Το Ηράκλειο, η πόλη μας:  τόπος με ιστορία που χάνεται στα βάθη του χρόνου και που μας την υπενθυμίζουν καθημερινά οι  δρόμοι και οι πλατείες του: οδός Μίνωος, οδός Ιδομενέως, οδός Επιμενίδου, πλατεία Νικηφόρου Φωκά, πλατεία Δασκαλογιάννη, οδός 25ης Αυγούστου,  πλατεία 18 Άγγλων κ.λπ.

Επίνειο της Κνωσού την αποκαλεί ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του (βιβλ. 10, κεφ. 7). Απάνω στο μικρό αυτό «πολισμάτιον» άρχισε στο διάβα του χρόνου να σωρεύεται η  ιστορία με τη μορφή συνεχών αλλαγών, σαν  τα υλικά που αποθέτουν σιγά-σιγά οι ποταμοί, δημιουργώντας τις προσχώσεις που αλλάζουν το περιβάλλον.

Έτσι, η ιστορία του Ηρακλείου είναι μια σειρά από επάλληλα ιστορικά «στρώματα»: μινωικά, βυζαντινά, αραβικά, ξανά βυζαντινά, ενετικά, τουρκικά, για να φτάσουμε σ’ αυτό που εξαρχής ήταν το Ηράκλειο: τόπος και πόλη ελληνική. Αψευδείς  μάρτυρες αυτών των ιστορικών «προσχώσεων» είναι τα κατά καιρούς ονόματα της πόλης: Ηράκλειο, Χάνδακας, Κάστρο, Κάντια, Kandiye, Μεγάλο Κάστρο, Χώρα. Κι όλοι αυτοί που πέρασαν από την πόλη ως κατακτητές (Άραβες, Ενετοί και Τούρκοι) άφησαν τα χνάρια τους πάνω στον τόπο, τις πιο πολλές φορές κόκκινα από το αίμα των κατοίκων της πόλης.

Κάποιοι, όμως, από αυτούς άφησαν πίσω τους και μνημεία σημαντικά, φτιαγμένα, βέβαια, για τους ίδιους,  και πάλι με τον ιδρώτα και το αίμα των Κρητικών. Έτσι, το Ηράκλειο έφτασε σε μας ως μια πόλη με μνημειακό πλούτο από όλες τις ιστορικές εποχές, κυρίως όμως από την εποχή της Ενετοκρατίας, όταν είχε γίνει η λαμπρή πρωτεύουσα του Βασιλείου της Κάντιας και οι Ενετοί την κόσμησαν με επιβλητικά κτήρια, ανάλογα της δύναμης και του πλούτου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία.

Ανάμεσα σε τούτα τα μνημεία των Ενετών είναι και ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Πέτρου των Δομινικανών, ένας ναός που, μισογκρεμισμένος, κείτονταν  «μέγας μεγαλωστί» (Ομήρου Ιλιάς, Π,776), μέχρις ότου η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης, τον ανακαίνισε και του έδωσε μεγάλο μέρος της πρώτης του μεγαλοπρέπειας και λαμπρότητας.

Χτισμένος στο παραλιακό μέτωπο της πόλης, ο ναός του Αγίου Πέτρου αφουγκράζεται τον ήχο των κυμάτων του Κρητικού πελάγους και, λουσμένος από το κρητικό φως, έχει ανοίξει και πάλι τις πόρτες του, περιμένοντας να βρει στις καρδιές των Καστρινών τη θέση που του αξίζει ως μνημείου μοναδικού στο είδος του. Όποιος επισκεφτεί το ναό δεν μπορεί παρά να νιώσει να τον πλημμυρίζει ένα ιερό δέος, γέννημα της δύναμης που αποπνέει το μέγεθός του, και να αντιληφθεί ότι εδώ δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε ναό, αλλά για ένα μνημειώδες κτήριο που ξεπερνά τα «φυσιολογικά» όρια και κάνει να αναβλύσει η έκσταση μπροστά στο απέραντο και το μεγαλειώδες, που αποτελούν τα διακριτικά του γνωρίσματα.

