“Νύχτα πολλή μας πλάκωσε μα ‘ναι πολλοί που ορθρίζουν, πέτρες με σίδερα χτυπούν ψυχή μου πώς σπιθίζουν!”

Περιγράφει με γλαφυρότητα στον πρόλογο του βιβλίου της ο κος Βιτώρος Γ.

Μια από τις ευλογημένες από το Θεό γυναίκες, που όπως λέει ο Παντελής Πρεβελάκης “ορθρίζουν”, είναι η καλογεννημένη Ευχαριστή Κουκουμπεδάκη.

Κι όταν λέω ορθρίζει, εννοώ πως ανύσταχτη πιάνει την βαθειάν αυγή το μετερίζι της για την πρώτη ακολουθία, πριν τη λειτουργία. Ανεβαίνει μ’ άλλα λόγια στο ψαλτήρι με την δορυφορία της, πάει να πει τις μαντινάδες, τις ρίμες, τα ριζίτικα και τα ποιήματά της μικρά και πολύστιχα, για να πάρει τη θέση του “ισκιερού” δεντρού στην κάψα του καλοκαιριού.

Η συνάντησή μου μαζί της ήταν σαν ένα προσκύνημα στην ποιητική παράδοση της Κρήτης. Χαμογελαστή παρά τα τόσα χτυπήματα της ζωής, αγέρωχη γνήσια θυγατέρα της Κρήτης, με χαιρέτησε με μια μαντινάδα:

Στσι φλέγες μου Μινωικό τρέχει καθάργιο αίμα // γιατί ‘μαι Κρήτης γέννημα και γνήσιό τζη θρέμμα.

Θα μπορούσα να διαθέσω άπλετο χρόνο και ποτάμια μελάνη για να περιγράψω αυτή την χαρισματική γυναίκα, την ποιήτρια, την μαντιναδοξομπλιάστρα την αστείρευτη πηγή έμμετρου ποιητικού λόγου της κρητικής παράδοσης αλλά διάλεξα ένα εξαιρετικό ποίημα για την μάνα και για την αγάπη δίχως όρια για το ξενιτεμένο της παιδί:

  • ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΣΥΧΝΟΡΩΤΑ●

Μια μάνα ζει αργά ταχιά, με την αμοναξά τζη

λες και ποτές δε ‘νέθρεψε κοπέλι η γι-αφεδιά τζη.

Κι όλο στο πορτομάγουλο τηνε θωρείς και στέκει

και τάξε πως την ξεκεντά φωθιά κι αστροπελέκι.

Είντα κοντό στο πόρτεγο να στέκει ν’ ανημένει

κι είναι η γι-όψη τζη θλιτή και παραπονεμένη.

Γιο ‘χει στην έρμη ξενηθιά που τονε λαχταρίζει

κι ο πόνος τηνε στουμπαχά και τηνε γονατίζει.

Στέκει στην πόρτα και ρωτά περαστικούς διαβάτες

ανε ν-τον είδανε ποθές στση ξενηθιάς τσι στράτες.

Και με την πρίκα καθ’αργά θέτει κι αποκοιμάται

το γιο τον κανακάρη τζη κάθα που ‘νεστοράται.

Κι έχει τη σφάκα μιαν οκά στα πικραμένα χείλη

γιατί στη φεύγα ποιός θα ρθει να τσ’ άφτει το καντήλι.

Στο μισεμό τζη ποιός τα δυο τα μάθια τζη θα κλείσει

Και ποιός θ’ανάψει κάρβουνο να τηνε λιβανίσει.

Στην πορτοπούλα στέκεται και σιγομουρμουρίζει

και την ευκή τζη στα μακριά απού ‘ναι του χαρίζει.

-Κι αν είμαι ‘γώ στη μοναξά να ‘σαι καλά παιδί μου

κι απ’ την καρδιά χίλιες βολές σου πέμπω την ευκή μου.

Κι ας όψεται η ξενηθιά που σ’ έχει μαργιολέψει

μα γώ θα σ’ έχω φυλαχτό… γιε μου… σαφί στη σκέψη..

 

*Η Εύα Καπελλάκη – Κοντού είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”