Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζωρτζ Πολκ ήρθε στην Ελλάδα το 1947 ως ανταποκριτής του αμερικανικού ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Ο ακέραιος χαρακτήρας του και η πίστη του στην αλήθεια τον οδήγησαν να ανακαλύψει την κακή διαχείριση της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ από την ελληνική κυβέρνηση, την οποία κατήγγειλε για διαφθορά.

Μαζί με αυτή την έρευνα προσπάθησε, χωρίς να τα καταφέρει τελικά, να έρθει σε επαφή με τον Μάρκο Βαφειάδη για να πάρει μια συνέντευξη από τον ηγέτη της κομμουνιστικής παράταξης, καθώς δεν δίσταζε να αποδοκιμάζει την κομμουνιστική βία.

Αυτές οι δύο αιτίες (η μία, η άλλη ή και οι δύο), σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς και ιστορικούς ερευνητές, οδήγησαν στη δολοφονία του στις 16/5/1948 στη Θεσσαλονίκη. Η καταδίκη και φυλάκιση μετά από φριχτά βασανιστήρια του αθώου Θεσσαλονικιού δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου έδωσε το εξιλαστήριο θύμα που ζητούσε η ελληνική κυβέρνηση και οι Αμερικάνοι σύμμαχοί της.

Αυτές τις δύο ιστορίες, του δολοφονημένου Πολκ και του φυλακισμένου Στακτόπουλου παρουσιάζει ο Μιχάλης Τζανάκης στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του, δημιουργώντας μια ακόμα συγγραφική επιτυχία στην αλυσίδα των ιστορικών βιβλίων του.

Αναμφίβολα το παρόν δοκίμιο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μυθιστόρημα, διότι οι χαρακτήρες, η πλοκή και το σενάριο είναι αληθινά. Η μυθοπλασία περιορίζεται στους διαλόγους, ενώ βασικοί στόχοι του συγγραφέα, οι οποίοι επιτεύχθηκαν, είναι η αποτύπωση του κλίματος του εμφυλίου πολέμου, η διερεύνηση των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων και η πιστή απόδοση της υπόθεσης Πολκ.

Οι παράλληλοι βίοι Πολκ-Στακτόπουλου τέμνονται σε μια μικρή γνωριμία και σε ένα μεταθανάτιο σφιχταγκάλιασμα των δυο θυμάτων, του νεκρού και του φυλακισμένου. Οι φωνές τους δεν εισακούστηκαν όσο ήταν ζωντανοί και η σιωπή τους ήταν βολική για το κατεστημένο της εποχής. Αυτή τη σχέση σιωπής, θανάτου και φυλακής αποδίδει άριστα ο συγγραφέας υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες ότι η ελευθερία των ιδεών και των πράξεων σε χαλεπούς αντιδημοκρατικούς καιρούς έχει ως αντίτιμο την απώλεια της ίδιας της ζωής.

Όλο το έργο θα μπορούσε να είναι ένας ζωγραφικός πίνακας με  καμβά τη Θεσσαλονίκη, την πόλη των φαντασμάτων, που μέσα σε 30 χρόνια (1917-1947) είχε μετατραπεί από εβραιούπολη σε χριστιανούπολη χάρη στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και το ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί. Ο συγγραφέας με το πινέλο του σχεδιάζει τους δρόμους, τα σοκάκια και την παραλία του Θερμαϊκού, μέσα σε ένα ομιχλώδες τοπίο, το οποίο δίνει μια απειλητική όψη στα κτήρια και στους ανθρώπους, ενώ οι πρωταγωνιστές του ως ηθοποιοί αρχαιοελληνικής τραγωδίας επιβεβαιώνουν τη ρήση «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον».

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι οι “Άφωνοι φόνοι. Υπόθεση Πολκ” είναι ένα πόνημα με δράση και περιπέτεια που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Εδώ φανερώνεται η λεπτομερής, μεθοδική και εμβριθής ιστορική έρευνα του Μιχάλη Τζανάκη, ο οποίος διδάσκοντας ένα μέρος της σύγχρονης  ιστορίας της Ελλάδας πετυχαίνει να  αναπαραστήσει την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της εποχής, να αποδώσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ζωντανεύοντας πρόσωπα και γεγονότα, ψυχαγωγώντας ταυτόχρονα το κοινό.

 

*Ο Αγησίλαος Κ. Αληγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος