Το Άσμα Ασμάτων, το ωραιότερο ποιητικό έργο της Παλαιάς Διαθήκης, έχει κερδίσει την αγάπη του παγκόσμιου κοινού αλλά και το ενδιαφέρον πολλών ποιητών, οι οποίοι ανέλαβαν να το μεταράσουν στη γλώσσα της χώρας τους και της εποχής τους. Για τα ελληνικά Γράμματα αυτή την ευθύνη ανέλαβε ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος στην πολύχρονη ενασχόλησή του με όλα τα είδη γραπτού λόγου –δέκα ποιητικές συλλογές, τρεις σειρές διηγημάτων, τριάντα μία μαρτυρίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, λαϊκά παραμύθια, μελέτες για την Ιστορία της Λογοτεχνίας- γνώρισε πολλές τιμές και τιμήθηκε με πολλά βραβεία. Σήμανε επομένως και η δική του ώρα για τη μεταγραφή-μετάφραση του σπουδαίου αυτού έργου.

Και για όποιον ρωτήσει, προς τι μια, ακόμη, μετάφραση και μάλιστα όταν προϋπάρχει η μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, η πιο πρόσφορη απάντηση είναι αυτή του Κώστα Γεωργουσόπουλου: και οι μεταφράσεις γερνάνε και θέλουν ανανέωση. Αν θέλουμε μια πιο προσωπική απάντηση θα δεχτούμε την επωδό του Λουί ΙΔ΄ car telle est mon plaisir και σε απλά Ελληνικά, γιατί έτσι μου αρέσει. Και αν κάποιος πει ότι αυτή η απάντηση είναι εγωιστική, ας την διατυπώσουμε αλλιώς, προσθέτοντας κάτι και από τη δική μας επιθυμία: Γιατί έχω καημό κι εγώ να νιώσω και να απολαύσω το έργο στη γλώσσα που μιλάω σήμερα.

Ο Σανουδάκης, πριν μπει στο σώμα του κειμένου, κάνει μια εκτενή και εμπεριστατωμένη εισαγωγή, στην οποία μας πληροφορεί ότι ο Π. Ν. Τρεμπέλας θεωρεί το Άσμα Ασμάτων «οιονεί είδος τι παλαιού ελληνικού ειδυλλίου» και ο Μ. Βασίλειος «ως επιθαλάμιον ωδήν δραματικώς περιπεπλεγμένην».

Ποιος είναι ο συγγραφέας αυτού του Άσματος δεν γνωρίζουμε. Άλλοι, λέει ο Σανουδάκης, το αποδίδουν στον Σολομώντα, λόγω του πρώτου στίχου του: «Άσμα Ασμάτων ο εστί τω Σαλωμών», άλλοι λένε ότι το έγραψε κάποιος σύγχρονός του και άλλοι ότι είναι επινόηση πολλών συγγραφέων του 4ου αιώνα -την  άποψη αυτή υποστηρίζει και ο Σεφέρης και ο Edouard Dhorme- και ότι είναι συλλογή λαϊκών, γαμήλιων ασμάτων.

Από τους μελετητές άλλοι το θεωρούν λυρικό ποίημα για δύο πρόσωπα (αδελφηδό και Σουλαμίτιδα), άλλοι θεωρούν ότι έχει θεατρική μορφή. Ο Σανουδάκης τάσσεται, εν μέρει όμως, με την άποψη των τελευταίων, διότι επισημαίνει ότι το Άσμα έχει υποτυπώδη δραματουργική δομή και στηρίζει την επιχειρηματολογία του ως εξής: το έργο, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο συγγραφέας και ποια η μορφή του, γεννήθηκε στην ποιμενική εποχή του Ισραήλ, με τη χρήση των μαγικών και αιμομικτικών στοιχείων.

Κάποιος Εβραίος ελληνιστής τού έδωσε μορφή ελληνικού δράματος των κλασικών χρόνων. Η μορφή που πήρε, τελικά, ως ερωτικό δράμα, ήταν της «νέας αττικής κωμωδίας», και αυτή είναι η μορφή που έλαβαν υπόψη τους και οι Ο΄ εβδομήκοντα (72 για την ακρίβεια) ελληνιστές Εβραίοι που μετέφρασαν το έργο μαζί και τα υπόλοιπα βιβλία της Π.Δ. την εποχή του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου.

Το έργο «θεωρήθηκε σαν τραγούδι αλληγορικό, με θρησκευτικό νόημα» από τους ραβίνους της Συναγωγής, οι οποίοι θεώρησαν ότι η Σουλαμίτις είναι η Συναγωγή και ο αδελφηδός ο ραββίνος. Τον 5ο αι. μ. Χ. η Σουλαμίτις είναι η Εκκλησία και αδελφηδός ο Ιησούς. Κι έτσι έχει επιβιώσει και ως αλληγορικό- θρησκευτικό ποίημα και ως λογοτεχνικό-ερωτικό.

