Βοριάς δυνατός φυσούσε τούτο το ξημέρωμα. Η θάλασσα ανήσυχη πολύ. Ξεσπούσε με μανία πάνω στον πέτρινο Άρχοντα κι ύστερα έπαιρνε τα αφρισμένα της νερά κι έφευγε όσο πιο μακριά του μπορούσε, ίσαμε το επόμενο γιουρούσι…
Ανέβηκα με δυσκολία στο πετάλι την οδό Πλάνης, και μετά την πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού έφτασα στα μικρά ντουκιάνια. Ύστερα περνώντας από τα μπεμπλετζίδικα* κατηφόρισα την Πλατιά Στράτα.
Κορνιαχτός σηκωνόταν καθώς έτρεχα προσπαθώντας να αποφεύγω τις πέτρες και να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο Χάνι του Βιτσαξή. Μύριζε καβαλίνα όλη η περιοχή κι ήδη οι πρώτοι Εχεξήδες* είχαν φτάσει από τα γύρω χωριά.
Λίγο πιο κάτω άκουσα φασαρία και σταμάτησα όπως όπως. Τις μπότες αναγνώρισα, μαύρες γυαλιστερές και τα βήματα τα βαριά. Αψηλός ο άνδρας, εύσωμος, γεροδεμένος. Γνωστός σε ολόκληρη την πόλη για την αντρειοσύνη και τα κατορθώματά του. Ο Καπετάν Μιχάλης Καζαντζάκης, ο Ψωμής, ήταν κι έμεινα να τον κοιτάζω με θαυμασμό.
Πριν μέρες είχα ακούσει εκείνη την παράξενη ιστορία με «το φανταξό της Αγιάς Κατερίνας» που ‘χε ο ίδιος σκαρφιστεί και υλοποιήσει. Έπρεπε να κάνει τους νταήδες και πληρωμένους καλεμπέντες* να φοβηθούν και να μην πειράξουν την κόρη ενός χριστιανού που ΄χε βάλει στο μάτι ένας Τούρκος αγάς.
Δυο τρεις ακόμη καλντιριμιτζήδες* τον συντρόφευαν στο καινούργιο του κατόρθωμα που ΄χε ακουστεί ίσαμε μέσα στην ενδοχώρα της Κρήτης. Ο Αντώνης Χρηστάκης, καφετζής στο επάγγελμα, ντύθηκε με προβιές που τις έδεσαν πάνω του με αλυσίδες κι όπως περπατούσε στα καλντερίμια, εκείνες σέρνονταν κι έκαναν θόρυβο παράξενο και ανατριχιαστικό. Μούγκριζε κιόλας όπως σάλευε και το φως από τις Φανάρες του δρόμου δεν έφτανε να δει κανείς ξεκάθαρα… Όλοι τρυπώσανε φοβισμένοι στα σπίτια τους κι εκεί στο στενό του Αϊ Μηνά και της Αγίας Αικατερίνης δεν κυκλοφορούσε για μέρες ψυχή. Έτσι γλύτωσε το κορίτσι από την απαγωγή και το ανδραγάθημα των χειροδύναμων καλντιριμιτζήδων έμεινε να συζητιέται ίσαμε …σήμερα.
Προσπαθούσα να δω το βλέμμα του αγέρωχου άνδρα, όμως η περηφάνεια και η ταπεινότητά του το ‘διωχνε πέρα μακριά. Κοίταζε εκείνος πολλά περισσότερα από αυτά που βλέπανε τα μάτια των άλλων και «μύριζε» όχι τη μπόχα από τις καβαλίνες μα τα παράξενα που θα ‘ φερνε και τούτη η μέρα. Τα σημάδια αναζητούσε και σώπαινε περιμένοντάς την στιγμή που θα χρειαζόταν να επέμβει. Νόμισα πως με κοίταξε μια στιγμή και χαμογέλασα πλατιά, εκείνος όμως είχε το νου σε έναν άλλον Τούρκο, αξιωματικό, που έβλεπε πίσω μου και μάλλον με πλησίαζε. Ένιωσα το έντονο κοίταγμα κι έκανα στην άκρη αντικρίζοντας ένα σκηνικό αλλόκοτο…
Ο Τούρκος κρατούσε ένα σπαθί και τρεκλίζοντας από το πολύ μεθύσι του, κτυπούσε όλες τις πόρτες και τα κατώφλια των σπιτιών και των μαγαζιών των Χριστιανών λέγοντας λόγια ακαταλαβίστικα για μένα. Βρισιές ακούγονταν… Κατάλαβα από το σκοτεινό βλέμμα του Καπετάν Μιχάλη πως ήταν έτοιμος να βάλει ένα τέλος σε τούτη την μπερμπαντισσιά.
Τον προσπέρασε ο Καπετάνιος σκεπτόμενος ίσως πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να του μιλήσει όμως ο Τούρκος αξιωματικός του επετέθη πισώπλατα. Ο Καπετάν Μιχάλης αστραπιαία τότε τον άρπαξε με το ένα του χέρι από το λαιμό και με το άλλο του πήρε το σπαθί.
Ύστερα τον πέταξε καταγής, πήρε μαζί του το σπαθί και προχώρησε με βήμα σταθερό σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα… Ο Τούρκος κλαψούριζε και προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος μα λίγο το ποτό, λίγο ο πόνος στα πλευρά και στα μεριά του τον δίπλωσαν στα δυο. Οι μπότες ακούγονταν ακόμη ρυθμικά κι αγέρωχα ανηφόριζε την Πλατιά Στράτα να φτάσει στο μαγαζί του ο Καπετάν Μιχάλης.
