Ονειρικές στιγμές ζήσαμε όσοι βρεθήκαμε σε κάποια από τις τρεις συναυλίες του Μιχάλη Βιολάρη, στις 21, 22 και 23 Αυγούστου, σε Ιεράπετρα, Ηράκλειο και Άγιο Νικόλαο αντίστοιχα. Μεγαλειώδης και αναρίθμητη η συμμετοχή του κόσμου και στις τρεις, μεγαλειώδης και αυθεντική η παρουσία του μεγάλου καλλιτέχνη, αυθεντικού εκπροσώπου του Νέου Κύματος. Και μας μετέφερε εξ αρχής στις μαγικές μελωδίες των μπουάτ, λειτουργώντας μέσα στο υπέροχο κλίμα που λειτουργούσαν τότε.
Με τη μελωδική του φωνή, τη μεγάλη του δεξιοτεχνία και την μεγάλη ευχέρεια που του εξασφαλίζουν οι στέρεες μουσικές του σπουδές και η εμπειρία του από τις συναυλίες ανά την υφήλιο, ο μαγικός καλλιτέχνης εναπόθεσε εν πολλοίς την επιτυχία της βραδιάς στην αποδοχή του κοινού.
Ταυτίστηκε εξ αρχής μαζί του και πολύ γρήγορα άρχισε μια ζωντανή επικοινωνία ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τους επισκέπτες της συναυλίας, που δεν έμειναν ούτε στιγμή παθητικοί και αδιάφοροι ούτε και αυτοί ακόμη που είχαν σκαρφαλώσει πάνω στα τείχη του Ηρακλείου. Συμμετείχαν όλοι τους και συνδιαμόρφωναν το όλο κλίμα που εξελίχθηκε σε μια αληθινή μυσταγωγία, η οποία δεν έλεγε πραγματικά να τελειώσει.
Μάλιστα εκτός από τον Άγιο Νικόλαο όπου η συναυλία δόθηκε στον απέραντο χώρο πέριξ της λίμνης, στις δύο άλλες περιπτώσεις υπήρξε μέγα πρόβλημα χώρου.
Ειδικά στο Ηράκλειο έγινε το αδιαχώρητο με τον κόσμο να στέκεται παντού όρθιος ή να κάθεται στους διαδρόμους, και πέριξ της σκηνής και όπου αλλού έβρισκε ελάχιστο χώρο, ενώ πάρα πολλοί έφευγαν απογοητευμένοι και διαμαρτυρόμενοι για την όλη στενότητα.
Έδειξε έτσι ο κόσμος την απέραντη η αγάπη του για την σπουδαίο καλλιτέχνη. Γιατί ο Μιχ. Βιολάρης όχι απλώς είναι γνωστός αλλά έχει αφήσει εποχή στα χρυσά εκείνα χρόνια του Νέου Κύματος, που εξακολουθούν να κατέχουν δεσπόζουσα θέση στις δικές μας γενιές και να διαπερνούν σε μεγάλο βαθμό τις νεότερες!
Αναβίωσε έτσι για μας που το έχομε ζήσει το κλίμα των μπουάτ, με αυτή τη ζεστή ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής που μάγεψε τους πάντες. Γιατί το Νέο Κύμα δεν ήταν απλώς μια νέα σειρά τραγουδιών, που έγραψαν κάποιοι νέοι συνθέτες και βγήκαν να τα πουν κάποιοι νέοι τραγουδιστές.
Όχι! Το νέο κύμα εισήγαγε μια νέα και εντελώς διαφορετική κουλτούρα στο ελληνικό τραγούδι. Κατ’ αρχάς το νέο κύμα άνοιξε τα ερμάρια των ποιητών, έψαξε τα ράφια των βιβλιοπωλείων και αναζήτησε την καλή ποίηση, την οποία μελοποίησε και την έβαλε στο στόμα και τη ζωή του απλού πολίτη.
Ευτυχώς είχε κυκλοφορήσει ήδη τότε η τρίτομη ποιητική ανθολογία του Μιχ. Περάνθη, στην οποία ο Λογοτέχνης Περάνθης είχε ταξινομήσει όλη την ελληνική ποίηση, από το δημοτικό τραγούδι ως τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές της εποχής του.
Το έργο αυτό αποτέλεσε μεγάλη διευκόλυνση, αφού εκεί έβρισκες ταξινομημένους τους πιο δόκιμους Έλληνες ποιητές με το βασικό τους έργο και μπορούσες κατόπιν να αναζητήσεις το υπόλοιπο έργο τους. Όσα ποιήματα αγάπησα από αυτή την ποιητική ανθολογία -και δεν ήταν λίγα- τα είχα μάθει όλα σχεδόν απ’ έξω, χωρίς να το επιδιώκω. Όλα αυτά τα άκουγα αργότερα μελοποιημένα από το Νέο Κύμα. Πώς να μην αγαπήσεις λοιπόν το Νέο Κύμα αφού μιλούσε στην ψυχή σου;
Το όλο πνεύμα του Νέου Κύματος χαρακτηριζόταν από λιτότητα. Όλα απλά, λιτά κι απέριττα. Οι χώροι μικροί, όπως υποδηλώνει και η γαλλική λέξη μπουάτ, δηλαδή κουτί. Η ορχήστρα ολιγομελής, κιθάρα και πιάνο και το πολύ ένα ακόμη όργανο. Όχι λάμψη και πολλά φώτα, ούτε λαμπερά πράγματα και πολυτέλειες:
Απλότητα. Ένας απλός, μικρός χώρος των 60, 80 ή 90 ατόμων, με απαλό φωτισμό. Σ’ αυτούς τους μικρούς χώρους μαζευόταν ο κόσμος· συνήθως φοιτητές και άνθρωποι των γραμμάτων ή διανοούμενοι, αλλά και πολλοί απλοί εργάτες και άνθρωποι του καθημερινού μόχθου.
