«SHOPPING AND F***ING» του Μαρκ Ρέιβενχιλ στον δημιουργικό πολυχώρο Comeet (Λουκά Πετράκη 3), θεατρική ομάδα “Ιυττός”, σκηνοθεσία Αντώνης Ντουράκης, βοηθός σκηνοθέτη Κατερίνα Βασιλειάδη, μουσική επιμέλεια Έρη Ζερβάκη, Βασίλης Νέστορας, ηθοποιοί: Αντώνης Ντουράκης, Δάφνη Di Gregorio, Γιάννης Λιόκαλος, Νίκος Λαμπράκης

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Αντώνης Ντουράκης, με τη συμβολή της θεατρικής του ομάδας “Ιυττός”, έχει την τόλμη να παρουσιάζει στο ηρακλειώτικο κοινό ένα σύγχρονο θεατρικό έργο, γραμμένο στο τέλος της δεκαετίας του ΄90, που μόνο mainstream δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, πράγμα το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό εν αρχή από τον τίτλο του, όπου η λέξη «shopping» σημαίνει όχι μόνο «ψώνια» αλλά και «κλέψιμο» και «ψωνιστήρι» ενώ η δεύτερη λέξη παραπέμπει στη γενετήσια συνουσία στην καθομιλουμένη.

Μια καθομιλουμένη του περιθωρίου μιας παρέας νέων ανθρώπων βουτηγμένων στις καταχρήσεις των ναρκωτικών και του αγοραίου σεξ, σκουπίδια της κοινωνίας, που κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν, ζουν σε αποψιλωμένα δωμάτια ετοιμόρροπων σπιτιών και τρέφονται αποκλειστικά και μόνο με κλεμμένες σοκολάτες και προμαγειρεμένα φαγητά.

Σε ένα πρώτο επιφανειακό επίπεδο ο ανυποψίαστος θεατής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως κεντρικό θέμα του έργου είναι οι ανδρικές ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Όμως η ουσία, ακόμη και των ίδιων των σεξουαλικών σκηνών της παράστασης, βρίσκεται στην μοναξιά, αυτήν τη μεγάλη ασθένεια της εποχής μας αλλά και στην ανάγκη για μια βαθύτερη επικοινωνία που δυστυχώς έχει χαθεί. Όπως όλα τα σπουδαία κείμενα, έτσι και αυτό, μιλάει για τα βασικά ανθρώπινα ζητήματα της ύπαρξης, όπως η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως ο συγγραφέας ως πολιτικοποιημένος αριστερός θίγει επιπλέον το ζήτημα του υπερκαταναλωτισμού όπου όλα αγοράζονται και πωλούνται, όλα έχουν καταντήσει μία εμπορική συναλλαγή, ακόμα και οι ανθρώπινες σχέσεις.

Ο Μαρκ Ρέιβενχιλ σημειώνει κάπου: «Ζούμε σ’ έναν κατακερματισμένο φαινομενικά παράλογο κόσμο. Κάνουμε ζάπινγκ, χωριζόμαστε σε όλο και μικρότερες εθνικές ομάδες και εμπλεκόμαστε σε πολέμους ή ταραχές, και οι φιλόσοφοι μας λένε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα που να σημαίνει κάτι. Κι όμως, για έναν θεατρικό συγγραφέα είναι ήδη ένα θετικό βήμα, μια συνωμοτική κίνηση, το να δείχνει και μόνο αυτόν τον κόσμο στα έργα του».  Δεν θα ήταν επομένως άτοπο να πούμε πως το «SHOPPING AND F***ING» μέσα από το πλήθος των ερωτημάτων που θέτει καταφέρνει να αναδεικνύει την κατάρρηση των μεγάλων πολιτικών και θρησκευτικών μύθων, που έδιναν αξία στις ζωές μας και που έχουν αντικατασταθεί από το κενό και την έλλειψη νοήματος.

