Της Ελένης Μπετεινάκη
Κάθισα απόψε κατάχαμα στο μεγάλο χαλί του δικού μου σαλονιού κι αφού έσβησα όλα τα φώτα παρακολούθησα τα μικρά χρωματιστά λαμπιόνια στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς χωρίς φίλους ή συγγενείς, έγκλειστοι, περιορισμένοι και σκεφτικοί. Κράτησα κι ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί να στείλω ευχές και θύμησες σ’ αερικά και άπιαστα ….
Ο Αϊ Βασίλης καθισμένος στην πολυθρόνα του, κουνιστή παρακαλώ ξεκουραζόταν. Τα μικρά καλικαντζαράκια με φάτσες παραμυθένιες και χαμογελαστές κρύβονταν πίσω από το δέντρο, έτοιμα για την σκανταλιά της βραδιάς.
Κι εγώ χώθηκα στα σεντούκια της μνήμης! Αφέθηκα στο γρανάζι του χρόνου να με φέρει στην παιδική μου ηλικία. Μου λείπουν απόψε οι πολύ αγαπημένοι μου. Η δεύτερη μάνα της ζωής μου, η κυρία Μαρίκα μας να με γεμίσει με ευχές, να μου κρατήσει το χέρι να νιώσω την αγάπη της μέσα στα μύχια της ψυχής μου. Θυμήθηκα τον μπαμπά μου με εκείνο το ζεστό και μόνιμο χαμόγελό του. Μου λείπουν τα γαλάζια του ματιά που ΄χαν όλη τη μαγεία στο βλέμμα τους… Κι ας μην έβλεπε τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε το χρώμα τους δεν αλλοιώθηκε ποτέ! Κι ένιωσα σαν να τον είδα στην πολυθρόνα του απέναντι ακριβώς από το μικρό μπαράκι να κοιτάει με αγωνία τις ειδήσεις στην καινούργια τηλεόραση, την ασπρόμαυρη στο κανάλι ΥΕΝΕΔ.
Κι εγώ καθισμένη και τότε μπροστά στο δέντρο, πράσινο πλαστικό με γυάλινες μπάλες που αν τις ακουμπούσαμε λίγο παραπάνω ράγιζαν. Με φωτάκια πολύχρωμα και πάλι, το κράτησα τούτο κι εγώ στο δικό μου σημερινό δέντρο, και αραχνοΰφαντες κλωστές σαν το μαλλί της γριάς.
Μ΄ άρεσε θυμάμαι πολύ να απλώνω βαμβάκι πάνω στα κλαδιά για να φαίνεται σαν παχύ χιόνι που θα΄θελα να πέφτει κείνες τις μέρες και στο χωριό μας αλλά σπάνια συνέβαινε…
Κι ύστερα στήλωσα τα μάτια μου στην φάτνη… Πω πω, γέμισα δάκρυα χαράς!
Την θυμάμαι εκείνη μια χρονιά εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70! Λίγες μέρες πριν, κατεβαίναμε κάτω στο πλυσταριό της μαμάς και ανοίγαμε το σεντούκι με τους θησαυρούς μας. Ήταν ένα μεγάλο κουτί από φελιζόλ που μέσα μαζεύαμε φιγούρες από τα γλειφιτζούρια που αγοράζαμε ένα πενηνταράκι το καθένα από το περίπτερο του κυρ Νικήτα, με αγγελάκια, προβατάκια, γαϊδουράκια, τον Ιωσήφ, την Μαρία, τους μάγους με τα δώρα, τους βοσκούς. Πολύχρωμα όλα, και λιλιπούτεια αλλά τεράστια και σαν αληθινά στα παιδικά μας μάτια. Κείνη τη χρονιά είχαμε βρει ότι ακριβώς χρειαζόταν και πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά να φτιάξουμε την σπηλιά από γύψο με μπόλικους σταλακτίτες και σταλαγμίτες που είχε μάθει για αυτούς ο αδελφός μου στο σχολείο κι εγώ δεν καλοκαταλάβαινα τι ήταν. Όλα πάνω σε ένα ξύλο κόντρα πλακέ από το ξυλουργείο του κυρ Λευτέρη. Στη πίσω μεριά βάλαμε ένα μεταλιζέ ασημί και χρυσό χαρτί και σαν πέτυχε όλο το καλούπι ρίξαμε λίγα άχυρα να φαίνεται πιο φυσική. Κολλήσαμε όλες τις φιγούρες με εξέχουσα θέση το μικρό Χριστό, και τους τρεις μάγους που ήταν δυσεύρετες και όποιος τις είχε ήταν …αρχηγός. Στην είσοδο πάνω ψηλά στολίσαμε ένα μεγάλο αστέρι. Το ‘χαμε φτιάξει κι αυτό με μεταλιζέ χαρτί και οι ακτίνες του στρουφιγμένες πάνω σε ένα στυλό Bic για να μοιάζουν τρισδιάστατες…. Περιμέναμε δυο τρεις ώρες να στεγνώσει όλο το κομψοτέχνημα μας. Δεν κουνούσα από τη θέση μου. Παρακολουθούσα τον γύψο να στεγνώσει σιγά σιγά και ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου που είχα όλα όσα δύσκολα εύρισκαν τα άλλα παιδιά. Κάτω από το δέντρο την βάζαμε κι ένα κίτρινο φωτάκι τοποθετούνται από μια μικρή τρύπα που ανοίγαμε στην πίσω μεριά για να φωτίζει, να αναβοσβήνει, να φουντώνει η μαγεία κι η ομορφιά της. Ακριβώς δίπλα ήταν ο Αϊ Βασίλης! Πλεγμένος με νήματα κόκκινα και λευκά με το βελονάκι της γιαγιάς Ελένης, κολλαριστός και ακούνητος πάνω σε ένα μπουκάλι πορτοκαλάδας Βιοχύμ. Ώρες περνούσα ξαπλωμένη στο χαλί, πιστεύοντας πως αυτή ήταν η αληθινή φάτνη της Βηθλεέμ και πως το μεγάλο θαύμα που όλοι μιλούσαν γι αυτό είχε συμβεί μόνο στο δικό μας σπίτι κι ο Χριστός είχε γεννηθεί εκεί ανάμεσα στις μικρές πλαστικές φιγούρες που στα μάτια μου φάνταζαν τεράστιες και πέρα για πέρα ζωντανές…
Έστρεψα το βλέμμα μου να δω και πάλι το χαμόγελο του πάτερα μου αλλά όλα είχαν χαθεί. Δυο μεγάλες φωτογραφίες μόνο απέναντι ευτυχώς χαμογελαστές. Σήκωσα το ποτήρι μου, αμίλητη ,κι υστέρα κοίταξα το αστέρι ψηλά στο δικό μου Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ελπίδα σκέφτηκα, φως, αγάπη κι αγκαλιές να φέρει ο καινούργιος χρόνος…
Σηκώθηκα γρήγορα γρήγορα γιατί άκουσα θορύβους από την καμινάδα…
Ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκα… κι όλες οι κούκλες μου στρέψανε το βλέμμα τους προς το τζάκι. Πήρα αγκαλιά τον γέρο χρόνο (κούκλα τον έχω) και κρυφτήκαμε πίσω από τον μεγάλο καναπέ… Μην καταλάβει πως είμασταν εκεί και φύγει!Άραγε τι να μας άφησε κάτω από το δέντρο;
Εγώ ένα ήθελα με την ψυχή μου…
Μια μόνο στιγμή από την εκείνη την Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1972….Καλή χρονιά σε όλους μας!