Κάθε Πολιτεία αυτές τις άγιες χριστουγεννιάτικες ημέρες ντύνεται, στολίζεται, με διαφόρων ειδών «στολίδια», ώστε μόλις τη δούμε λέμε:
Να! να! Πάλι η πόλη μας έβαλε: «Τα σκολιανά της»!
Την παρομοιάζουμε δε με την πανέμορφη εκείνη Ελληνίδα όταν στεφανώνεται με πλουμιστό στεφάνι στο βράχο απάνω ανεβασμένη να μας χαιρετά!
Και τα σκολινά της βέβαια είναι: Ο στολισμός και η φωταγώγηση των κεντρικών δρόμων της, τα διάφορα συγκροτήματα μουσικά ή χορωδιακά ή ορχηστρικά, με τραγούδια των ημερών, διάφορες θεατρικές παραστάσεις αναπαράστασης της Θείας Γέννησης ή κάτι ανάλογο, παιδικές χαρές ώστε εκεί να ξεφαντώνουν τα μικρά μας τα παιδάκια, διάφορες εκθέσεις χειροποίητων κατασκευών, φαγώσιμων και μη, προς έλξιν και τέρψιν των σχετικών αισθήσεών μας και βέβαια το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου δένδρου, που συμβολίζει αποκλειστικά, όχι μόνον την ευτυχία του ανθρώπου με τη Γέννηση του Χριστού, αλλά και αυτής καθεαυτής της φύσης.
Η κάθε Πολιτεία λοιπόν με αυτά τα γιορτινά στολίδια, που τέρπουν και χαροποιούν μικρούς και μεγάλους, προσφέρει στους κατοίκους της διάφορα θετικά συναισθήματα όπως: Ευτυχισμένες στιγμές, αγάπη, καλοσύνη, ευαισθησία, ικανοποίηση, χαρά, γέλιο, αισιοδοξία και ανακούφιση από διάφορα μικρά ή μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητας.
Έτσι κατεβαίνουν στο κέντρο οι κάτοικοι οικογενειακώς, μαζί με τα μικρά παιδιά τους, στα διάφορα στέκια της χαράς, για να απολαύσουν τα προσφερόμενα και οι διάφορες εγκάρδιες ευχές δίνουν και παίρνουν.
Σμίγουν με συγγενείς, φίλους, καινούριους ή παλιούς και πολλές φορές, ανάλογα βέβαια με την ηλικία, εξιστορούν, έτσι για να περνά η ώρα, γιατί ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, διάφορες παλιές χριστουγεννιάτικες θύμησες, που τους έρχονται στο μυαλό από τα παλιά εκείνα χρόνια, που μαζί με αγαπημένα πρόσωπα, μαμά, μπαμπά, παππού, γιαγιά, αδελφό/ή θείο/α, φίλο/η, που σήμερα αναπαύονται σε «ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ», γιόρταζαν, όπως γιορτάζουν σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αν όχι βέβαια με τον ίδιο σημερινό τρόπο, ίσως παρόμοιο, τις ευτυχισμένες στιγμές της τότε ηλικίας.
Ως πατέρας και παππούς, λοιπόν, «με υποχρεώσεις της κρίσης», επισκεφτήκαμε διάφορα στέκια της χαράς του Μεγάλου Κάστρου και απολαύσαμε με όλα τα θετικά συναισθήματα διάφορα από τα δρώμενα.
Περπατήσαμε δρόμους, απολαύσαμε ομορφιές και σεργιανίσαμε σε γνώριμα καστρινά σοκάκια, όπου εγώ κάποτε περπατούσα με αγαπημένα πρόσωπα αναθυμούμενος βήμα-βήμα τις άλλοτε γιορτινές χριστουγεννιάτικες παρέες στους τόπους αυτούς.
Έφερα στο μυαλό μου τα πρόσωπα αυτά και σαν να μου σιγοψιθύριζαν κάποιους γνώριμους στίχους, σαν να μου έλεγαν θυμάσαι αυτό, εκείνο, θυμάσαι τη Μάρω, τη Χρυσούλα, το Βαγγέλη, το Μανώλη, την Πόπη, το Μηνά, το Μιχάλη και τόσους άλλους; Άραγε πού πήγαν;
Χωρίς να περιμένω, από κανέναν άλλο, απάντηση, είπα: Όλοι αυτοί συγγενείς τε και φίλοι είναι κάτοικοι της ΝΕΚΡΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ. Μιας πολιτείας με διαφορετικά στολίδια, που τα στολίδια αυτά δεν σκορπούν και δεν δημιουργούν στους κατοίκους, μικρούς ή μεγάλους μηδενός είδους συναισθήματα. Δεν κλαίνε, δεν γελάνε, δεν ενθουσιάζονται, δεν συγκινούνται, δεν χαίρονται, δεν λυπούνται, γιατί ακριβώς είναι κάτοικοι μιας μεταφυσικής πολιτείας, κατά τη θρησκευτική αντίληψη.
Θέλησα λοιπόν να επισκεφτώ, αφού η ψυχή μου το επιζητούσε, και αυτήν την Πολιτεία, για να ευχηθώ, με τον δικό μου τρόπο σε όλους εκείνους τους συγγενείς, τους φίλους, που θα ανταμώσω στο πέρασμά μου.
Πράγματι, παραμονή των Χριστουγέννων του ’17, ήμουν εκεί και πέρασα από όλες τις «κατοικίες» των φίλων, συντροφιά με έναν ιερωμένο, και απευθύναμε στον κάθε ένα και στην κάθε μια την ξεχωριστή εκείνη ευχή, που αρμόζει και που στη θρησκευτική γλώσσα ονομάζουμε παράκληση ή δέηση. Το πώς ενεργεί η παράκληση (ευχή) αυτή δεν είμαι σε θέση να ξέρω, γιατί ο τρόπος ενέργειας είναι μόνο θεϊκός.
Με συντροφιά τις αέρινες μορφές των φίλων αυτών, αποχαιρέτισα τις κατοικιές τους γιατί και…
ο Ήλιος είχε πέσει πια και σίμωνε στη δύση
μήτε μιλιά ούτε λαλιά από τη νεκρή τη φύση.
Τους είπα και ετρέχανε τα μάτια μου σα βρύση
Πως η δική μου η θύμηση δε θα γνωρίσει Δύση.