Αυτός ο ναός, αυτό το σπουδαίο και μεγαλοπρεπές μνημείο, που ανήκει στην Ενορία Αγίου Δημητρίου Λιμένος, μετά την αποκατάστασή του παρέμενε στην ουσία (κι εξακολουθεί να παραμένει) ένα άδειο κέλυφος με μικρή επισκεψιμότητα, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία στις 29 και 30 Ιουνίου (εορτές Πέτρου και Παύλου και Δώδεκα Αποστόλων) και όπου λαμβάνουν χώρα κατά καιρούς κάποιες εκδηλώσεις πολιτισμού. Ωστόσο, τέτοια μνημεία, τέτοιοι χώροι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν μαυσωλεία. Ας σκεφτούμε τι θα ήταν, για παράδειγμα, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αν δεν φιλοξενούσε το φεστιβάλ Αθηνών, και ποια είναι η σημασία του για την Αθήνα σήμερα αλλά και πόσο έχει κερδίσει σε  αίγλη και σε διεθνή αναγνωρισιμότητα, λόγω ακριβώς του Φεστιβάλ.

Κάτι, λοιπόν, έπρεπε να αλλάξει και με το ναό του Αγίου Πέτρου, κάτι που να τον ζωντανέψει, να τον αποδώσει στο λαό του Ηρακλείου (και όχι μόνο) όχι μόνο ως ένα ναό (σύμφωνα με το συμβόλαιο του πωλητή) ορθόδοξης λατρείας αλλά και ως ένα μνημειακό-μουσειακό χώρο, στον οποίο ο Ηρακλειώτης θα μπορεί με τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα να μαθαίνει την ιστορία του μνημείου και του τόπου του και όπου θα  έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί και να απολαμβάνει μουσικές εκδηλώσεις υψηλής αισθητικής ποιότητας και αξίας, οι οποίες, βέβαια, θα συνάδουν προς την ιερότητα και την ιστορία του χώρου.

Ο Ν. Καζαντζάκης λέει πως «η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη». Έτσι, μια ομάδα ανθρώπων με την καζαντζακική «κουζουλάδα» αποφάσισε να βάλει μπρος το μεγάλο έργο και να δώσει πνοή ζωής στο ναό. Άνθρωποι από το χώρο της Εκκλησίας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Γραμμάτων και των Τεχνών, του Πανεπιστημίου, της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πόλης επιστρατεύτηκαν, ιδρύοντας το Σύλλογο Φίλων του Ναού, με μοναδικό σκοπό να γίνει ο ναός του Αγίου Πέτρου κύτταρο ζωντανό, κέντρο πανελλήνιας και πανευρωπαϊκής πολιτιστικής ακτινοβολίας και πόλος έλξης για κάθε Ηρακλειώτη και επισκέπτη της πόλης μας.

Τα πρώτα βήματα ήδη έγιναν την Τετάρτη, 30 του Μάη τ.έ. στο χώρο του ναού, όπου ο Σύλλογος, δια του Προέδρου του κ. Στέλιου Ματζαπετάκη, παρουσίασε στις αρχές του νησιού και της πόλης, σε Κρήτες βουλευτές και ευρωβουλευτές, στα μέλη και τους φίλους του το όραμά του για το μνημείο και τις παρεμβάσεις που μπορεί και πρέπει να γίνουν, ώστε ν’ ανοιχτούν νέες δυνατότητες και προοπτικές για το ναό.

Ήδη, λοιπόν, «το νερό μπήκε στο αυλάκι». Φαίνεται πως το Διοικητικό Συμβούλιο και τα μέλη του Συλλόγου έχουν και τη γνώση και το δυναμισμό, για να συνεχίσουν την εργώδη προσπάθεια, ώστε το μνημείο να αποκτήσει στη συνείδηση του Ηρακλειώτη την αίγλη που του αναλογεί, δίδοντας  μια νέα δυναμική ώθηση στα πολιτιστικά δρώμενα της  πόλης μας. Τα θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι πολλά, όπως πολλές είναι και οι δυσκολίες και τα εμπόδια. Όμως, από την άλλη μεριά υπάρχει η δύναμη της θέλησης των ανθρώπων του Συλλόγου. υπάρχει ο λογισμός και το όνειρο, για να θυμηθούμε και τον εθνικό μας ποιητή.

Ο Σύλλογος είναι βέβαιο πως θα κάμει τη δουλειά του. Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνει μόνος. Κάθε κάτοικος αυτής της πόλης που μπορεί να βοηθήσει, πρέπει να σταθεί δίπλα του αρωγός στην προσπάθεια και τον αγώνα του, που είναι αγώνας για την Κρήτη, για την πόλη του Ηρακλείου και το «ευ ζην» των κατοίκων της. «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».