Εύλογα λοιπόν ο σκηνοθέτης Αντώνης Ντουράκης αναφέρει πως αυτή η εμπορευματοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων έχει φτάσει στο απόγειό της σήμερα, ωστόσο το θεατρικό προτείνει ως στάση ζωής την αγάπη, τον έρωτα, ακόμα και τη ζήλια, ως γνήσια και αληθινά συναισθήματα. Αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο ο καλλιτέχνης δεν παραλείπει να δηλώσει πως αυτοί οι παράλληλοι με τις ζωές όλων μας υπαρκτοί κόσμοι του περιθωρίου, των ναρκωτικών και της πορνείας που επιλέγουμε να μην βλέπουμε, ουσιαστικά αφορούν τους φίλους μας, την οικογένειά μας, εμάς τους ίδιους. «Το πρεζόνι είναι τόσο θύμα, όσο και εγώ που το κρίνω» λέει χαρακτηριστικά.

Σκηνοθετικά η ατμόσφαιρα του έργου είναι βίαιη και σκληρή, με αρκετές όμως δόσεις χιούμορ, ενώ ο χώρος αξιοποιείται ως ένας μη τόπος αφού και το ίδιο το κείμενο μιλάει για απομεινάρια σπιτιών που φιλοξενούν τους ήρωες. Ο ναρκομανής Μαρκ του Αντώνη Ντουράκη, η ρεαλίστρια Λούλου της Δάφνης Di Gregorio, o αμφισεξουαλικός φίλος της Ρόμπι του Γιάννη Λιόκαλου και ο εκδιδόμενος Γκάρυ του Νίκου Λαμπράκη, όλοι αυτοί οι ρόλοι ερμηνεύονται με εξαιρετική αλήθεια και μέτρο, τόσο στις μεγάλες εντάσεις όσο και στις στιγμές χαλαρότερου ρυθμού.

Ο Αντώνης Ντουράκης, η Δάφνη Di Gregorio και ο Γιάννης Λιόκαλος τόνισαν ότι το δέσιμο των τριών χαρακτήρων τους, ουσιαστικά το ερωτικό τρίγωνο που δημιουργείται μεταξύ τους, οφείλεται στην ανάγκη τους να ανήκουν κάπου, στη δημιουργία εκ μέρους τους ενός υποκατάστατου οικογενειακού συστήματος συνήθειας και προστασίας που τους βοηθάει να επιβιώνουν ενώ ο Νίκος Λαμπράκης δούλεψε μέσα από το ερώτημα του κατά πόσο είμαστε αποστασιοποιημένοι από τις αληθινές μας ανάγκες. Άραγε λέμε πάντα την αλήθεια στον εαυτό μας;

Τέλος ο βασικότατος χαρακτήρας του Μπράιαν, ο οποίος αντιπροσωπεύει το αντίπαλο δέος του περιθωριοποιημένου ανθρώπου, δεν ερμηνεύεται από ηθοποιό αλλά υπάρχει voice over μιας ψυχρής, δίχως συναίσθημα, αυτοματοποιημένης και παραποιημένης φωνής. Τούτο το εύρημα εξυπηρετεί έως ένα σημείο την αναπαράσταση μιας ναρκισσευόμενης πατριαρχικής εξουσίας του χρήματος. Άποψη της γράφουσας είναι ότι το προηγούμενο ανέβασμα, πριν το Πάσχα, όπου γινόταν χρήση ηθοποιού πάνω στη σκηνή, έδινε στην παράσταση μια άψογη καλλιτεχνική ολοκλήρωση.

Στόχος του θεάτρου είναι να μας μορφώνει και να μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε ελεύθερα. Γι’ αυτό και τέτοια έργα πρέπει να παρακολουθούνται από νέους ανθρώπους. Με την ψηφιακή και μιντιακή υπερπληροφόρηση που υπάρχει στα ως άνω ζητήματα, είναι σκέτη υποκρισία να μην επιτρέπεται στην παραγωγή να υποδέχεται στους κόλπους της το ανήλικο κοινό. Δυστυχώς ο νεοπουριτανισμός και ο φασισμός είναι τα δύο τέρατα, που σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, επιδιώκουν να αλλοιώσουν τις δημοκρατικές κοινωνίες. Και πάλι πολλά “μπράβο” στη θεατρική ομάδα “Ιυττός” για τη γενναιότητά της.