Με ένα αναψυκτικό ή ένα ποτό (το περίφημο βερμούτ που ήταν τότε της μόδας) άκουγαν ποιοτική μουσική με στίχους που περιείχαν δύναμη και ουσία. Συχνά «έκανε άσπρα καράβια τα όνειρά μας» με πολλή αισιοδοξία και προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον που έμοιαζε να πλησιάζει, ενώ δεν απουσίαζε και η κοινωνική κριτική. Δεν υπήρχε επίσης το γνωστό διπολικό σχήμα, από τη μια οι καλλιτέχνες που τραγουδούν και από την άλλη το κοινό που χειροκροτεί. Στις μπουάτ υπήρχε μια προσπάθεια ταύτισης του καλλιτέχνη με τους θαμώνες.
Στο ενδιάμεσο των τραγουδιών υπήρχε συνομιλία του καλλιτέχνη με το κοινό, που ζωντάνευε τη μεταξύ τους σχέση. Συχνά λέγονταν μικρά ανέκδοτα με μεγάλη σημασία ή γινόταν -σχεδόν στα πεταχτά- σχολιασμός της επικαιρότητας, μισόλογα με σατιρικά υπονοούμενα ή απαγγελία σύγχρονης ποίησης, κλπ.
Σε αυτό ακριβώς το κλίμα λειτούργησε ο Μιχάλης Βιολάρης στις συναυλίες του: Συνομίλησε πολύ με το ενθουσιώδες κοινό του, που δεν έπαυσε ούτε στιγμή να τον χειροκροτεί.
Καθώς, ως φιλόλογος, γνωρίζει καλά την ελληνική γλώσσα, είχε την ευχέρεια να παίξει με τις λέξεις αφήνοντας συχνά κάποια υπονοούμενα που προκαλούσαν γέλιο, χωρίς όμως ποτέ να παραβιάζει τους κανόνες της ευπρέπειας και της σοβαρότητας.
Όλα βεβαίως αυτά αποτελούν το επιδόρπιο ή αν θέλετε τα ορεκτικά που είχαν κι εκείνα μεγάλη σημασία και με τον αριστοτεχνικό τρόπο που τα χειρίστηκε ο Μιχ. Βιολάρης έδωσαν την δική τους λάμψη στην υπέροχη εκείνη βραδιά κάτω από τον έναστρο ουρανό της Μεσογείου.
Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, αυτό που έπαιξε καταλυτικό ρόλο ήταν το «κυρίως πιάτο», δηλαδή το μοναδικό και πλούσιο ρεπερτόριο τραγουδιών με την υπέροχη και μελωδική φωνή του Μιχάλη Βιολάρη, με τη σθεναρότητα και τη σταθερότητά της. Ακούστηκαν τα καλλίτερα τραγούδια του Νέου Κύματος, όπως τα γνωστά και υπέροχα εκείνα τραγούδια του Ελύτη, που είχε τραγουδήσει εκείνος πρώτος και πολλά άλλα που είχε πει κατά καιρούς.
Τραγούδια με ποιοτική μουσική και εξαίσιους στίχους που δεν έχουν ξεχαστεί ποτέ και ούτε πρόκειται καθώς φαίνεται να ξεχαστούν. Δεν απουσίασαν βέβαια και κάποια κλασικά πλέον λαϊκά τραγούδια, όπως η συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη ή κάποια άλλα με τον Καζαντζίδη, που δεν απουσίαζαν ούτε από τις μπουάτ τότε. Πρόκειται για μια ανεπανάληπτη συναυλία που κράτησε πάνω από τρεις ώρες, χωρίς να θέλει να φύγει κανείς.
Σοβαρά συνέβαλαν επίσης στην επιτυχία της συναυλίας, οι δύο υπέροχες φωνές της Αδριάνας Κόλλια και της Ελένης Σελούντου, καθώς και τα εκλεκτά μέλη της ορχήστρας. Άψογοι όλοι, ο καθένας στο είδος του. Γι’ αυτό και όταν η συναυλία έληξε η σκηνή κατακλύστηκε από τον κόσμο που έτρεξε να αγκαλιάσει και να απαθανατίσει τον Μιχάλη Βιολάρη, να φωτογραφηθεί μαζί του και να κρατήσει ένα απτό ενθύμιο από την από την μεγαλειώδη εκείνη συναυλία!
Θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι οι δύο πρώτες συναυλίες χρηματοδοτήθηκαν από την Περιφέρεια Κρήτης, ενώ η τρίτη, στον Άγιο Νικόλαο από τους αδελφούς Βαρκαράκη, γνωστούς για τη σημαντική προσφορά τους στον τουρισμό και την κοινωνία.
*Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης, τακτικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας
Ελλήνων Λογοτεχνών