Ο Σανουδάκης, με τη μεταγραφή-μετάφρασή του, επεχείρησε να παρουσιάσει το έργο δραματουργικά. Δηλαδή το μετέγραψε και το μετέφρασε με στόχο να παρασταθεί στο θέατρο, γιατί, όπως και ο Σεφέρης, υποψιάζεται ότι υπάρχει και τρίτο πρόσωπο, ήτοι ο Σολωμών, ενώ άλλοι είναι σίγουροι γι’ αυτό. Και ένα τελευταίο είναι η παρουσία του Χορού που ενισχύει την άποψη τού μεταφραστή ότι πρόκειται για «μίμησιν πράξεως», δηλαδή δράμα.

Ως προς το θέμα, η Σουλαμίτις απάγεται από στρατιώτες και οδηγείται στη σκηνή του Σολομώντος και στη συνέχεια στο ανάκτορο, όπου ο βασιλιάς προσπαθεί να την κερδίσει με ερωτόλογα, στην αρχή, και με το θάμπωμα του μεγαλείου, τη δεύτερη. Εκείνη, όμως, παραμένει πιστή στον αδελφηδό της και όλα τελειώνουν με χαρές, μουσικές και τραγούδια. Σε αντάλλαγμα δόθηκε ως δώρο στον βασιλιά ένα αμπέλι. Αυτό, όμως, το τέλος με τους «υπέροχους, μεταφορικούς στίχους, πλημμυρισμένους από άρωμα γυναίκας και όχι βουνών» το θεωρούν εμβόλιμο∙ τους μεταφράζουν ωστόσο, και θεωρούν ότι το έργο είναι λυρικό με δύο μόνο πρόσωπα και τον Χορό.

Για κείνους που υποστηρίζουν την παρουσία του τρίτου προσώπου και με την παρουσία του Χορού να επικουρεί, το έργο παραπέμπει στο αρχαίο δράμα.

Στην παρούσα μεταγραφή το Άσμα διαρθρώνεται σε Πρόλογο, Πάροδο, τρία Επεισόδια, δύο Στάσιμα και Έξοδο, πράγμα που είχε κατά νου ο Εβραίος τελικός διασκευαστής του. Τη θεατρική απόδοση δέχεται και ο Τρεμπέλας.

Το έργο, δραματουργικά, παρουσιάστηκε σε θεατρικό αναλόγιο, με τις επιδοκιμασίες των καθηγητών της θεατρικής ομάδας του νομού Ηρακλείου. Τους ρόλους απέδωσαν ηθοποιοί της ΘΟΚΝΗ, όπου ξεκαθαρίζεται πλέον ποιος μιλάει και τι λέει. Για τη μεταγραφή χρησιμοποιήθηκε Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, εκδ. ΖΩΗ, Αθήναι, 1950. Και η πολύ ενδιαφέρουσα Εισαγωγή κλείνει με τις ευχαριστίες προς την «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ», που ανέλαβε δωρεάν την έκδοση, τη φιλόλογο Αθανασία Ψαρουλάκη για την επιμέλεια του κειμένου και τον ζωγράφο Μανώλη Σαριδάκη για την εξαιρετική εικονογράφηση του κειμένου με έξι έργα του.

Στο βιβλίο προτάσσεται η μεταγραφή-μετάφραση και ακολουθεί το πρωτότυπο. Παραθέτω δείγμα της μετάφρασης και τα αντίστοιχα αποσπάσματα από το πρωτότυπο:

Στον κήπο με τις καρυδιές κατέβηκα

να δω του ποταμού βλαστάρια

να δω αν άνθισε το αμπέλι

και αν πέταξαν οι ροδιές ανθούς. (87)

 

Εις κήπον καρύας κατέβην ιδείν εν γεννήμασι

του χειμάρρου, ιδείν ει ήνθισεν η άμπελος,

εξήνθησαν αι ροαί.

*

Ποια είναι αυτή, που κατεβαίνει

στ’ άσπρα ντυμένη,

στον αγαπημένο της ακουμπισμένη; (108 α)

 

Τις αύτη η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη,

επιστηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής;

*

Νερά πολλά αδυνατούν να σβήσουν την αγάπη

κι οι ποταμοί δεν θα την πνίξουν (110)

 

Ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,

και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν.

Το κείμενο είναι μια απόλαυση∙ η μετάφραση στη γλώσσα μας, αλλά και το πρωτότυπο που λάμπει μέσα στην αιωνιότητά του. Η εισαγωγή ένα κείμενο γραμμένο με αγάπη και περισσή περίσκεψη.  Άσμα Ασμάτων.