Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια, σίγουρα πέντε με έξι, όταν ένα απόγευμα πέρασα από το κατάστημα Ράδιο Μακράκη στην οδό Έβανς 53. Ο λόγος, για να δώσω στον αγαπητό μου φίλο κύριο Μανόλη ένα κείμενό μου, το οποίο επρόκειτο να συμπεριληφθεί στην ύλη του περιοδικού “Πνευματικοί Σταλακτίτες.

Εκεί με περίμενε μια έκπληξη, αφού συνάντησα μια καταπληκτική παρέα τριών αιωνίων εφήβων. Φυσικά ο οικοδεσπότης Μανόλης Μακράκης, ο σύντεκνός του, συνταξιούχος φιλόλογος Κωνσταντίνος Στρατάκης, και ο μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος Γιώργος Παπαματθαιάκης.

Τρεις πραγματικά έφηβοι με ιδέες, με οράματα, με όρεξη για δουλειά και με αγάπη για τον τόπο τους. Ομολογώ ότι τα έχασα, ζήλεψα για τον τρόπο σκέψης και πράξης που είχαν. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, σκέφθηκα… Με τον κύριο Μανόλη βέβαια είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση, αφού ήταν η μόνιμη σχεδόν πηγή πληροφοριών, προκειμένου να ολοκληρώσω την συγγραφή του πονήματός μου:” Λες και ήταν χθες! Μνήμες από το παλιό Ηράκλειο”.

Ο αγαπητός μου κύριος Μανόλης, βέβαια, μου είχε πει αρκετά πράγματα, όταν παιδί πολυμελούς οικογένειας (ήταν οκτώ αδέλφια) έφυγε από την Κασταμονίτσα της Πεδιάδας για το Μεγάλο Κάστρο. Δούλος στην οικογένεια Ανεμογιάννη, αφού εντάχθηκε στο υπηρετικό προσωπικό. Ατέλειωτες συζητήσεις και εμπειρίες, ενός νέου, που ακόμα και τις γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων τις περνούσε με τα αφεντικά του.

Δεν έλειπε από τη συζήτησή μας η αναφορά του για τον σκύλο των Ανεμογιάννηδων ο οποίος είχε και χρυσό δόντι, όπως και το ότι άλλαξε αφεντικά, αφού έπιασε δουλειά στα αλλαντικά του Τσιτόπουλου αργότερα. Επίσης, φαμέγιος αλλά και μικροπωλητής με είδη νεωτερισμών στην περιοχή του Αρκαλοχωρίου συμπλήρωναν το πλούσιο βιογραφικό του. Με προσοχή και απεριόριστη σεβασμό μου άρεσε να τον ακούω να μου διηγείται τόσα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, ειδικά για το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό:

“Ήταν το 1963 όταν είχα αποφασίσει να κάνω ένα ταξίδι στην Ιταλία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία πριν ανοίξω μαγαζί στο Ηράκλειο με είδη γενικού εμπορίου. Είχα φθάσει στο Αννόβερο όπου γινόταν κάθε χρόνο έκθεση με ηλεκτρικά είδη για τα κράτη του δυτικού κόσμου. Για τα κράτη του ανατολικού κόσμου γινόταν αντίστοιχη έκθεση στη Λειψία, εκεί βέβαια δεν πήγα. Στη Γερμανία με φιλοξένησαν Ηρακλειώτες φοιτητές, ο Κουναλάκης και η κυρία Μάρω Κουναλάκη, ο Μανόλης Βασιλάκης και άλλοι.

Στην έκθεση του Αννόβερου εντυπωσιάσθηκα με αποτέλεσμα ν’ αλλάξω επαγγελματική ρότα και να στραφώ στα ηλεκτρικά είδη. Είδα ότι το μέλλον του ανθρώπου θα βασίζεται σε μια μπρίζα και φυσικά στον ηλεκτρισμό. Και τι δεν υπήρχαν στην έκθεση! Ραδιόφωνα, μικροσυσκευές, ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, πλυντήρια, τοστιέρες. Εκεί βέβαια υπήρχε ξεναγός που εξηγούσε στους επισκέπτες τη λειτουργία τους.

