Πολύ πριν το χάραμα κατέβηκα στο κέντρο της πόλης…
Ερημιά παντού, απέραντη μοναξιά και την ίδια ώρα σμιλεμένη και μοναδική ομορφιά.
Η πόλη έχει βάλει τα καλά της, τα χριστουγεννιάτικα, τα φωτάκια παντού τρεμοσβήνουν κι αλλάζουν σχήματα και χρώματα.
Μας μαρτυρούν πως στ’ αλήθεια τούτος ο μήνας που μόλις μας επισκέφθηκε είναι ο πιο χαρούμενος και γιορτινός.
Στο ένα χέρι το τιμόνι του ποδηλάτου και στ’ άλλο η φωτογραφική μηχανή.
Προχωρώ και συλλογιέμαι κοιτώντας τα στενά, τους δρόμους και τα σημερινά όμορφα στολισμένα καταστήματα. Κι εκεί ανάμεσα στη σιγαλιά της αυγής, στο τελείωμα της νύχτας και της σημερινής οδού Ίδης άκουσα την αγριοφωνάρα του Μαμούτη, του νεαρού Τούρκου κουλουρτζή του Μεγάλου Κάστρου.
Με τρόμαξε για μια στιγμή, έτσι ξαφνικά που εμφανίστηκε μπροστά μου, αλλά ο μακρόσυρτος αμανές του με έκανε να χαμογελάσω πλατιά:
«Μια πεντάρα ένα, μια πενταρίτσα έναααα
Γιατί είναι με τη ζάχαρηηηηη κι είναι ξεροψημένα»**
Είχε σταματήσει με μια λαμαρίνα στη μέση μέση του τσαρσιού* κι ο τόπος μοσχομύριζε καμένη ζάχαρη και φρεσκοψημένο ψωμί με κανέλα.
-Δυο κουλούρια βάλε μου Μαμούτη, αυτά εκεί στην άκρη…
– Κυρά, η Νενέ μου τα φθιάχνει ούλα, γιατί είναι μαστόρισσα ξακουστή!
– Το ξέρω, καλέ μου, του απάντησα, και πήρα να τον παρατηρώ να προσπαθεί με το σκεβρωμένο του κορμί να σταθεί ακίνητος να κάμει την παραγγελιά.
Στραβά τα ποδάρια του, έγερνε κι από τη δεξιά μεριά και στο πρόσωπο του τα χείλη του λοξά κρεμόντουσαν. Με το ένα του χέρι που ‘χε τη χούφτα του στραβή προς τα μέσα σκέπαζε το τεράστιο στόμα του. Ένα χαμόγελο παράξενο, βουβό κι αλλοπρόσαλλο πήγε να σχηματιστεί όμως καταλάβαινα τον πόνο του από τα μάτια. Κι εκείνος αστραπιαία το ΄νιωσε και κοίταξε πέρα στην Πλατιά Στράτα αυτοσαρκαζόμενος:
«Εδά περνά ο Κοντζές το φιόρε του Λεβάντες!»**
Του΄δωσα τρεις πενταρίτσες κι έγειρε το κορμί χαμηλά να με ευχαριστήσει. Κούτσα κούτσα έκανε δυο βήματα στην άκρη να αφήσει την λαμαρίνα του και μου’ γνεψε να ανοίξω τη δική μου χούφτα. Ένα κομμάτι κάδιο* μου ‘βαλε:
-Για το δρόμο, κυρά, έχει απόι, να γλυκάνεις και τη μέρα που ‘ρχεται!
Τον καλημέρησα ξανά με την ψυχή μου και ίσα που πρόλαβα να κάνω δυο πεταλιές κι έπεσα πάνω στην Μεμπαρέ*, την ονομαστή Τουρκάλα ζητιάνα. Αστράψανε τα μαύρα της μάτια κι μου ‘κανε νόημα με το κεφάλι της να πάω σιμά της. Είχε σταυρώσει τα πόδια της θαρρώ, έτσι όπως φαίνονταν τα δυο φθαρμένα πασούμια της κάτω από την γκρίζα και τεράστια φούστα που φορούσε. Είχε με ένα μαντήλι κλαρωτό δεμένο τα μαλλιά της.
-Τη χέρα σου κερά, να δω τα μελλούμενα…
Την κοίταξα έκπληκτη, δεν πίστευα στα ίδια μου τα μάτια. Είχα τόσα ακούσει γι’ αυτήν, μα ποτέ μου δεν την είχα συναντήσει. Ήξερα ακόμη πως την αγαπούσανε οι Τουρκάλες οι χανούμισσες μα κι οι Χριστιανές και την βάζανε στα κονάκια και τα σπίτια τους, να τους διαβάζει το φλυτζάνι και να τους τραγουδά αμανέδες ή μαντινάδες. Λέγανε πως τα χωρατά της ήτανε ξεχωριστά κι οι κοπελιές χαιρόντουσαν με τα λεγόμενά της. Εκείνη πάλι, φρόντιζε να μην κακοκαρδίζει καμιά…
Της χαμογέλασα και συνέχισα τον δρόμο μου…
Δεν ήταν ώρα μου να μάθω τι θα γινόταν… μετά!
