Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή όταν έφυγα από την εκκλησία.
“Και του Χρόνου” αντηχούσε μέσα στη νύχτα.
Και του Χρόνου.
Μεγάλη ευχή το “Και του Χρόνου”
Πολύ μεγάλη!
Αυτή η Μεγάλη Παρασκευή θα αποκαταστήσει την μνήμη, θα ξεδιψάσει το έθιμο, θα δέσει ξανά την αλυσίδα της επανάληψης!
Δύο κρίκοι της έσπασαν αυτά τα χρόνια, έφυγαν και κρύφτηκαν στην αγκαλιά της Πανδημίας.
Σηκώθηκα να δω τα λουλούδια που θα συμμέτέχουν στην επανασύνδεση.
Στο στόλισμα του δικού μας Επιταφίου.
Μωβ Ορχιδέες και μωβ Αμάραντος.
Ταιριάζει το πένθος με την ευαισθησία και την αθανασία πάνω στο σκαλισμένο ξύλο του επιταφίου!Σε δύο λεπτά γίνεται εργαστήρι η εκκλησία.
Κάτι άλλαξε όμως, όχι τα κρυμμένα με μάσκες πρόσωπα των κοριτσιών ούτε οι κόκκινες κορδέλες του “απαγορεύται” ανάμεσα στις καρέκλες.
Κάτι άλλαξε μέσα μας.
Τα κορίτσια ενώνουν τον Αμάραντο με Γυψόφυλλο και λευκές Μαργαρίτες.
Μικρά θαύματα ζωής που πλέκονται σε ένα υφάδι πένθιμο.
Μας παρασέρνουν στον αργαλειό τους και το άσπρο της χαράς, της γέννησης, μπλέκεται με το πένθιμο μωβ του θανάτου.
Μπλέκεται και η γέννηση με το θάνατο και την Ανάστασή.
Μπλεκόμαστε και εμείς σε αυτήν την ακολουθία… και το σκαλισμένο ξύλο ανθίζει!
Η Κωνσταντίνα μιλάει για ένα λιβάδι γεμάτο Αμάραντους κοντά στη θάλασσα.
Θυμάμαι εκείνη τη φορά που γεμίσαμε Κρίνους τον Επιτάφιο από ένα άλλο λιβάδι!
Γεμάτος λιβάδια αμαρτύρητα είναι αυτός ο τόπος ο αγαπημένος.
Γεμάτος ανθρώπους που λείπουν…
Μια στάση είναι η Μεγάλη Παρασκευή.
Μια στάση γεμάτη δάκρυα και λουλούδια στο δρόμο για την Ανάστασή.
Χάιδεψα απαλά τις Ορχιδέες γήτεψα την ψυχή μου από τον Αμάραντο και βγήκα στο φεγγάρι.
Απόψε και από αυτό κάτι λείπει…