη ζωή και στο έργο του έκαμε μια μεγάλη υπέρβαση: ξεπέρασε τα στεγανά μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, μεταξύ πιστών και άθεων, μεταξύ διαφορετικών μουσικών παραδόσεων. Συνέθεσε έτσι τα αντίθετα, ένωσε τα «διεστώτα» σε μια καινούργια πραγματικότητα, όπου τα αντίθετα δεν εξαφανίζονται, αλλά συντιθέμενα παράγουν νέες πολιτικές θέσεις, νέες μουσικές μορφές και μουσικές φόρμες. Τρανό παράδειγμα της δυνατότητας να συνθέτει αντίθετα μουσικά είδη είναι, νομίζω, η μουσική σύνθεση πάνω στο «Άξιόν εστί» του Ελύτη, όπου το βυζαντινό μέλος συνυπάρχει με το λαϊκό τραγούδι και με μοτίβα δυτικότροπα.

Το ερώτημα είναι: πώς συντίθενται όλα αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία; Τι σημαίνει σύνθεση και πώς γίνεται; Διότι οι άνθρωποι συνήθως καταλαβαίνουμε τα πράγματα μέσα από τις αντιθέσεις, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν και μέσα στη φύση (για τα «εναντία» μιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες: ψηλά-χαμηλά, γέννηση-φθορά, μεγάλο-μικρό, φως-σκοτάδι κλπ) αλλά και στην κοινωνία: πλούσιοι-φτωχοί, μορφωμένοι-αμόρφωτοι, δεξιοί-αριστεροί κλπ.

Οι άνθρωποι καταλαβαίνουμε τον κόσμο και τη ζωή μέσα από τις αντιθέσεις: δεν μπορούμε π.χ. να εννοήσουμε τι είναι το σκοτάδι δίχως το φως. Γι’ αυτό και μας είναι δύσκολο ίσως να κατανοήσουμε τη δυνατότητα του Θεοδωράκη να συνθέτει τα αντίθετα. Διότι εκείνος δεν λειτουργούσε με τη λογική τού «άσπρο-μαύρο», αλλά ανέβαινε μια σκάλα ψηλότερα κι έβλεπε τις καταστάσεις με άλλο μάτι, η ματιά του ήταν πιο καθαρή, διότι έβλεπε πίσω από τα φαινόμενα.

Πώς όμως το κατόρθωνε αυτό; Εκτός από την αρετή της διάκρισης στην οποία αναφερθήκαμε, έχω τη γνώμη πως αυτό οφείλεται στους εξής παράγοντες:

Α) Σε όλα όσα έζησε στις εξορίες, στα βασανιστήρια, στους διωγμούς που υπέστη. Εκεί συνάντησε και την ανθρωπιά αλλά και την κτηνωδία. Βαθιά στην ψυχή του χαράχτηκε η πίστη πως οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν καλύτεροι, ότι ακόμη και οι βασανιστές μπορούν να αλλάξουν, πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μονιασμένοι, αν υπάρξει ένας κοινός σκοπός. Γιατί μόνο ο δοκιμαζόμενος άνθρωπος λειτουργεί όντως ανθρωπιστικά, μόνον αυτός μπορεί να καταλάβει τον άλλο άνθρωπο, μόνο αυτού η ψυχή μπορεί να μπει στην ψυχή του συνανθρώπου και να τον συμπονέσει.

Β) Η μουσική και γενικότερή του του παιδεία, που έφερε στην επιφάνεια ευαισθησίες, καλλιέργησε το ήθος και τη συναισθηματική του νοημοσύνη, τον έφερε σε επαφή με άλλους ανθρώπους και άλλους πολιτισμούς, ώστε να δει πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τους ίδιους καημούς, τα ίδια πάθη, τις ίδιες βαθύτερες επιθυμίες, το ίδιο πάθος για το δίκιο.

Γ) Η επαφή του με χώρες της Ευρώπης και η γνωριμία του με σπουδαίους ανθρώπους, ένα γεγονός που προφανώς άνοιξε τους ορίζοντές του, τον έβγαλε από την επαρχιακή νοοτροπία, τον μπόλιασε, μαζί με τις διεθνιστικές ιδέες του σοσιαλισμού, με οικουμενικές και πανανθρώπινες αντιλήψεις και τον βοήθησε να αποβάλει το μετεμφυλιοπολεμικό σύνδρομο που είχε δηλητηριάσει με μίσος και καχυποψία τις ψυχές των Ελλήνων.

Έτσι, ο Θεοδωράκης ανάχθηκε πιο ψηλά, είδε πως κανείς δεν έχει την αποκλειστικότητα της αλήθειας, πως κάθε κόμμα, κάθε μουσική, κάθε ιδέα έχει την «αλήθεια» της και ότι πρέπει και μπορεί να βρεθεί ένας κοινός υψηλός σκοπός, τον οποίο όλοι μπορούν να υπηρετήσουν. Αυτός ο κοινός σκοπός, που μπορεί να εμπεριέχει όλες τις επιμέρους αλήθειες, ήταν, κατά τον Θεοδωράκη, η πατρίδα και ο πατριωτισμός. Φαίνεται πως ο εκείνος πίστευε ότι ο αληθινός πατριώτης δεν μπορεί παρά να είναι και αληθινός ανθρωπιστής.

Άρα, τελικά, ο μεγάλος δημιουργός στο κέντρο του ενδιαφέροντός του έβαζε τον άνθρωπο, όχι βέβαια την αφηρημένη ιδέα του ανθρώπου, αλλά τον αληθινό άνθρωπο, αυτόν που έχει συγκεκριμένη πατρίδα, μάνα, πατέρα, αδέλφια, τον άνθρωπο που εργάζεται, που αγωνίζεται, που υποφέρει, που ερωτεύεται. Ο Θεοδωράκης ήταν αληθινός πατριώτης αλλά και ανθρωπιστής: αγαπούσε την Ελλάδα , την ιστορία και τον πολιτισμό της συνολικά, ως μια ενότητα, και την ίδια στιγμή αγαπούσε τον οικουμενικό άνθρωπο. Εκεί πρέπει να εντοπίσουμε τη μεγαλοσύνη του, εκεί να ψάξουμε να βρούμε την αγάπη όλων των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, προς το πρόσωπο του, αυτή είναι η παρακαταθήκη που μας αφήνει μαζί με το μεγάλο μουσικό του έργο.