Με παραξένεψε όμως πολύ, πως βρέθηκαν τούτοι οι δυο Τουρκαλάδες στην αρχή της Πλατιάς Στράτας που μόνο Χριστιανοί επιτρεπόταν να έχουν τα ντουκιάνια τους. Κι ύστερα σκέφτηκα πως ήταν ακόμα σκοτάδι σε εκείνο τον δρόμο και ψυχή δεν φαινότανε πουθενά. Ίσως για αυτό…
Έστριψα το ποδήλατο στην αντίθετη κατεύθυνση, να περάσω από την άκρη του Αραστά και να φτάσω στα μικρά μαγαζιά, στα Αχτάρικα, μήπως και βρω κάποιον καφενέ στην πλατεία του μεγάλου Σαντριβανιού. Ανοίγανε σιγά σιγά οι πάγκοι και τα μικρά ντουκιάνια στο Μεϊντάνι, όμως βιαζόμουνα και προσπερνούσα χωρίς να πολυκοιτώ. Και τότε ήρθε η μυρωδιά ανάκατη ναργιλέ και καφέ από τον τούρκικο καφενέ του Νουρή.
-Μερ χαμπά* μου φώναξε ο μικρός Αλή, ο παραγιός του Νουρή, που με είχε πια μάθει πως γυρνοβολούσα ξημερώματα τα σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου.
-Μερ χαμπά*, Αλή, του ανταπόδωσα την τούρκικη καλημέρα και σταμάτησα να χορτάσουν τα μάτια εικόνες με τους σοφράδες και τα τραπέζια του μικρού καφενέ που ήδη είχαν αρχίσει να μαζεύουν τους γνωστούς πρωινούς θαμώνες…
Ο Μουσταφάς ο Μεσίτης καθόταν ήδη μπροστά μπροστά και ρουφούσε ηδονικά κι αγάλι αγάλι τον καϊφέ του. Από το Βεζίρ Τσαρσί * φανήκανε ο Ασάν Αγάς ο Μπακάλης κι ο Αχμέτ ο Μπαρμπέρης με τα σαλβάρια τους και τα κόκκινα φέσια κατευθυνόμενοι κι εκείνοι στον καφενέ για την πρωινή τους… απόλαυση.
Ο Αλή άπλωσε το χέρι του και μου δώσε ένα φλυτζάνι αχνιστό καφέ κι όπως πήγα να το πιάσω ένα περιστέρι πέταξε μπροστά στα μάτια μου και μπήκε μέσα στο καλάθι του ποδηλάτου να τσιμπολογήσει δυο τρία ψίχουλα από τα κουλούρια του Μαμούτη…
Κι όταν σήκωσα ξανά το βλέμμα μου είδα μόνο το τεράστιο κτήριο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης της πόλης μας και ένα τεράστιο ολοφώτιστο αστέρι στη μέση μέση της πλατείας Ελευθερίου Βενιζέλου.
Κοίταξα γύρω ψάχνοντας τον μικρό τούρκικο καφενέ, όμως το μόνο που αντίκρυσα από την απέναντι πλευρά ήταν οι «Φυλλο…σοφίες» και το «Κιρκόρ» που μόλις ανοίγανε για την αρχή της μέρας που επιτέλους… ξημέρωνε.
Πέρασα με το ποδήλατο μέσα από το Αστέρι των Χριστουγέννων και σταμάτησα στο δέντρο που έχει στηθεί μπροστά από τη Λέσχη των Ευγενών του Χάνδακα ή τη δική μας Λότζια, το Δημαρχείο της πόλης…
Δεκέμβρης σκέφτηκα, ο μήνας των Παραμυθιών…
Ο νοτιάς ήδη ζωγράφιζε τα σύννεφα με αποχρώσεις του κόκκινου κι άρχισα να κατηφορίζω την οδό Πλάνης…
Ίσαμε την επόμενη βόλτα στην Ιστορία!
*κάδιο = κρυσταλλικό καλαμοζάχαρο πολύ γλυκιάς γεύσης
*Ντουκιάνι = μικρό μαγαζί
*τσαρσί = παζάρι, αγορά
*Mερ Χαμπά = Γειά, τι κάνεις!
*Βεζίρ Τσαρσί = (σημερινή) 25η Αυγούστου
Πηγές:
**Μανόλης Δερμιτζάκης, Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης, 2009
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατο μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, υπό έκδοση (Δεκέμβριος 2021)
Εφημερίδα Εθνική Φωνή, από το παληό Ηράκλειο, 1971
Υ.Γ: Όλα τα ονόματα κι οι άνθρωποι ήταν υπαρκτοί στο Μεγάλο Κάστρο. Σώζονται αρκετές περιγραφές τους. Τα υπόλοιπα είναι προϊόν μυθοπλασίας!