Κοιτούσα μια τον γίγαντα Χριστιανό και μια τον ταλαιπωρημένο και χτυπημένο Τούρκο. Μαζωχτήκανε γύρω του κι άλλοι χριστιανοί, κοροϊδεύοντας τον σιγανά κι εκείνος τραυλίζοντας πάντα αναζητούσε το σπαθί του γιατί χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στον στρατώνα του και πως θα εξηγούσε τι είχε συμβεί.
Δυο τρεις ψύχραιμοι Τούρκοι ανηφορήσαν κι εκείνοι για να βρουν τον Καπετάν Μιχάλη κι εκείνος καθότανε στο μαγαζέ κι είχε απλώσει τα μάτια του πέρα στα βουνά του Ψηλορείτη, αναλογιζόμενος ποιος ήξερε τι…
Με τα πολλά παρακάλια τούς το ‘δωσε. Σήκωσε τη χερούκλα του και τους απόδιωξε μην θέλοντας να δώσει συνέχεια σε τούτο το περιστατικό.
Σέβας μεγάλο του ‘χανε όλοι στο Κάστρο του καπετάν Μιχάλη. Τούρκοι και Χριστιανοί τον καλόπιαναν γιατί φοβόντουσαν τη δύναμη και το λόγο του. Εκείνος πάλι είχε πόνο βαθύ στα σωθικά του από τότε που άθελα του, λέγαν, έδωσε υπερβολική δόση αφιονιού στο μικρό του το γιο, τον Γιώργη, να κοιμηθεί για να μην κλαίει και προδοθούν στους Τούρκους όσοι Χριστιανοί είχανε μαζευτεί για κουβέντα ένα βράδυ στο σπίτι του. Το παιδί πέθανε κι εκείνος δεν το αποδέχτηκε ποτέ του. Λένε πάλι πως όταν έπινε ή ερχόταν για λίγο στο κέφι τραγουδούσε πάντα την αγαπημένη του μαντινάδα :
«Πέτρα σκληρή και άπονη ήθελα να σου μοιάζω,
πόνο να μην αισθάνομαι άμα θ’ αναστενάζω!»
Στα μικρά πηγαδάκια που στήθηκαν στη στιγμή γύρω από το Χάνι, το Καμαράκι και την Πλατιά Στράτα άκουγα ιστορίες για τον γενναίο Κρητικό. Όταν, λέει, είχε έρθει στην πόλη ο Πρίγκιπας Γεώργιος εκάλεσε τον Καπετάν Μιχάλη σε γεύμα γιατί τον θαύμαζε πολύ. Κι όταν του ζήτησε να του δείξει με κάποιον τρόπο τη δύναμη που λέγανε πως είχε, εκείνος απάντησε πως δεν είχε μαζί του σύνεργα. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος του’ δωσε τότε ένα ασημένιο τάλιρο κι ο Καπετάν Μιχάλης μεμιάς του το αντιγύρισε διπλωμένο στα δυο.
Άκουσα λίγο πιο πέρα ακόμα να λένε πώς ήταν ικανός μια τράπουλα των πενήντα δύο χαρτιών να σκίσει στη μέση χωρίς να καταβάλει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια…
Άλλοι πάλι λέγαν πως ο Νίκος, ο γιος του, που αγαπούσε περισσά τα γράμματα, είχε μια παράξενη σχέση με τον πάτερα του και όχι άδικα σώθηκε ως τις μέρες μας το:
«…Όση δύναμη είχε ο Κύρης του στα χέρια την πήρε ο γιος στην κεφαλή»
Πήρα το ποδήλατο μου κι ανηφόρισα τον δρόμο να φτάσω κι εγώ στο μαγαζί του Καπετάν Μιχάλη. Έμπορος αποικιακών ήταν, ξακουστός, κι είχε από όλα τα καλά. Λέγαν πως το τσάι που πουλούσε το φέρναν από την Μεγάλη Βρετανία κι ήταν το ίδιο που έπινε στο Παλάτι η Βασίλισσα Βικτωρία όσο ζούσε. Στην πόρτα σταμάτησα κι απλώθηκε μπροστά στα μάτια εκείνο το παλιό μπακάλικο του πάτερα μου. Ίδιο μου φάνηκε με τα τσουβάλι, τις σέσουλες, τις μυρωδιές …
Σήκωσα ψηλά ως το λαιμό το φερμουάρ του μπουφάν μου. Έρημος ήταν ο δρόμος. Στου Χανιωτάκη το φούρνο σταμάτησα να πάρω καφέ ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην Πλατιά Στράτα…
Πάλι ιστορίες έβλεπα…
Κι ύστερα τράβηξα για τα στενά της Αγίας Αικατερίνης: Λες… σκέφτηκα!
Πηγές:
Μανόλης Δερμιτζάκης, Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης, 2009
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατο μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, υπό έκδοση
Εφημερίδα Εθνική Φωνή, από το παληό Ηράκλειο, 1971
Γλωσσάρι:
Καλντιριμιτζής = Χριστιανός νταής που κυκλοφορούσε τη νύχτα, την περίοδο της Τουρκοκρατίας και προστάτευε αδύναμους, λεγόταν και Μεσημεράς!
Μπεμπλετζίδικο = κατάστημα ξηρών καρπών και ζαχαρωτών
Εχεξής = άνθρωπος που έχει δικό του γάιδαρο και εκτελεί διάφορες μεταφορές
*Ο Καπετάν Μιχάλης Καζαντζάκης ή Ψωμής ήταν ο πατέρας του Νίκου Καζαντζάκη. Γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο στα 1857 και πέθανε το 1932. Τα γεγονότα-ανδραγαθήματα που περιγράφονται υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για την επαλήθευσή τους. Όλα τα υπόλοιπα είναι προϊόν μυθοπλασίας!