Ευδιάθετος πήγα σε μια δημόσια υπηρεσία για διευθέτηση υπόθεσής μου. Θα μου επιτρέψετε να μην αναφερθώ στο «ποια» ήταν η υπηρεσία, γιατί το θέμα δεν αφορά σ’ αυτό. Εισέρχομαι σε μια αίθουσα όπου υπήρχαν 5-6 υπάλληλοι. Απευθύνομαι σε μία από αυτές, η οποία, με ύφος διατακτικό και βλοσυρό μου λέει: «Περιμένετε».

Σε λίγη ώρα αισθάνομαι το άγριο-αφιλόξενο βλέμμα της υπαλλήλου να με σαρώνει από πάνω ίσαμε κάτω και να με διαπερνά. «Βάλτε μια υπογραφή εκεί», με διατάζει κι αίφνης, αισθάνθηκα όπως το στραβάδι την πρώτη μέρα της κατάταξής του στο στρατό. «Θα πάτε 6ο όροφο στο πρωτόκολλο, ύστερα στον 2ο στο τμήμα Ηλιθίων και μετά στον 3ο στο τμήμα Υπερηλιθίων και κατόπιν ξανά εδώ»… είπε ξερά-τηλεγραφικά ωσάν να έστελνε σήμα σε μονάδα επιστράτευσης…

Οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη της παγωμένες, λες και τις είχε καταχωνιάσει στην κατάψυξη της καρδιάς της. Αισθάνομαι σύγκρυα από την όλη ατμόσφαιρα, αφού όπου κι αν έπεσε το μάτι, ίδια βλοσυρά πρόσωπα έβλεπα…

Φεύγω για να εκτελέσω τις εντολές, έτσι όπως θα εκτελούσε το πρόγραμμά του ο εύζωνας στον Άγνωστο Στρατιώτη…

Ανεβαίνω στον 6ο, στο πρωτόκολλο. Ο υπάλληλος που πίνει τον καφέ του σηκώνει αργα το κεφάλι κι ένα ίδια βλοσυρό πρόσωπο και δυο μάτια-ραντάρ με διαπερνούν όπως οι ακτίνες λέιζερ.

Φεύγω βολίδα για τον 2ο όροφο στο τμήμα Ηλιθίων… για έλεγχο κι ύστερα, στον 3ο στο τμήμα Υπερηλιθίων για έλεγχο των ελέγχων. Ίδια βλέμματα, ίδια βλοσυρά πρόσωπα, ίδια σιβηριακή παγωνιά. Αμίλητοι άνθρωποι, άγρια βλέμματα, προκάτ κινήσεις. Η παγωμάρα των λέξεων είχαν δημιουργήσει λεκτικούς σταλακτίτες και τα σκυθρωπά πρόσωπα ένα θανάσιμο ρίγος σαν τη μοναξιά του κάτω κόσμου…

Προσπαθώ να διαγνώσω ποιοι και πόσο φταίνε. Δύσκολο… Σηκώνω ψηλά τα χέρια!

Κι εκεί που αγωνιωδώς κωπηλατούσα με όλες τις δυνάμεις μου για να διαχειριστώ την απόγνωσή μου κι αυτόν τον ορυμαγδό των αποριών και των ερωτημάτων συνετελέσθη το θαύμα! Νάσου μπροστά μου ένας αγαπημένος παιδικός μου φίλος-υπάλληλος κι αυτός στο «παγοποιείο» εκείνο. Το ήξερα πως υπηρετεί εκεί, αλλά θέλησα να πετάξω από μέσα μου τον βρωμο-νεοέλληνα και να εξυπηρετηθώ χωρίς μεσάζοντες.

Με υποδέχτηκε εγκάρδια και με προσκάλεσε στο γραφείο να τα πούμε, ενώ προσφέρθηκε να με κεράσει καφέ. Ξαφνικά ο χώρος από μια τεράστια κατάψυξη μετατράπηκε σε χώρο θαλπωρής. Αυτή η αφόρητη παγωνιά που με σούβλιζε, ως δια μαγείας, έγινε ξυλόσομπα ζεστασιάς και μήτρα ωραίων συναισθημάτων. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι άρχισαν να με κοιτούν με συμπάθεια, ωσάν να με γνώριζαν από καιρό. Τα βλοσυρά βλέμματα μεταμορφώθηκαν σε άγκυρες ελπίδας και ανθρωπιάς…

Όταν πήγαμε στο ταμείο, το κατά τεκμήριο πιο παγωμένο σημείο της υπηρεσίας, μας υποδέχτηκαν με όμορφα-ανθρώπινα χαμόγελα. Γενικά, σ’ όποιο άλλο τμήμα κι αν πήγαμε όλοι ήθελαν να μας εξυπηρετήσουν με καλοσύνη και σβελτάδα.

Αποχαιρέτησα εγκάρδια τον αγαπημένο φίλο, όχι γιατί έκαμε όσα έκαμε για μένα. Ήξερα πως μ’ εκτιμούσε και χωρίς να τα έκανε, όπως κι εκείνος ήξερε την εκ μέρους μου ανυπόκριτη εκτίμηση προς το πρόσωπό του.

Μετά ταύτα επήλθε ο βαθύς προβληματισμός… Αμέτρητα «γιατί» ζητούσαν απαντήσεις. Γιατί, να συμβαίνουν όλα τούτα σ’ αυτή τη δύσμοιρη χώρα; Γιατί οι υπάλληλοι της οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας δεν είναι το ίδιο εξυπηρετικοί, δεκτικοί και ανθρώπινοι, όπως όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν ένα οικείο τους πρόσωπο;;;

Γιατί να μην βλέπουν στον κάθε πολίτη τον αδερφό τους, το σύντεκνο, τον κουμπάρο και τον κολλητό τους; Γιατί σώνει και καλά θα πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτή τη βρωμο-νεοελληνική τακτική του «μέσου», του «ποιον γνωστό έχουμε στο Βενιζέλειο» και «ποιον στο ΠΑΓΝΗ»; Του «ποιος» είναι προϊστάμενος στην Πολεοδομία και «ποιος» στην Εφορία;

Τα γράφω αυτά για να τα διαβάσει ο φίλος μου ο Γιώργης, που ο γιος του είναι προϊστάμενος στην πολεοδομία, να τα διαβάσει κι ο Δημήτρης που είναι διευθυντής στο ΙΚΑ κι ο Λευτέρης που είναι προϊστάμενος στο αεροδρόμιο κι ο Μανώλης που είναι τμηματάρχης στην Περιφέρεια κι ο Μιχάλης που είναι αστυνομικός διευθυντής…

Καλά μυαλά, συνέλληνες!

 

* Ο Μανώλης Σπανάκης είναι δημοσιογράφος, διευθυντής της εφημερίδας «Ηχώ της Βιάννου»