Θυμάμαι να μας εξηγεί τη λειτουργία του πλυντηρίου που υποκαθιστούσε το πλύσιμο ρούχων με τα χέρια, τις κινήσεις του κάδου που αντιστοιχούσαν στο κοπάνισμα, στο στύψιμο και στο τρίψιμο των ρούχων. Για το ψυγείο που αντικατέστησε το καλάθι με την ψιλή σίτα, φανάρι το έλεγαν στο χωριό μου, το οποίο κρεμούσαν για να αερίζεται ολόγυρα.

Επίσης την τοστιέρα που η λειτουργία της μου θύμισε τις δύο πλάκες που ζεσταίναμε στο χωριό και βάζαμε πάνω σ’ αυτές την χοχλιδόπιτα για να ψηθεί. Η χοχλιδόπιτα γινόταν με χοχλιούς, ψωμί, ελιές και αλάτι, τα οποία κοπανίζαμε και στη συνέχεια τα βάζαμε να ψηθούν στις δύο πυρωμενες πλάκες.

Από την έκθεση του Αννόβερο είχα πάρει προσπέκτους αλλά οι επώνυμες εταιρείες ΙΖΟΛΑ, Elco, Κελβινέιτορ, Πίτσος, Ζαννούσι, είχαν κλεισθεί από άλλους αντιπροσώπους στην πόλη μας αλλά και από τους τότε ηλεκτρολόγους που έκαναν εγκαταστάσεις και παράλληλα πουλούσαν και είδη ηλεκτρισμού, είχαν γίνει έμποροι ηλεκτρικών ειδών δηλαδή. Προπολεμικά τα αρχοντικά σπίτια του Ηράκλειου είχαν ψυγεία του πάγου.

Οι πιο αριστοκράτες είχαν ψυγεία με παγωνιέρα και μια βρυσούλα από την οποία έβγαινε το παγωμένο νερό. Τον πάγο τον προμηθεύονταν από το παγοποιείο του Μιστίλογλου κα έπαιρναν συνήθως καθημερινά το 1/4 της παγοκολόνας. Επανάσταση επίσης στα οικιακά είδη έφερε η εμφάνιση της γκαζιέρας με τρόμπα η οποία αντικατέστησε τη φουφού με τα κάρβουνα. Μια όαση πραγματικά για τους εργένηδες, τους μπεκιάρηδες. όπως χαρακτηριστικά λέγονταν αυτοί που αναγκάζονταν να μαγειρεύουν μόνοι τους, όπως φοιτητές, μαθητές, μαθητευόμενοι τεχνίτες και άλλοι”.

Αυτός ήταν ο κύριος Μανόλης! Ένας άνθρωπος σπάνιος, με μοναδικά χαρίσματα, με αξίες, με δημοκρατικές ιδέες, αγωνιστής και μαχητής, καταξιωμένος και επιτυχημένος στην κοινωνία μας.

Δεν θα ξεχάσω τις διηγήσεις του για τα σκληρά εκείνα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, τότε που πολλές συζητήσεις γίνονταν στα κρυφά, αφού υπήρχαν πολλοί καλοθελητάδες καταδότες, τότε που οι τοίχοι “είχαν αφτιά”, καθώς συνήθιζε να μου λέει, τότε που ορισμένα επαγγέλματα είχαν το προνόμιο της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, όπως οι τσαγκάρηδες, οι παπλωματάδες και οι λιμενεργάτες, σε κενό εργασίας τους, αφού  περίμεναν το επόμενο πλοίο ή την μαούνα για να ξεφορτώσουν τα διάφορα εμπορεύματα.

Όπως επίσης με πίκρα και δάκρυα θυμόταν τα νέα ζευγάρια της περιοχής του, να πηγαίνουν να παραδώσουν τα λιγοστά κοσμήματά τους στους σκληρούς αδίστακτους μαυραγορίτες εκείνη την πολυτάραχη εποχή.

Όμως, αυτά δεν έχουν τελειωμό και τόσα άλλα που μου έρχονται στο μυαλό για τον ευπατρίδη Μανόλη Μακράκη, τον άνθρωπο της προσφοράς και του χρέους, τον άνθρωπο της δημιουργίας και της εντιμότητας, τον Άνθρωπο!

Ας είναι αυτά τα λίγα λόγια μου ένας αποχαιρετισμός στη σεβάσμια μορφή του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.